Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Το παραθαλάσσιο νεκροταφείο
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130755 Τραγούδια, 269456 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το παραθαλάσσιο νεκροταφείο      
 
Στίχοι:  
Paul Valery
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Η στέγη αυτή η ατάραχη όπου οδεύουν περιστέρια,
από τα πεύκα ανάμεσα κι από τους τάφους πάλλει·
η Μεσημβρία συνθέτει εκεί με τα πυρά, δικαία,
τη θάλασσα, τη θάλασσα, που ξαναρχίζει πάντα!
Ω ανταμοιβή που αισθάνεσαι κατόπι από μια σκέψη
μακρό ένα βλέμμα στων θεών επάνω τη γαλήνη!

Ποιο έργο αγνό από αστραπές λεπτές καταναλίσκει
αμέτρητους αδάμαντες αφρού απαρατηρήτου,
και ποια ησυχία φαίνεται να εγκυμονεί εδώ πέρα!
Όταν πάνω στην άβυσσο αναπαύεται ένας ήλιος,
άμεμπτα τεχνουργήματα μιάς αιωνίας αιτίας,
ο Χρόνος σπινθηροβολεί και το όνειρο είναι Γνώση.

Μόνιμος θησαυρός, λιτός της Αθηνάς ναός,
μάζα γαλήνης κι ορατή μια παρακαταθήκη,
σύνοφρυ νερόν, Οφθαλμέ που διατηρείς εντός σου
κάτω από πέπλο φλόγινο τόσο και τόσον ύπνο,
Ω σιωπή μου!... Οικοδόμημα μες στης ψυχής τα βάθη,
μα και χρυσό επιστέγασμα από κεραμίδια, Στέγη!

Ναέ του Καιρού που στοναχή μια μόνη σ’ αγκαλιάζει,
ανέρχομαι στο καθαρό σημείον αυτό κι εθίζω,
απ’ το θαλάσσιο βλέμμα μου περιτριγυρισμένος·
κι έτσι καθώς προς τους θεούς το υπέρατό μου δώρο,
το ανέφελο σπινθήρισμα ακατάπαυστα διασπείρει
επάνω στα ύψη τ’ άμετρα μιάν άκρα υπεροψία.

Όπως η οπώρα αναλύεται σε απόλαυση βραδεία,
όπως την απουσία της σε γλύκα μεταβάλλει
στο βάθος ενός στόματος όπου η μορφή της θνήσκει,
έτσι, στον τόπο αυτόν, ρουφώ τον μέλλοντα καπνό μου,
κι ο ουρανός προς την ψυχή την καταναλωμένη
των πολυτάραχων ακτών την αλλαγή αναμέλπει.

Ωραίε, πραγματικέ ουρανέ, κοίτα με που εξαλλάζω!
έπειτα από τόση έπαρση, έπειτα από την τόση
παράδοξη νωθρότητα, αλλά δύναμη γεμάτη,
εγκαταλείπομαι σ’ αυτό το διάστημα που λάμπει,
η σκιά μου επάνω στων νεκρών τις κατοικίες διαβαίνει
που με την άτονη, άρρωστη μεθίζει κίνησή της.

Μ’ εκτεθειμένη την ψυχή στου ηλιοστασίου τις δάδες,
σε υπερασπίζομαι λαμπρή, θαυμάσια δικαιοσύνη
του υπέρτατου, ηλιακού φωτός με τ’ ανοικτίτμονα όπλα!
Σε παραδίδω καθαρή στην αρχική σου θέση:
Αυτοπαρατηρήσου!... Αλλά το φως για ν’ αποδώσεις
ένα σκυθρωπόν ήμισυ από σκιά προϋποθέτει.

Ω μοναχά για με, σ΄εμέ μόνον, σ’ εμέ τον ίδιο,
εγγύτατα σε μια καρδιά, στου ποιήματος τις κρήνες,
ανάμεσα από το κενό και το συμβάν το γνήσιο,
προσμένω τον αντίλαλο του έσω σου μεγαλείου,
πικρόγευστη δεξαμενή, ηχηρή, σκοτεινιασμένη,
που πάντα ηχεί μες στην ψυχή μελλοντικό ένα κοίλον!

