Cambay's Waters | ||
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι. Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο «κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω» ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη. Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα, οι κουλήδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι, ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι, που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα. Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα, σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια, μ’ απόψε λέω φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια, την ώρα που `πες με θυμό: «Θα βγω άλλη μέρα...» Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία, την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα, τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «Φάλτσο η πορεία...» Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι. Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι. Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι. | Fondeabamos con una rejera en el río. Nuestro piloto tenía la frente tintada "y aunque te ausentes mil años te esperaré", aunque las cabos te han encallecido la palma. Aguas turbias, corriente: cuatro nudos; los coolies comiendo encorvados arroz con curry; el capitán contempla la luna; que está turbia y requeterroja: tal sangre. El remolcador toca tres veces la sirena y marcha adelante; durante cuarenta días seguidos fuiste contando las millas; pero aquella noche tenías veneno de cobra en los labios, cuando dijiste furiosa: saldré otro día. De noche te conté en el pañol de proa una historia, la misma que dicen todos los marineros en puerto, en tus ojos dominaba el siroco y no parabas de murmurar roncamente "rumbo equivocado." ¡Zarpamos! Nos esperan en Brasil. Tu rostro lo empapó el relente. Del estrecho vienen bocanadas calidas de viento; pero ni falda en tierra firme, ni pañuelo. | |
Avellinou © 16.03.2009 |
Εκτύπωση από: http://www.stixoi.info