Le monete d'oro (N. Gatsos)

Σ’έρημο φαράγγι σε λυκοποριά
έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά.
Ξόρκισα το χώμα έκανα σταυρό
πριν αποσπερώσει να τα βρω.

Τότε καρασκέρι γροίκησα μακριά
κι είδα μες στο ήλιο στην κακοπετριά
τρεις αλογολάτες με βαριά σπαθιά
και τις αλυσίδες αρμαθιά..

Τι’ναι το κισμέτι; Τι’ναι το γραφτό;
Πριν το μονοπάτι πάρω να κρυφτώ,
μού’στησαν καρτέρι σε μια πατουλιά
και με κλαίγαν δένδρα και πουλιά.

Ήταν μαύρη Τρίτη μαύρο δειλινό
κι έχασα τον κόσμο και τον ουρανό.
Σε μεγάλο κάστρο σε βαθειά σπηλιά
με τους πεθαμένους αγκαλιά.

Ώσπου κάποιο βράδυ τρίξαν οι αρμοί
κι άστραψε στην πόρτα λυγερό κορμί.
Μια Βασιλοπούλα σαν τη Μαξιμώ
πού’χε δυο φιδάκια στο λαιμό.

Πάρε λέει τα φίδια, βάλ’τα στη καρδιά
και μεγάλωσέ τα σαν μικρά παιδιά.
Το’να είν’ ο Δράκος τ’άλλο ο Διγενής
άξιο τους αδέρφι να γενείς.

Κράτησα τα φίδια μες στην ερημιά
βιος μου και ρεγάλο και κληρονομιά.
Μου’φερναν καρύδια γάλα και ψωμί
δίχως να γυρεύουν πλερωμή.

Κι όταν κάποια νύχτα σώπασε η φωτιά
σκάψανε του τοίχου τη ραγισματιά,
βρήκαν κερκοπόρτα και πρωί πρωί
μού’δειξαν το δρόμο στη ζωή....

Τώρα τι στα λέω, τι στα μολογώ;
Μάθε μόνο τούτο πού’μαθα κι εγώ..
Αν κρατάς χρυσάφι πλούτη και φλουριά,
δεν κατέχεις τί’ναι λευτεριά...


In una gola deserta in un passo da lupi
Smarrii un fazzoletto con cento monete d'oro
Scongiurai la terra feci il segno di croce
Prima che tramontasse la speranza di ritrovarli

Allora sentii una lontana cavalcata
E vidi sotto il sole che fiondava
Tre cavalieri con pesanti spade
e con un mazzo di catene

Che è mai il destino, cos'è la sorte !
Prima che prendessi un sentiero per sparire
Mi tesero un agguato in una fratta
E mi compiangevano gli alberi e gli uccelli

Era un Martedì nero una serata nera
E perdei il mondo e il cielo
In un grande castello con profonde segrete
Nelle braccia dei morti defunti

Finché una sera cigolarono i cardini
E nella porta brillò un corpicino flessuoso
Una principessina come Massimina
Che aveva per collana due serpentelli

Prendi, dice, i serpenti e riponili in petto
E falli crescere come bambinelli
Uno è Drakos e l'altro Digène
Diventa loro degno fratello

Tenni i due serpenti nella mia solitudine
Mio bene e guiderdone e eredità
Mi portavano noci latte e pane
Senza chiedere nulla in pagamento

E quando una notte si spense il fuoco
Scavarono le crepe del muro
Trovarono una postierla e di bel mattino
Mi indicarono la strada verso la vita

Adesso che ti posso dire che ti posso confessare
Solo questo impara, che l'ho provato anch'io
Se vuoi possedere oro ricchezze e monete
Proprio non sai che sia la libertà

Gian Piero Testa, Gian Piero Testa © 28.11.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info