Poikani, poikani

Γιε μου, είν’ ο πόνος μου αβάσταχτος καλέ μου
που σε βλέπω σαν ξερόφυλλο του ανέμου
στη ζωή κυνηγημένος να γυρνάς

Γιε μου, δεν τον άκουσες τον δόλιο σου πατέρα
παρασύρθηκες και μέρα με τη μέρα
είσαι είκοσι χρονών κι όμως γερνάς

Γιε μου, τι περιμένεις, πε μου
σ’ έναν δρόμο λασπωμένο
θα ’σαι πάντα σαν δεντρί ξεριζωμένο
δίχως μοίρα, δίχως ήλιο κι ουρανό

Γιε μου, τον καημό μου συλλογίσου
γύρνα σπίτι να γλυκάνω την πληγή σου
γιε μου, γιε μου, πώς πονώ

Γιε μου, είν’ οι άνθρωποι απάνθρωποι καλέ μου
οι αρχόντοι είν’ εμπόροι του πολέμου
και γελούν όταν το δάκρυ μας κυλά

Γιε μου, μην πιστεύεις σε κανέναν ακριβέ μου
ως κι οι φίλοι σου χαρήκανε, Θεέ μου
που ’χεις πέσει τώρα τόσο χαμηλά


Poikani, on tuskani kestämätön
kun sinut näen kuivana lehtenä unikon
elämässä takaa-ajettuna kiertävän

Poikani, et kuunnellut isäparkaasi
harhaanjohdettuna päivästä päivään
olet kahdenkymmenen ja kuitenkin vanhenet

Poikani, mitä odotat, sano mulle
tiellä kuraisella
olet aina kuin puu juureton
ilman kohtaloa, ilman aurinkoa ja taivasta

Poikani, tuskaani ajattele
palaa kotiin parantaakseni haavasi
poikani, poikani, kuinka kärsin

Poikani, ovat ihmiset epäinhimillisiä
ylimykset ovat kauppiaita sodan
ja nauravat kun kyynelemme vierii

Poikani, älä luota kehenkään kalliini
kun ystäväsikin iloitsivat, Luojan tähden
kun olet vajonnut nyt niin alas

ΜάρκοςΤο, Markus Torssonen © 27.10.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info