La rue d'Aristote

Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη
στην Αριστοτέλους που γερνάς
έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι
σου `ριχνα στα μάτια να πονάς

Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ

Βγάζανε τα δίκοχα οι παλιοί φαντάροι
γέμιζ’ η πλατεία από παιδιά
κι ήταν ένα πράσινο, πράσινο φεγγάρι
να σου μαχαιρώνει την καρδιά

Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι αστυνόμους
κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ
και φωτιές ανάβανε στους απάνω δρόμους
τ’ Άη Γιάννη θα `τανε θαρρώ


Samedi, crépuscule et acétylène
Rue d' Aristote, où tu vieillis
Je sortais de mes poches des zestes de mandarine
et je t'en aspergeais les yeux pour te faire mal

Les plus jeunes jouaient à "flics et voleurs"
Et la cheftaine en était Argyrô
Et l'on allumait des feux aux rues de là haut
Je crois que c'était la Saint Jean

Les vieux fantassins ôtaient les bicornes
La place s'emplissait de gamins
Et il y avait une lune verte, si verte
Qu'elle te poignardait le coeur.

Les plus jeunes jouaient à "flics et voleurs"
Et la cheftaine en était Argyrô
Et l'on allumait des feux aux rues de là haut
Je crois que c'était la Saint Jean

www.projethomere.com © 01.03.2009

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info