A friend came | ||
Ήρθ’ ένας φίλος να μου θυμίσει αυτά που ζήσαμε, όμως τα χείλη τα ’χε σφραγίσει και δε μιλήσαμε. Την κάμαρά μας με αναμνήσεις ξαναπλημμύρισες, νόμισα ξάφνου πως θα γυρίσεις, αλλά δε γύρισες. Πού είσαι, πού γυρνάς και πώς μπορείς και με ξεχνάς και δεν ρωτάς πού να ’μαι; Κι αν άλλη προσκυνάς, όσες φορές θα με ξεχνάς, τόσες θα σε θυμάμαι. Ήρθ’ ένας φίλος και με κοιτούσε, αλλά δε μίλαγε. Μια ιστορία μαζί μου ζούσε και δάκρυ κύλαγε. Απ’ την παλιά σου φωτογραφία νεκρό το βλέμμα σου, μα στο κορμί μου ξανακυλούσε ζεστό το αίμα σου. | A friend came to remind me all that we lived, but his lips were sealed and we didn't speak... With memories, our room you overwhelmed again, suddenly I thought you were cominng back but you didn't. Where are you, where do you wander, and how can you forget about me, and not ask where I am? And if you're worshiping someone else, as many times as you forget about me that many I'll remember you. A friend came and kept staring at me, but wouldn't speak. He sympathised on a story with me and tears were streaming. In your old photograph your look was dead, but in my body once again flowed your warm blood | |
manosaris, manos aris © 09.12.2008 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info