Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130273 Τραγούδια, 269346 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων - 1984       
 
Στίχοι:  
Κώστας Καρυωτάκης
Μουσική:  
Μίκης Θεοδωράκης


Από θεούς κι ανθρώπους μισημένοι
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια κι αργυρή.
Οι Ουγκό με "Τιμωρίες" την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
"Ποιος άδοξος ποιητής" θέλω να πούνε
"την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;"




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: 100%  (4 ψήφοι)
      Αναγνώσεις: 13246
      Σχόλια: 4
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Δισκογραφία 
 
[1] Καρυωτάκης
1984
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 20-11-2005
   μουσόφιλος
30-05-2018 02:47
Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή «Νηπενθή» (1921), που ήταν η δεύτερη ποιητική του συλλογή. Ο Καρυωτάκης ήταν τότε νεαρός ποιητής, αλλά δε βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε. Την αναγνώριση όμως του έργου του από την κριτική δε θα τη γνωρίσει ούτε όσο ζούσε. Θα χρειαστεί να μεσολαβήσει ο τραγικός του θάνατος, για να περάσει κι ο Καρυωτάκης στην αθανασία. Είναι φανερό πως το ποίημα γράφτηκε υπό την επίδραση μιας παρόμοιας συναισθηματικής κατάστασης, που παρουσιάζει τον ποιητή αλληλέγγυο με όλους τους περιφρονημένους κι άδοξους ποιητές των αιώνων.
Ο Καρυωτάκης συνθέτει την μπαλάντα του αυτή για να τιμήσει όλους εκείνους τους επίδοξους ποιητές που παρά τις προσπάθειές τους δεν κέρδισαν και δεν πρόκειται να κερδίσουν την πολυπόθητη αναγνώριση. Χιλιάδες ποιητές, οι οποίοι είτε γιατί το έργο τους δεν είχε ιδιαίτερη αξία είτε γιατί δεν έλαβε την αναγκαία προσοχή, μένουν στην αφάνεια και ξεχνιούνται, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς γι’ αυτούς και το έργο τους.
Στους άδοξους ποιητές των αιώνων, βέβαια, συγκαταλέγει ο Καρυωτάκης και τον εαυτό του, μιας κι η πρώτη του ποιητική συλλογή δεν είχε την ανταπόκριση που προσδοκούσε. Έτσι, κρίνοντας από την πρώτη του προσπάθεια και μη γνωρίζοντας φυσικά τη διάδοση που θα αποκτούσαν τα ποιήματά του στο μέλλον, ο ποιητής αντικρίζει απογοητευμένος το ενδεχόμενο της αποτυχίας.
Το ποίημα γενικότερα και οι δύο πρώτες στροφές ειδικότερα ξεκινούν με αναφορές σε πολύ σημαντικούς ποιητές, οι οποίοι επηρέασαν με το έργο τους την ποιητική τέχνη και απέκτησαν μεγάλη φήμη. Ποιητές, όμως, που παρά το γεγονός ότι κατέκτησαν αιώνια δόξα, έζησαν πολύ δύσκολες καταστάσεις και γνώρισαν μεγάλες δυστυχίες. Έτσι, ο Καρυωτάκης προτάσσει το τίμημα της δόξας των γνωστών ποιητών, καθιστώντας σαφές πως η ποιητική καταξίωση δε σημαίνει απαραίτητα και προσωπική ευτυχία.
Τα πάθη, η εκκεντρικότητα, οι πολιτικές και προσωπικές πεποιθήσεις που έδωσαν μια ιδιαίτερη χροιά στην ποίηση των μεγάλων ποιητών, είναι παράλληλα κι οι αιτίες που τους οδήγησαν στη δυστυχία και τον κατατρεγμό.
Η θυελλώδης σχέση του Βερλέν με το νεότερό του ποιητή Άρθουρ Ρεμπό, είχε ως αποτέλεσμα να πάρει διαζύγιο απ’ τη γυναίκα του και να φυλακιστεί για δύο χρόνια, όταν μεθυσμένος χτύπησε το νεαρό σύντροφό του. Η ζωή του Βερλέν θα σημαδευτεί από τις καταχρήσεις και από τις συνεχείς περιπέτειες που προέκυπταν απ’ την αστάθεια στον επαγγελματικό και προσωπικό τομέα.
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι οι Βερλέν - ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί πληθυντικό για να συμπεριλάβει στο παράδειγμα του συγκεκριμένου ποιητή κι άλλους σημαντικούς δημιουργούς που είχαν παρόμοια προβλήματα στη ζωή τους.
Σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί: με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής υπονοεί την έντονη αλλαγή στη ζωή του Βερλέν, ο οποίος παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια και είχε τη δυνατότητα να ζήσει έναν οικονομικά άνετο βίο, κατέληξε φτωχός να πασχίζει για την οικονομική του επιβίωση.
Ο Βερλέν, επομένως, παρασυρμένος από το πάθος του για τον Ρεμπό, κατέστρεψε το γάμο του και τις επαγγελματικές του προοπτικές, αντιμετωπίζοντας μια σειρά προβλημάτων, κέρδισε όμως τον πλούτο μιας σημαντικής ποιητικής παραγωγής.
ρίμα πλούσια και αργυρή: Στο στίχο αυτό έχουμε το σχήμα της συνεκδοχής, υπό την έννοια πως ο ποιητής αντί να χρησιμοποιήσει τον όρο ποιήματα, για να αναφερθεί στην ποιητική δημιουργία, χρησιμοποιεί ένα γνώρισμα της ποίησης, την ομοιοκαταληξία.
Στους στίχους αυτούς, επίσης, έχουμε μια σειρά μεταφορών: πικρή, μαραίνονται, ρίμα πλούσια και αργυρή.

Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπήρξε ένας από τους πιο ένδοξους ποιητές και συγγραφείς της Γαλλίας, με παγκόσμια αναγνώριση, που είχε την ευτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του να γνωρίσει την αποθέωση από τους συμπατριώτες του.
Το 1851 ο Ναπολέων Γ΄ θα αναδειχθεί με πραξικόπημα αυτοκράτορας της Γαλλίας κι ο Ουγκώ, αφού εκφράσει με έντονο τρόπο την εναντίωσή του, θα αυτοεξοριστεί από τη χώρα, για να γλιτώσει τη δίωξη από το νέο αυτοκράτορα.
Με τη συλλογή Τιμωρίες ο ποιητής θα επικρίνει τον Ναπολέοντα Γ΄ και θα προαναγγείλει την επικράτηση της δημοκρατίας στη Γαλλία. Με τους αυστηρούς στίχους του είναι σα να προκαλεί ο ποιητής την τιμωρία του από τους θεούς, αφού στρέφεται κατά του Αυτοκράτορα, που είχε τη δύναμη να τον εκδικηθεί.
Η εικοσαετής αυτοεξορία είναι το τίμημα που θα πληρώσει ο Ουγκώ για τις αντιμοναρχικές απόψεις του και για την επιθυμία του να δει τη Γαλλία δημοκρατούμενη.

Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Ο Καρυωτάκης, πάντως, παρά τις δυσκολίες που βίωσαν οι σημαντικοί ποιητές θεωρεί πως είχαν τουλάχιστον την ευκαιρία να δοξαστούν και να διασώσουν το όνομά τους από τη λήθη, γι’ αυτό και θέλει να αφιερώσει τη λυπητερή μπαλάντα του, στους άδοξους ποιητές.
Στο ποίημα του Καρυωτάκη λανθάνει μια σύγκριση ανάμεσα στους ένδοξους και τους άδοξους ποιητές, όπου οι πρώτοι έχουν τη φήμη τους ως αντιστάθμισμα για τα βάσανα της ζωής τους, ενώ οι δεύτεροι δεν έλαβαν καν αυτή την παρηγοριά. Έτσι, ο ποιητής επιχειρεί να ισορροπήσει αυτή την αδικία, αναλαμβάνοντας να συνθέσει ένα ποίημα για όλους τους ομοτέχνους του που παρά τις προσπάθειές τους ξεχάστηκαν πλήρως.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.

Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής κάνει μια πιο σύντομη αναφορά στους ένδοξους ποιητές κι αφιερώνει περισσότερους στίχους στους άδοξους.
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε υπήρξε σημαντικότατος συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος είχε στη ζωή του πολλές οικονομικές δυσκολίες, ενώ ο θάνατος σε νεαρή ηλικία της συζύγου -και πρώτης ξαδέρφης του- τον οδήγησε στον αλκοολισμό.
Ο Κάρολος Μποντλέρ, αν και στην πορεία αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές, κατά τη διάρκεια της ζωής του αντιμετώπισε έντονα οικονομικά προβλήματα, εξαρτήσεις και φυσικά τη δριμεία κριτική για το τολμηρό περιεχόμενο των ποιημάτων του.
Η δυστυχία και η αδυναμία βίωσης της ζωής στην πληρότητά της, χαρακτηρίζουν τους ένδοξους ποιητές (εζήσανε νεκροί: οξύμωρο σχήμα), οι οποίοι πάντως ανταμείβονται με την αθανασία. Το όνομά τους θα μείνει για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων, καθώς μέσα από το έργο τους κατόρθωσαν να συγκινήσουν και να εμπνεύσουν το αναγνωστικό κοινό.

Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι άδοξοι ποιητές, τους οποίους σκεπάζει το σκοτάδι και κανείς δε μιλά γι’ αυτούς, μιας και το έργο τους δεν είχε ποτέ την αναγκαία αξία για να τους χαρίσει τη φήμη.
Οι στιχουργοί αυτοί -ο Καρυωτάκης δεν τους αποκαλεί ποιητές, για να τονιστεί πως το έργο τους δεν είχε τις απαιτούμενες ποιητικές αρετές- στιχουργούνε ανάξια∙ γράφουν στίχους, που δεν έχουν καμία αξία. Εντούτοις, ο ποιητής τους προσφέρει την μπαλάντα του, ως ένδειξη τιμής, για την προσπάθεια που ενσυνείδητα, αλλά μάταια κατέβαλαν.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Η τρίτη στροφή του ποιήματος ασχολείται αποκλειστικά με τους άδοξους ποιητές, σε μια προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να παρουσιάσει πληρέστερα τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ποίηση, χωρίς ποτέ να βρουν την αναγνώριση που προσδοκούσαν.
Οι επίδοξοι ποιητές βρίσκονται αντιμέτωποι με την περιφρόνηση του κόσμου, υπό την έννοια πως δεν έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν φήμη και να γνωρίσουν την επιτυχία, παρά τη μεγάλη αφοσίωση που δείχνουν στο έργο τους. Έτσι, μπροστά στην περιφρόνηση των άλλων οι επίδοξοι ποιητές διατηρούν την περηφάνια τους, έχοντας πάντοτε την ψευδαίσθηση πως η Δόξα τους περιμένει, και αργά ή γρήγορα θα δικαιωθούν για τις θυσίες που έκαναν.
Ο Καρυωτάκης τους χαρακτηρίζει «χλωμούς» θέλοντας να αποδώσει την κούραση και τη διαρκή απομόνωση των ανθρώπων αυτών, που αφιερώνουν όλο τους το χρόνο στην ποιητική τέχνη.
Οι προσδοκίες τους, όμως, διαψεύδονται κι ο ποιητής γνωρίζει πως στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να μάθει για τους επίδοξους αυτούς ποιητές, οι οποίοι θα παραμείνουν στην αφάνεια, μιας και δεν είχαν τίποτε το ουσιώδες να προσφέρουν με τους στίχους τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αφιερώνει τη μπαλάντα του, θέλοντας να τους αποδώσει την ελάχιστη αυτή τιμή, για τις φιλότιμες, αλλά μάταιες προσπάθειές τους.
Ο Καρυωτάκης τονίζει εκ νέου πως η μπαλάντα του είναι θλιβερή (στην πρώτη στροφή την είχε χαρακτηρίσει λυπητερή), καθώς πρόκειται για ένα ποίημα που επιχειρεί να αποτυπώσει όλο τον πόνο και την απογοήτευση των χιλιάδων δημιουργών που ανά τους αιώνες πόθησαν να καταξιωθούν με το ποιητικό έργο τους, αλλά ποτέ δεν το κατάφεραν.
Συνάμα, η μπαλάντα αυτή εκφράζει και την απογοήτευση του ίδιου του ποιητή, που παρά τις προσδοκίες του, δεν κατόρθωσε με τη μέχρι τώρα δημιουργία του να λάβει αναγνώριση και τιμή.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Η τελευταία στροφή της μπαλάντας του Καρυωτάκη εκφράζει με μιαν αντίφαση την προσδοκία του για το μέλλον. Ενώ, δηλαδή, ο ποιητής θέλει να διατηρηθεί το έργο του και σε μελλοντικές εποχές, γεγονός που θα σήμαινε αναγνώριση της αξίας του, εντούτοις εκφράζει την επιθυμία να αναρωτηθούν οι μελλοντικοί αναγνώστες ποιος ήταν ο άδοξος ποιητής που συνέθεσε αυτή την πενιχρή μπαλάντα για τους άδοξους ποιητές.
Η αμφιθυμία αυτή του Καρυωτάκη εκφράζει τις αντικρουόμενες ελπίδες και ανησυχίες του, καθώς ενώ πιστεύει πως το έργο του δε θα ξεχαστεί, έχει συνάμα και το φόβο πως δεν πρόκειται τελικά να αποκτήσει τη φήμη που επιθυμεί [https://latistor.blogspot.com].
   Avellinou
21-05-2015 14:09
https://www.youtube.com/watch?v=tb_n7T1ApfY
   katerinakon
30-03-2008 06:01
to myalo sou kai mia lyra

   Ανώνυμο σχόλιο
23-03-2006
akatin kala tin villa tou tarzan


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο