De droom

Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
Θεός να μην το κάμει
να γίνει αληθινό

Στην όχθη του στεκόντανε
γνωστό μου παλληκάρι
χλωμό σαν το φεγγάρι
σαν νύχτα σιγανό

Δεν είν’ αγέρας σκέφτηκα
κι εσένα που σε δέρνει
η απελπισιά σε παίρνει
κι η απονιά του κόσμου

Και χύθηκα απ’ το θάνατο
τον δύστυχο ν’ αρπάξω
ωιμέ! πριν ή προφθάξω
εχάθηκε από μπρος μου

Στα ρέματα παράσκυψα
να τόνε βρω γυρεύω
στα ρέματα αγναντεύω
το λείψανό μου αχνό

Εψές είδα στον ύπνο μου
ένα βαθύ ποτάμι
Θεός να μην το κάμει
να γίνει αληθινό


Ik droomde vannacht
van een diepe rivier,
Moge God verhoeden
dat die droom ooit waar wordt!

Op de oever stond,
bleek als het maanlicht,
als een doodstille nacht,
een jongeman, en ik kende hem.

Wat jou geselt, dacht ik,
is niet de wind.
Ook jij wordt verteerd door de wanhoop,
door de meedogenloze wereld.

En ik sprong naar voren om die ongelukkige jongen
weg te sleuren van de dood.
Maar o wee! vóór ik hem bereikt had
Was hij plotseling verdwenen.

Ik boog me over het voorbijsnellende water
zocht hem met mijn blik,
ik speurde in de stroming
naar mijn eigen lijkbleek lichaam.

Vannacht droomde ik
van een diepe rivier.
Moge God verhoeden
dat die droom ooit waar wordt!

saminthe © 13.12.2008

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info