1922 (N. Gatsos) | ||
Βοριάς και κρύο έξω φυσάει κι ο καπετάνιος στο καφενείο καπνό μασάει Μισοκοιμάται μισοθυμάται και τραγουδάει: Παιδάριο παιδάριο στην Προύσσα στον Σαγγάριο μες στου πολέμου τη φωτιά έριξ’ η μοίρα τα χαρτιά και με την πρώτη καραβιά γλιτώσαμε από την σκλαβιά και πέσαμε στην προσφυγιά Ανατολή Ανατολή δική σου είμαστε φυλή. Στη Μυτιλήνη και στη Χιο μακριά από τ’ άγριο το στοιχειό μας βάλανε σ’ ένα χωριό και στήσαμε νοικοκυριό ώσπου την άλλη την χρονιά φύσηξε αγέρας τα πανιά και φτάσαμε στην Κοκκινιά Εδώ ριζώσαμε βαθειά με τους καημούς μας αρμαθιά και μέσα στην αναποδιά κάναμ’ αγγόνια και παιδιά Ψωμί μας φέρνουν και κρασί τώρα που μείναμε μισοί δόξα Σοι Κύριε δόξα Σοι. | Una gelida tramontana soffia di fuori e il comandante dentro il caffè mastica tabacco Un po' sonnecchia un po' ricorda e canta: Ragazzo ragazzo a Bursa sul Sangario nel fuoco della guerra il destino distribuì le carte e con la prima nave sfuggimmo alla schiavitù e ci ritrovammo profughi Anatolia Anatolia tu sei la mia patria A Mitilene e a Chio lontano dal crudo spettro ci schiaffarono in un villaggio dove piantammo casa finché l'anno dopo il vento gonfiò le vele e giungemmo a Kokkinià Lì piantammo radici fonde coi nostri dolori a fagotti e dentro i nostri rovesci facemmo figli e nipoti Ci portano pane e vino adesso che siamo la metà grazie a te Dio, grazie Signore | |
Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 20.11.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info