Un chauffeur noir de Djibouti

Ο Γουίλι ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε
στην κάμαρά μου ερχότανε γελώντας να με βρει
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε

Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς χορεύοντας πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει

Μου `λεγε ακόμα ότι είδε αυτός μια νύχτα που `χε πιει
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε στην πλάτη της θαλάσσης
και πίσωθε του ετρέχανε γοργόνες με φτερά
σαν πάμε στ’ Άντεν μου `λεγε κι εσύ θα δοκιμάσεις

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξυραφιών
και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει
και τότε αυτός συνήθιζε γελώντας τρανταχτά
με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει

Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μια αθώα καρδιά
κάποια νυχτιά μέσα στο μπαρ Ρετζίνα στη Μαρσίλια
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια

Μια μέρα τον αφήσαμε στεγνό απ’ τον πυρετό
πέρα στην Άπω Ανατολή να φλέγεται να λιώνει
θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται λίγη απ’ την άσπρη σκόνη


Willy, le chauffeur Noir, de Djibouti,
Quand il finissait sa garde de nuit
Venait me trouver en riant dans ma cabine
Et des heures durant, me parlait de choses insolites.

Il me disait comment l'on fume le haschich en Algérie
Et comment à Aden l'on danse en reniflant la poudre blanche
Et puis comment ils gueulent et ils se parlent tout seuls
Quand le vertige les harcèle de rêves étranges.

Il me disait aussi qu'un soir, camé, il s'était vu
Chevaucher des étalons sur l'écume de la Grande Bleue
Poursuivi par des gorgones ailées.
Quand on ira à Aden, me disait-il, tu y goûteras aussi.

Moi je lui offrais des gâteaux et des lames à raser
Et j'y disais que le haschich peut le tuer
Et lui alors il éclatait de rire, comme d'habitude
Et d'une seule main me soulevait bien haut...

Dans son énorme corps il cachait un coeur innocent,
Et une nuit dans le Bar de Reginda, en plein Marseille
Pour me protéger d'un ivre Espagnol
Il a reçu une vide bouteille sur la caboche.

Un jour on l'a laissé, de fièvre desséché
Pourrir là et brûler, perdu en Extrême Orient.
Dieu des Noirs, pardonne le bon Willy
Et donne lui, là où il se trouve, un peu de cette poudre blanche.

www.projethomere.com © 01.03.2009

Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info