Des navires vagabonds | ||
Καράβια αλήτες μας σφύριξαν κάτι. Μας είπαν ελάτε, μας κλείσαν το μάτι. Μπροστά μας περνάνε, μα δε σταματάνε. Τα άσπρα πανιά τους δεν ήταν για μας. Καράβια περάσαν, χαθήκαν στα βάθη. Γιατί μας γελάσαν κανείς δε θα μάθει. Ανάποδη μέρα, τα τράβηξε πέρα. Σ’ αυτό το λιμάνι δε φεύγει κανείς. Στο `να μου χέρι το τσιγάρο μοιάζει με χαμένο φάρο. Κι άμα θα σβήσει, θα `ρθει μπόρα. Σχόλασε το γλέντι τώρα. | Des navires vagabonds nous ont sifflé leur appel. Ils nous ont dit avec un clin d'oeil :"Venez". Ils passent devant nous, mais ne s'arrêtent pas. Leurs voiles blanches ne nous étaient pas destinées. Des navires ont passé et se sont perdus dans l'abîme. Personne ne saura pourquoi ils nous ont trompés. Un jour triste, la limite a été franchie. Personne ne quitte ce port. Ma cigarette dans la main ressemble à un phare sans vie. Si elle s'éteint, l'orage va surgir. La fête est finie maintenant. | |
stephellas, Stéphane © 24.11.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info