Ξεύρεις εσύ, αιχμάλωτη ψευδής των φυλλωμάτων,
κόλπε που τις ισχνές αυτές κιγκλίδες κατατρώγεις,
απόκρυφα εκθαμβωτικά, στα ολόκλειστα όμματά μου,
ποιό σώμα προς το τέλος του τ’ οκνό με παρασύρει,
προς την οστέινη αυτή γη ποιο μέτωπο το ελκύει;
Μια σπίθα εδώ στοχάζεται τους ιδικούς μου απόντες.

Όσιος, κλειστός, από φωτιά γεμάτος δίχως ύλη,
απόσπασμα χωμάτινο στο φως προσκομισμένο,
αρέσκομαι στον τόπο αυτόν, όπου πυρσοί δεσπόζουν,
μίγμα από δέντρα σκυθρωπά κι από χρυσό και λίθο,
όπου είναι τόσο μάρμαρο σε τόσες σκιές και τρέμει·
εδώ επάνω στους τάφους μου πιστός υπνώττει ο πόντος!

Σκύλα λαμπρή, απομάκρυνε τον κάθε ειδωλολάτρη!
Όταν μ’ ένα χαμόγελο ποιμενικό, μονήρης,
βόσκω για διάστημα μακρό, πρόβατα μυστηριώδη,
το ποίμνιο το κατάλευκο των ήρεμών μου τάφων,
τις φρόνιμες περιστερές διώξε από αυτό τον τόπο,
τα μάταια ονειροπολήματα, τους περίεργους αγγέλους!

Εδώ που τώρα βρίσκομαι το μέλλον είναι αργία.
Το έντομο κατακάθαρο την ξεραΐλα ξύνει·
τα πάντα κάηκαν, χώνεψαν κι ανεμοσκορπιστήκαν
δεν ξεύρω ούτε κι εγώ σε ποια αδυσώπητη ουσία…
Από απουσία η ζωή μεθά, κι όλο πλαταίνει,
κι είναι η πικρία γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα.

Καλά που βρίσκονται οι νεκροί κρυμμένοι μες στο χώμα
που το μυστήριο των ρουφά και τους ξαναζεσταίνει.
Η Μεσημβία εκεί υψηλά, η ασάλευτη Μεσημβρία
ενδόμυχα στοχάζεται κι αυτοσυνεννοείται…
Συμπληρωμένη κεφαλή και διάδημα υπερτέλειο,
μόνον εγώ είμαι η μυστική παράλλαξις εντός σου.

Να συγκρατεί τους φόβους σου άλλον από εμέ δεν έχεις!
Οι αμφιβολίες, οι τύψεις μου, κι όλες μου οι αδημονίες
αποτελούν το ελάττωμα στον μέγα αδάμαντά σου…
Αλλά μέσα στη νύκτα των που μάρμαρα βαρύνουν,
ένας αμφίβολος λαός, στων δέντρων πλάι τις ρίζες
είναι καιρός που ανέλαβε το μέρος σου βραδέως.

Έχουν αναλυθεί εντελώς σε μια πηκτή απουσία,
η κατακόκκινη άργιλλος το πάλλευκο είδος ήπιε,
μες στα λουλούδια της ζωής το δώρο έχει περάσει!
Πού των νεκρών ευρίσκονται οι γνωστές, εγκάρδιες φράσεις,
οι αβρές, μοναδικές ψυχές, η ατομική των τέχνη;
Η νύμφη κλώθει μέσα εκεί όπου επλάθοντο τα δάκρυα.

Των κοριτσιών οι τσιριξιές καθώς τα γαργαλάνε,
τα μουσκεμένα βλέφαρα, τα μάτια και τα δόντια,
το στήθος το γοητευτικό που παίζει με τη φλόγα,
το αίμα που σπινθηροβολεί στα πρόθυμα τα χείλη,
τα λοίσθια δώρα, οι δάκτυλοι που τα υπερασπίζουν,
όλα πηγαίνουν μες στη γη και στην παιδιά επιστρέφουν!

