Fata Morgana

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.


I will take communion with seawater
gathered from your body drop by drop
in an ancient Algerian copper cuvette
which pirates used to take communion in before going to fight

Leather garment, covered with wax
smell of cedar-wood, of incense, of varnish
like the smell of the hold in an old vessel
built back at that time in the Euphrates, in Phoenicia

Fire-coloured rust in the Sinai mines
Bluffs at Gerakini and at Stratoni
The coat, the holy rust that gives birth to us
That feeds us, feeds on us and kills us.

Where do you come from? From Babylon.
Where are you going? To the eye of the storm.
Who do you love? Some gypsy.
What is her name? Fata Morgana

mimine © 14.04.2005

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info