Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131357 Τραγούδια, 269589 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Την ημέρα των αποθανόντων      
 
Στίχοι:  
Αλόνσο Νταμάσο
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ω! Δεν είσαστε βάθος από τρόμο και όνειρο,
νεκροί διάφανοι, νεκροί λαμπεροί,
νεκροί αθάνατοι,
κρυσταλλωμένες μονιμότητες
από ένα δοξασμένο υλικό αδαμάντινο!
Ω! ιδέες πιστότατες
στη δική σας ταυτότητα, εσείς, όντα μοναδικά
που σ’ αυτά κάθε στιγμή
δεν είναι μία κόκκινη δαγκωνιά από καρχαρία
μια προδοτική νυχιά από τίγρη!

Αχ! Εγώ δεν είμαι,
εγώ δε θα είμαι
μέχρι να είμαι
όπως εσείς, νεκρός!

Εγώ πεθαίνω, πεθαίνω την κάθε στιγμή,
χαμένος απ’ τον εαυτό μου,
απών από τον εαυτό μου,
μακριά από τον εαυτό μου,
κάθε φορά πιο χαμένος, πιο μακρινός, πιο απών.
Τι φρικτό ταξίδι, τι εφιάλτης χωρίς επιστροφή!
Σε κάθε στιγμή η ζωή μου διασχίζει ένα ποτάμι,
ένα νέο, απέραντο ποτάμι που χύνεται
στη γυμνή αιωνιότητα.
Εγώ ο ίδιος είμαι του εαυτού μου ο βαρκάρης,
και κάθε στιγμή ο βαρκάρης μου είναι άλλος.

Όχι, δεν το γνωρίζω, δεν ξέρω ποιο είναι εκείνο το παιδί!
Ούτε και ξέρω καν εάν είναι ένα παιδί ή μια λεπτή φλόγα από αλκοόλ
που πάνω της ο ήλιος και ο άνεμος χτυπούν.
Και το βλέπω μακρινό, τόσο μακρινό χαμένο μες στο δάσος,
κρυφά καταδιωγμένο από τα πιο αιμοβόρα τσακάλια
κι από τη λύκαινα με τα πεταχτά αυτιά και τα αθόρυβα πόδια που
πρέπει επιτέλους να το καταβροχθίσουν,
να διασκεδάζει με τα σαμιαμίδια και τις πεταλούδες,
τόσο μακρινό,
που νιώθω γι αυτό μία τρυφερότητα πατρική,
που χτυπά γι αυτό η καρδιά μου, ξαφνικά,
όπως τώρα όταν κάποιο από τα ανιψάκια μου γέρνει
πάνω από τη λιμνούλα του κήπου μου,
γιατί ξέρω πως στο βάθος, μέσα από τα χρωματιστά ψάρια,
βρίσκεται ο θάνατος.
(Με φωνάζουν; Κάποιος με φωνή γλυκύτατη με φωνάζει
Δεν πρόφερε κάποιος το όνομα μου;
Δεν είναι για σένα, δεν είναι για σένα. Είναι για κείνο το παιδί.
Γλυκό κάλεσμα που ακούστηκε, κι έχει πεθάνει!)

Ούτε ξέρω ποιο είναι εκείνο το σκληρό, εκείνο το τερατώδες αγόρι
πλαγιασμένο στο κατώφλι απ’ τις ταβέρνες,
αλλόφρον τα ξημερώματα στα σοκάκια με τις πόρνες,
μελαγχολικό όπως μια ύαινα θλιμμένη,
δοκησίσοφος γραφιάς εναντίον σου, μεγάλε Θεέ μου αληθινέ,
εναντίον σου, που έκανες σιγά σιγά να ανέβει σ’ αυτόν η ζωή
μ’ εκείνη τη γλυκιά, διεγερμένη τύφλωση
που κάνεις ν’ ανεβαίνουν την άνοιξη οι χυμοί και στα
πιο τρυφερά δεντράκια.

Ω! Πάρτε μου, διώξτε μου αυτό το γκροτέσκο εφιάλτη, εκείνο το θλιμμένο
αστείο!
Ναι! Διώξτε μου αυτόν το θλιβερό παιδαγωγό, το λίγο πολύ επιφανή
εκείνο τον γελοίο και κουστουμαρισμένο κύριο,
ανεβασμένο σ’ ένα βάθρο στο ανοιξιάτικο πρωινό,
με τα δάχτυλα λεκιασμένα από την πιο όμορφη κιμωλία
εκείνο το τέρας, εκείνο τον τεράστιο σκοτεινιασμένο,
παράφρονα στίφτη νεανικών εγκεφάλων,
τον αφοσιωμένο να βιδώνει πυώδεις φθόγγους
στα μεγαλόπρεπα αδιαπέραστα, μέτωπα
εφήβων ποιητών, τα κουρνιασμένα μπροστά του σαν ψαρόνια
στα σύρματα του τηλέγραφου,
και στα ανθοφορεμένα μάγουλα
γλυκών κοριτσιών με άρωμα από νάρκισσο
σαν σύννεφα ρόδινα που θα διάβαζαν Ρομάντζα.
Ναι! Είναι φαντάσματα. Φαντάσματα: σκόνη και αέρας.
Δε γνωρίζω εκείνο το παιδί ούτε εκείνο το νεαρό τσακάλι,
ούτε εκείνο τον θλιμμένο κιτρινωπό παιδαγωγό.
Δεν τους γνωρίζω. Δεν ξέρω ποιοι είναι.