Κι εσύ μεγάλη μου ψυχή, μια ρέμβη περιμένεις
που πλέον αυτά τ’ απατηλά τα χρώματα δε θά `χει
που εδώ στα σάρκινα όμματα χρυσός και κύμα κάνουν;
Θα τραγουδάς κι εσύ άραγες όταν καπνός θα γίνεις;
Εμπρός! Φεύγει το παν! Μεστή είναι η παρουσία μου πόρους,
ακόμη θνήσκει κι η σεπτή η ανυπομονησία!

Αθανασία λιπόσαρκη, επίχρυση και μαύρη,
παρηγορήτρα φοβερά δαφνοστεφανωμένη
που κάνεις απ’ το θάνατο μητρικόν ένα στέρνο,
τον δόλο τον ευσέβαστο και την ωραίαν απάτη!
Ποιος που να μην ξεύρει, ποιος που να μην τ’ αποφεύγει,
το γέλιο αυτό το ατέρμονο και το κενό κρανίο!

Βαθείς πατέρες, μυστικοί, ακατοίκητα κεφάλια,
που κάτω από το υπέρμετρο τόσων φτυαριών το βάρος,
είστε η γη και συγχίζετε διαρκώς τα βήματά μας,
ο σκώληξ ο αναπάρνητος, ο αληθινός ο σκώρος
διόλου για σας που υπνώττετε στην πλάκαν αποκάτω
δεν είναι, αυτός ζει από ζωή, ποτέ του δε μ’ αφήνει!

Αγάπη, νά `ναι πιθανόν, ή του ευατού μου μίσος;
Τόσο σιμώνει προς εμέ το μυστικό του δόντι
που όλα μαζί τα ονόματα ημπορούν να του πηγαίνουν!
Τι όφελος! Βλέπει, βούλεται, ονειροπολεί και ψαύει!
Η σάρκα μου το ευχαριστεί κι ώς τη στρωμνή μου επάνω,
σ’ αυτό τον ζωντανόν εγώ κοιτάζω πως ανήκω!

Ω Ζήνων! Ζήνων μου σκληρέ! Ω Ζήνων μου Ελεάτη!
Μ’ έχεις μ’ αυτό το φτερωτό το βέλος διαπεράσει
που ξαπολιέται, πάλλεται και δεν πετά καθόλου!
Ο ήχος με ξαναγεννά και σφάζει-με το βέλος!
Αχ! Ο ήλιος… Για την ψυχή ποια σκιά χελώνας είναι,
ο Αχιλλέας ακίνητος με βήματα μεγάλα!

Όχι, όχι!... Ορθός στον άλυτον αιώνα μέγα στάσου!
Κορμί μου, σύντριψε πια αυτό το σκεπτικό το σχήμα!
Στήθος μου, ρούφηξε βαθιά τη γέννηση του ανέμου!
Μια δροσεράδα πραϋντική που η θάλασσα εξατμίζει,
μου ξαναδίνει την ψυχήν… Ω δύναμη από άλμη!
Για ν’ αναβλύσω ζωντανός, εμπρός! γοργά στο κύμα!

Ναι! Με παράνοιες, θάλασσα μεγάλη, προικισμένη,
ω δέρμα πάνθηρος στιλπνό και διάτρητη χλαμύδα
από πολλά, αναρίθμητα απεικάσματα του ήλιου,
ύδρα απόλυτη, απ’ την κυανή σάρκα σου μεθυσμένη,
που η σπινθηροβολούσα ουρά γυρίζει, σε δαγκώνει
μέσα σε κάποιο θόρυβο με τη σιωπή παρόμοιο,

σηκώνεται ο άνεμος!... Τη ζωή πρέπει να δοκιμάσεις!
Μου ανοιγοκλείνει ο απέραντος αέρας το βιβλίο,
το κύμα ως σκόνη αποτολμά απ’ τους βράχους ν’ αναβλύσει!
Πετάξατε, εκθαμβωτικές ολότελα σελίδες!
Κύματα, με χαρμόσυνα, φαιδρά νερά συντρίψτε
Τη στέγη αυτή την ήρεμη όπου βοσκούσαν φλόκοι!


Μετάφραση: Αναστάσιος Γιανναράς.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 512
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 21-12-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο