Gli oratori (N. Gatsos) | ||
Έρημες κι άδειες οι πλατείες τα καταστήματα κλειστά Θέ μου, σαν πόσες αμαρτίες του ανθρώπου η μοίρα σου χρωστά. όλοι τραβούν στην αγορά κι οι ρήτορες απ’το μπαλκόνι ποτίζουν τις ψυχές μ’αφιόνι και κόβουν χέρια και φτερά. Πότε θα βγει να σκούξει κάποιος: Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος! Άλλοι κοιτάν αριστερά κι άλλοι δεξιά γυρνάν το μάτι και περιμένουν όλοι κάτι σαν στρατιωτάκια στη σειρά. Και προχωρούν κι οι ποιητές με χρώματα και ουράνια τόξα να μοιραστούνε λίγη δόξα με του λαού τους μαυλιστές. | Vuote e deserte le piazze chiuse le botteghe Dio mio, chissà di quanti peccati deve renderti conto la sorte dell'uomo. Tutti vanno al mercato e gli oratori dal balcone innaffiano d'oppio le anime e fanno un raccolto di braccia ed ali Quando sbucherà qualcuno a gridare: Questa gente è putrefatta ! Gli uni guardano a sinistra e gli altri girano lo sguardo a destra e tutti aspettano qualcosa come soldatini nei ranghi. E i poeti pure loro si fanno avanti con colori e arcobaleni per spartirsi un po' di gloria a braccetto coi magnaccia del popolo. | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 15.11.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info