Και, τώρα,
στα 45 μου χρόνια,
όταν αυτό το κορμί ήδη αρχίζει να με βαραίνει
σαν ένας σάκος από χλόη ξερή,
να `μαι εδώ και ξαφνικά
σηκώθηκα από το σωρό με τις σαπίλες,
γιατί το χέρι του Θεού με άγγιξε,
γιατί μου είπε να τραγουδήσω:
γι’ αυτό τραγουδώ.

Αλλά αύριο, σήμερα ίσως, αυτή τη νύχτα
(πότε, πότε Θεέ μου;)
πρέπει να ξαναγίνω όπως ήμουν πριν,
φύλλο ξερό, άδειο κονσερβοκούτι, στείρο κόπρανο,
υλικό αδρανές, πέτρα κυλισμένη του μονοπατιού.
Και πια δεν βλέπω μακριά από ποιες άκαμπτες λεωφόρους,
από τι γέφυρες χαμένες μέσα σε κοκκινωπή ομίχλη,
περπατά ένας φτωχός γέρος, ένας θλιμμένος σάκος από χλόη που
ήδη αρχίζει να σαπίζει,
αντέχοντας πάνω στους αγχωμένους ώμους του
το χλωμό φως από τα πιο θολά ηλιοβασιλέματα,
το φως σταχτί από τις αναμνήσεις του σαν κουρέλια σε
ζύμωση,
διστακτικός, μαστιγωμένος από την χιονοθύελλα,
με την ψυχή του καταπονημένη, θλιμμένη, ταραγμένη και υγρή
σαν ένα κασκόλ γκρι που το παρασύρει ο άνεμος.

Όταν σκέφτομαι αυτά τα πράγματα,
όταν παρατηρώ την θλιμμένη μου μιζέρια από προνύμφη που
ακόμα ζει,
γυρνάω σε σας, πλάσματα τέλεια, υπάρξεις μυρωμένες
από εκείνο το απαλό λάδι,
από μυρωδιά χορταστικότατα γλυκιά, που είναι ο θάνατος.
Τώρα, το απόγευμα αυτής της μεταξένιας μέρας
που ο Νοέμβρης πυρπολεί τον κήπο μου,
μες στη γαλήνη, μέσα στο αργό μετάξι
από το κίτρινο φιλτραρισμένο φως,
φώς παραδομένο
από φευγαλέο ήλιο,
που το κίτρινο φύλλωμα
εξυψώνει μέχρι τις δόξες
του στοιχειώδους κίτρινου του πρώτου
(όταν ακόμα ήταν ένα άρωμα η θλίψη)
και όπου ο αέρας
είναι μία πισίνα από κίτρινη απαλότητα,
ταραγμένη μόνο από την πτώση κάποιου παράξενου φύλλου
που με αργές σπείρες κίτρινες
μεγαλόπρεπα
ψάχνει έτσι τον χλιαρό κόρφο
της γης, όπου θα πρέπει να σαπίσει,

τώρα, στοχάζομαι μόνος με το κίτρινο φως,
και, απών, κοιτώ τόσο και τόσο περιβόλι
όπου ευλαβικότατα σας έχουν σπείρει
με την ελπίδα μιας σοδειάς αιώνιας.
Σήμερα η πένθιμη σειρά, η ατελείωτη σειρά
από συγγενείς και φίλους
σας φέρνει λουλούδια, σας ανάβει καντηλάκια.

Αχ, επιτέλους, θυμούνται πως μια μέρα αιφνίδια ο αέρας
χτύπησε εξαγριωμένος τα παράθυρα του σπιτιού τους,
πως φορές, τις μικρές ώρες στο μονοπάτι
λάμπουν μέσα στα δέντρα μάτια φωσφορίζοντα,
πως γεννιούνται σε ρυπαρά υπνοδωμάτια
παιδιά με έναν όρχι, πέντε μπράτσα και με οπλές καμήλας,
πως υπάρχει ένας ωχρός τρόμος στο μεδούλι των ψυχών τους,
πως δίπλα στις ζωές τους υπάρχουν ανοιχτά κάποια απέραντα
πηγάδια, κάποια τρομακτικά κενά,
κι εδώ έρχονται σήμερα να σας επικαλεστούνε, να σας κατευνάσουν.

