Teiresias | ||
Ξυπνάς και του καθρέφτη τη λίμνη αναταράζεις ζαρκάδια ξαφνιασμένα θα πεταχτούν θα φύγουν για τα δάση κι από το είδωλό σου θα λείπουνε τα μάτια και η φωτιά Θα ψάξεις τους δικούς σου τυφλός και τρομαγμένος Ήρθε ο καιρός να μάθεις ποιοι σ’ αγαπούν μα η πόλη είν’ άδεια κι ο μάντης Τειρεσίας θ’ αφήσει τον χρησμό του στην ξένη γη, σε ξένη γη Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει πως πίνει απ’ το πηγάδι το σκοτεινό που ότι τον κατατρώει ανάγκη το `χει κάνει ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί Την ώρα αυτή στον κάμπο, ομίχλη κατεβαίνει τα σκιάχτρα, τα κουρέλια θα φοβηθεί τρέξε να ψηλαφήσεις την πλάση, ακριβέ μου το μπράτσο της απλώνει να κρατηθείς, να κρατηθείς | You'll wake up, and in the mirror's lake you'll stir up your image. Gazelles will be startled and run away. They will run toward the forests and leave your image empty - a reflection with no glare and no eyes. You'll search for people close to your heart, terrified and blinded. It's time to know who of them love you. But the city is now empty, and the seer Teiresias will drop his divinations on the foreign Earth, foreign Earth. "He's blind, as well, the one pretending not to know that he is drinking from a darkness well. He'd need it as a consuming and incurable addiction, or keep it in his yard hidden from the mind". At the time when fog is falling on the fields bringing shadows, will he be frightened by the scarecrow rags? Run, run to touch the nature, her suredness, my dear, her shoulder is for you to hold on, hold on. | |
Maroulya © 15.11.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info