Lament (Lidakis)

Ζήλεψε η πανσέληνος το φως σου
καθώς σε είδε αυτό το βράδυ στο μπαλκόνι.
Ήτανε πιο χρυσά από εκείνης τα μαλλιά σου
ήταν η λάμψη πιο μεγάλη η δικιά σου.

Σου είπε γλυκόλογα σε τράβηξε κοντά της
κι εσύ έκανες φτερά να πας στην αγκαλιά της.
Σου έκανε μάγια να μη σκέφτεσαι κανένα,
ούτε την αγάπη σου, ούτε και εμένα.

Πανσέληνο σε γέννησα και ήσουνα δικιά μου,
τρεις μέρες μέλι τάιζα τις μοίρες
να τις γλυκάνω για να μην ζηλέψουν, φως μου,
που απ’ τη Σελήνη τις χρυσές σου μπούκλες πήρες.

Κορίτσι μου, μην ήσουνα το ταίρι της Σελήνης
και δε σε άφησε κοντά μου άλλο εκείνη.
Εγώ που σκέπασα πηγάδια κι έκρυψα δηλητήρια
πώς να σε κρύψω απ’ της ζωής σου τα μαρτύρια...

Με μια σαΐτα μαγική τρύπησες την καρδιά σου
κι έριξες στο αίμα σου τη λησμονιά του κόσμου
κι όσο κι αν έκλαψα, κι όσο κι αν φώναξα δε μ’ άκουσες
μονάχη το ταξίδι αποφάσισες, κι έφυγες φως μου.


The full moon got jealous of your light
when she saw you that night on the balcony.
Your hair was more golden than hers;
the greatest shine was your own.

She told you sweet nothings, she pulled you to her
And you flew to her embrace.
She bewitched you not to think of anyone,
neither [to think] of your love, nor of me.

I gave birth to you on a full moon and you were mine,
I fed the Fates honey for three days
to sweeten them so they would not get jealous-my light-
that you took your golden locks from the Moon.

My girl, were you after all the Moon's mate
and she didn't let me by your side again?
I who covered wells and hid poisons
How could I hide you from the troubles of your life...

With a magic arrow you pierced your heart
and poured into your blood the oblivion of the world
and no matter how much I wept, no matter how much I cried out you didn't hear me
you decided on your own to journey and you left, my light.

Sinistro © 14.04.2005

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info