Α! επιτέλους , επιτέλους, σας θυμήθηκαν!
Αυτοί θα ήθελαν να σας κάνουν σήμερα να ζείτε, να σας κάνουν να ξαναζήσετε
στην ανάμνηση,
να σας κάνουν να πάρετε μέρος στην κουβέντα τους, να απολαμβάνετε το
κολατσιό τους, και να μοιράζεστε το φλασκί τους
(Αχ, ναι, και φορές κρεμούνε
ως είς ανάμνησιν μιας "ασχήμιας σχεδόν λάγνας",
την κιτρινισμένη φωτογραφία ενός κυρίου,
μουστάκι ισχνό, παντελόνια ασιδέρωτα, μεγάλη αλυσίδα
κρεμασμένη πάνω στην πρησμένη του κοιλιά.)
Αυτοί θα ήθελαν να σας βοηθήσουν, να σας σώσουν,
να μετατρέψουν σε ζωή, σε αλλαγή, σε ροή, τη παγωμένη σας
βουβαμάρα.
Αχ, αλλά εσείς δεν μπορείτε να ζήσετε, εσείς δεν ζείτε:
εσείς υπάρχετε.
Ίδιοι με το Θεό, που δεν ζει, που υπάρχει: Ίδιοι με το Θεό.
Μόνο εκεί όπου υπάρχει θάνατος μπορεί να υπάρχει η ζωή,
ω! νεκροί αιώνιοι.
Ω! Ποτέ δε θα σας σκεφτώ, αδέλφια, πατέρα, φίλους, με
την ανθρώπινη σάρκα μας, στην καθημερινή υποτέλειά μας,
σε συνήθεια ή αρέσκεια παρόμοιες
με τις θλιμμένες σας μέρες από χρυσαλλίδες.
Όχι, όχι. Εγώ σας σκέφτομαι φώτα όμορφα, άστρα,
σταθερούς αστερισμούς
σ’ έναν ουρανό απέραντο, όπου κάθε λεπτό,
αμέτρητοι πολυέλαιοι φωτίζουν.

Ω! Όμορφα φώτα,
ρίχτε την γαλήνια ακτινοβολία σας
πάνω στους θλιμμένους, που ζούμε.
Ω! δοξασμένο φως, ω διαπρεπής διάρκεια.
Ω! απαραβίαστες θάλασσες χωρίς καταιγίδα,
χωρίς παλίρροια, χωρίς γλυκιά εξάτμιση,
μέσα στον άλλο παγκόσμιο ωκεανό της γαλήνης.
Ω! παρθενικές νότες μοναδικές, απεριόριστα παρατεταμένες
χωρίς παραλλαγή, χωρίς αέρα, χωρίς αντήχηση.
Ω! ιδέες καθαρότατες μέσα στον απαράλλακτο νου του Θεού.

Αχ, εμείς είμαστε ένας τρόμος από αίθουσες εσωτερικές
σε σπηλιές χωρίς τέλος.
Ένα ψυχορράγημα από θαμμένους που ξυπνάνε τα
μεσάνυχτα,
μια ροή υπόγεια, ένας εφιάλτης μαύρου νερού
μέσα από ανθρακωρυχεία,
από νερό θλιμμένο, αυλακωμένο από τις πιο αργές λάμπραινες,
εμείς είμαστε ένας αχνός θανάτου,
ένα θλιβερό κονσέρτο από μακρινούς γκιόνηδες από δυσοίωνα
νυχτοπούλια από τις πιο μυστικές κουκουβάγιες.
Εμείς είμαστε σαν τρομερές πόλεις που θα είχαν
ζήσει πάντα σε μπλακ άουτ,
πάντα σπαραγμένοι από τα απρόσμενα ουρλιαχτά
των μοιραίων σειρήνων.
Εμείς είμαστε μια μάζα πολύποδες και πλοκάμια, που
προχωρά στο σκοτάδι με τρομερούς πειρασμούς.
τερατώδεις, θλιμμένες, μαυροφορεμένες αμοιβάδες.

Ω! τάξη, ώ ουρανέ, ώ αυστηρότητα,
ω λαμπρότητα σταθερή!
Ας τραγουδήσει, λοιπόν, η χαρούμενη φλόγα, ας τραγουδήσει
το φλάουτο και η τούμπα
τα αθώα σας Επιφάνεια,
παρουσίες που ενισχύετε την πικρή προσπάθεια μου!
Τραγουδήστε, ναι, τραγουδήστε,
τη δόξα της ύπαρξης σας!
Ας μείνει σε μας
θολό ζειν, τρόμος νυχτερινός,
αγωνία των ωρών.

Ας τραγουδήσουν, ας τραγουδήσουν η σάλπιγγα και το τύμπανο!
Εσείς είσαστε οι άγρυπνοι, οι διάφανοι,
οι σταθεροί.
Εμείς είμαστε μια νεροποντή από άμμο,
εμείς είμαστε αμμόλοφοι στην ακτή,
που τους κάνουν να γυρνούν οι άνεμοι και τα κύματα,
εμείς, ναι, αυτοί που είμαστε κουρασμένοι,
εμείς, ναι, αυτοί που νυστάζουμε.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 413
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 17-03-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο