The birds of the nether world | ||
Φαρμακωμένος ο καιρός παραμονεύει μες τα στενά του κάτω κόσμου να σε βρει και δεκατρείς αιώνες άνεργος γυρεύει την κιβωτό σου και το αίμα να σου πιει Σε καρτερούν μαστιγωτές και συμπληγάδες μες τα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά κι έχει στ’ αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες κι ειν’ το κρεβάτι της λημέρι του φονιά Κρυφά τα λόγια τα πικρά μες το κοχύλι κρυφά της θάλασσας τα μάγια στο βοριά θα σβήσει κάποτε στο σπίτι το καντήλι και μήτε πόρτα θα `βρεις μήτε κλειδαριά Του κάτω κόσμου τα πουλιά και τα παγώνια με φως και νύχτα σου κεντούν μια φορεσιά άνθρωποι τρίζουν κι ακονίζουν τα σαγόνια πηδούν και τρέχουν και σε φτάνουν στα μισά | Time, poisoned, is lying in wait to find you, in the straits of the nether world And, idle for 13 centuries, it is seeking Your ark and your blood to drink it Whip-wielders and Sympligades* await you A bride, sleepless among golden jewels, has the Cyclades hanging from her ears and her bed is the lair of the killer Hidden, the bitter words inside the shell Hidden, the charms of the sea in the North The oil lamp* in the house will burn out someday And you will find neither door nor lock The birds and the peacocks of the Nether World With light and night stitch up a suit for you People gnash and sharpen their jaws They leap and run and they catch you half-way. | |
Geeske © 08.06.2005 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info