Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Γράφουμε για να μπορέσουμε
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130577 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Γράφουμε για να μπορέσουμε      
 
Στίχοι:  
Λουκάς Λιάκος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Η γραφή
ήταν ο συνδυασμός της φύσης
γύρω από το μελαγχολικό της παρουσίας σου το άδειο
μιας μορφής ταπεινωμένης
στο ελπιδοφόρο
στην εύκολη λύση
που αστράφτει και βροντά για όλους εμάς
όταν όλες οι πόρτες κλείσουν
ο συνωστισμός θα μας ξυπνήσει
σιγά-σιγά πνίγοντας το μικρό και το μεγάλο ταξίδι
έλα
αν και το σώμα σου έρχεται μετά
εσύ έλα να βλάψεις τώρα
δεν θα αλλάξεις τα πράγματα
για ποιο λόγο να το κάνεις άλλωστε;
το ‘χαμε αυτό συμφωνήσει
να μην αλλάξεις τα πράγματα
να γράφεις σαν ευγενής για αυτή την εικόνα
με πολυτέλεια να γράφεις σαν κλόουν
για τα ερείπια
για το χωρίς τίτλο κείμενο που σβήνει
και δικαιώνει
το μοβ και το μπλε του μπερδεμένου αίματος
στον πρόλογο ήταν
οι τελευταίες σελίδες
για όλους ήταν
και είναι ένα λιπαρό φαρμακείο
με πράσινα γράμματα άκρια του Lovie
με τα ροζ στρωμένο στο περιβολάκι
ψάχνοντας ακυρώνοντας ο άνεμος το φυσάει
με χάος στην οδό ολοκλήρωσης
ξεφυσώντας την εξαφάνισή του οι αράχνες το υφαίνουν
με μοναδικές προσφορές και χάσμα υπόγειο
ζεστό στο κρεβάτι
εξόριστο
σαν ύφασμα
σαν να μην ήξεραν
από αγκαλιά
σαν να μη γνώριζαν
σαν να μην έζησαν
στον ατμό της συνεχούς επανάστασης
τα μωρά
κι αυτά
πόσων χρονών το μυρίζουν;

το συναίσθημα στο σιδηρόδρομο του ‘68
στα δουλεμπορικά με τα συνθήματα του βάρους της εικόνας αρκετά!
τι αίθουσα τι θεατές τι ενόχληση λεν’ οι κυρίες
κι είχαν βάψει τα μάτια τους στην όχθη
αφού είχαν μιλήσει προηγουμένως για ώρες στο τηλέφωνο
περιγράφοντας το ευχάριστο τοπίο στα ρηχά εδώ στα ρηχά
έξι δέκα εκατό άνθρωποι ξεβράζονται
το μαύρισμά τους λέγεται
μελάνιασμα
παράκτια τους έχω δει παράκτια τους έχω διαβάσει
το φτιάχνουν
με πίνακες ερωτήσεων
ο καθημερινός τους πόνος out of …
απαιτώ λοιπόν
μιαν απάντηση
ο αγώνας μπορεί και να έχει χαθεί αναφωνώντας προσπάθεια
υποφέρω μπορώ χωρίς να μπορείς να το πεις με μια λέξη
δίνοντάς τα όλα
με τη θέλησή τους το ίδιο απόγευμα δίνοντας
γόπες μπουκάλια αλουμίνιο πιέζοντάς το
ώσπου ξαφνικά εμφανίζεσαι εσύ μπουρνούζι εσύ κουβέρτα αυτοί
να μη βλέπονται
και τα μάγουλά τους τα μάτια τους
αποξηραμένα στο τριχωτό του κρανίου
εάν υπάρχει θεός
εάν υπήρχε αυτός που τα γράφει
στιγμιαία θα πονάει εξαπλώνεται λέει
είναι τώρα εμφανές το δικό του έργο ή δώρο
βογκητό που κραυγάζει
προς τον ουρανό του προσώπου που σ’ έβλεπα
είσαι μέσα ακόμη;

η σκιά σου πλάϊ στο ασημί είναι το μόνο φως καταδικασμένο
να σβήνει για πάντα
σ’ έναν θεό χωρίς γνώση κι ερήμωση
κι είσαι ρεαλιστής όταν λες φτάνουμε κέντρο επιτέλους κοιτάζοντας έξω τη νύχτα
το εφήμερο της ταπείνωσης
μα ζωντάνεψε
στα προάστια είναι τεράστια λεπτή και χλωμή
η φρίκη όλη έχει έρθει
σαν το κερί που σε βλέπει κι αλλάζει ανόητα παρασύρεται λιώνει
σαν την υγεία σου στις άδειες παλάμες είμαι καλά μα και όχι
και σαν κάτι πράγματα πέρα και δώθε που φθάνουν
χωρίς τις καμήλες τους ο χαμός τους χωρίς εξουσία
ο άνεμος ο χειμώνας βαρύτερος και μόνο η γυναίκα νεότερη
γκρίζος εκείνος αυτή καστανά και γελώντας
καστανή και μαγεία στα χείλη
υπάρχει ένα αστέρι στους ώμους τους βγαίνουν φορώντας γυαλιά
ηλίου lime τα λεγόμενα πράσινα
πράσινου φυσικού λαχανικού
και νιώθουν ένοχοι μα όχι υπεύθυνοι προσπαθώντας
να διαβαστούν τα ανθρώπινα ενώ εσύ τα διάβαζες
ένιωσες το κατακάθι την αναγούλα
λυρικά ένιωσες το κλάμα και όλα τα γραμμένα με όρους
είπαν
για το έγκλημα χαμηλόφωνα
με όρια την ενοχή κι ωστόσο πελώρια ειδωμένη
κι εγώ ν’ αντιστέκομαι με τη σκέψη κάτω απ’ τα μάτια μου
μέχρι που να σιχαθείς τελικά θ’ αγαπάς την αντίφαση
στην ομόνοια ενοικιάζεται μπαρ
τιμή ευκαιρίας
στην πλατεία βικτωρίας
δεν θ’ αναγνωρίζεις κανέναν
ρήγας ή κάλβος στο στήθος κι εσύ
εμείς πες εμείς στη σειρά μικρά-μικρά σύννεφα ζωογόνα
θα κατεβάζουμε τα παντζούρια μας σαββάτο βράδυ
να το κάνουμε πάλι κερδίζοντας με δυσκολία κερδίζοντας
μια δυο ώρες πολύτιμου ύπνου κυριακής
εσείς κέντρο εμείς
πλένοντας τα παιδιά μας με τέφρα
κι απόστημα
πολυάσχολου προσωπείου
το σώμα τους να σκέφτεται με την έννοια
πως ενδιαφέρομαι με την έννοια ότι είμαι ρουθούνισμα
προσφοράς σε ρυθμό αργό και συχνότερο της ανάγκης
και μηχανικά η σάρκα να πάμε
λες δυτικά μια που δε γίνεται να βρεις το που βρίσκονται
τα προσπελάσιμα σύνορα
ξέρεις το ζούσα
πως δε πρόκειται να μ’ αρέσει το τέλος
και το τέλος αυτών των ανθρώπων
γι’ αυτό πες entertaintment
γιατί οι άλλοι πεθαίνουν
και συνέχισε εμείς δεν ήμασταν
εκεί να αποφανθούμε
για ένα σωρό πράγματα στον άλλο που σου μιλά
τα εισιτήρια τον ενδιαφέρουν τον άλλο
η μεσόγειος το μουστάκι και το μοτίβο
η ζωή του σαν βασιλιά
το κάθομαι και διατάζω
το όνομα και την αρχαιότητα που ορίζεται έτσι
ώστε να αναμιγνύομαι
να γράφω και να διαβάζω
δυο βήματα από το κιγκλίδωμα
με παιδιά κι ενήλικες περίπου περαστικούς
περίπου να επιτρέπονται τα φέρετρα και το θέαμα
γνωστό πως είμαστε πια στριμωγμένοι
το θέμα μας είναι τα χαρτιά
η κατεύθυνση οποιαδήποτε
τα κομμάτια μας σφίγγονται προς τη μεριά που μας δείχνει
σχοινί ή επιθυμία και ναύτες σε σκόνη
που κολυμπούν
προς το ουράνιο της απώλειας
το επουράνιο των μαλλιών μες στα φύλλα
ή αν πάλι προτιμάς τις ομπρέλες τις σκηνές και τα σάντουϊτς
ένα αγόρι ήταν ο ποιητής μια πεθαμένη Συρία
πάνω σ’ ένα μεγάλο κρεβάτι φερμένο σχεδόν με χαμόγελο
και σακούλες πολλές
τα πτώματα ποτέ δεν είναι πολλά
και ποτέ δε φτάνουν
απλώνονται μόνο
όπως τα κύματα σκέψου




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 288
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-04-2020


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο