Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η ηλικία της νύχτας
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130389 Τραγούδια, 269368 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η ηλικία της νύχτας      
 
Στίχοι:  
Βαγγέλης Τασιόπουλος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


ΑΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

βαγγελης

.

Ο Βαγγέλης Τασιόπουλος γεννήθηκε στο Μελιγαλά της Μεσσηνίας. Σπούδασε παιδαγωγικά, ειδική αγωγή και ελληνικό πολιτισμό και εργάζεται στην εκπαίδευση. Έχει εκδώσει 8 ποιητικές συλλογές, 9 βιβλία για παιδιά και έχει μεταφράσει γύρω στα 60 παιδικά βιβλία.

Ποιητικές Συλλογές: (8)

Η εποχή της Άνοιξης, 1983
Το Νέον της Οδού, 1987
Το δάκρυ του Πολύφημου, 1992
Η μνήμη της σιωπής, 1995,
Οι Λάμιες του θολού βυθού, 1999
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1979-1995, 2000
Γράνα, 2007
Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων 2017

Βιβλία για παιδιά: (9)

Δρακοντομυστικό, 1997
Κόσμο λένε την αυλή μας, 2000
Χίλιοι μύθοι ένα μαρούλι, 2000
Ο καλικάντζαρος που έχασε το δρόμο, 2000
Μύθοι από τους μύθους του Λαφονταίν 2001
Ο Τούφας στο Μεγάλο Δάσος, 2003
Η συμμορία του ΠΟΥΡ ΠΑΣ, 2006
Γιατί απέναντι; 2013
Τα καινούρια μου πόδια, 2015

Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2003) Ο Τούφας στο μεγάλο δάσος

Μεταφράσεις παιδικών (60)

ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ

1-ΒΙΒΛΙΑ - 0002

1-ΒΙΒΛΙΑ - 0001
ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΥΧΡΗΣΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ (2017)

Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ

Γάτοι τυμβωρύχοι τα παράθυρα μοιράσανε και
κάθε τόσο ξύνουνε τις ιστορίες τους οι αυτόχθονες·
είχαν αναχωρήσει προ πολλού κι οι μνήμες
ασθενούσαν, θάλασσες στεριές κι αιώνες η απόσταση.
Κράτησαν ζωντανή την εμφύλια διαμάχη,
τους διωγμούς, το χρέος, τη νίκη, αναγεννηθέν
το έθνος μ’ ασβέστη μπόλικο υποκρισία και
παιάνες σε πανηγύρια στέναζε, δεκαδικά μιας
ζωής που αναστέλλεται με προεξάρχουσα την
ακέραια βία. φυλά το νυχτοπούλι τα ερείπια στα
όνειρα: το ανάθεμα πληγή/ λύσις της συνέχειας,
ακούω το λαχάνιασμα του έμπειρου λαγού και
ταξιδεύω την αγρύπνια μου στο χάος, «οι έφοδοι
πάντα στις ρωγμές κι η καταβύθιση στην πρώτη
αρχή μ’ απελευθέρωναν, ήταν το βάθος η ηλικία
της αθωότητάς μου» ομολογούσε ο σοφός
πρίγκιπας με τα γαλάζια μάτια μελετώντας το βουνό
που άφηνε την ηδονή στη θάλασσα. Ήρεμα
γλιστρούσε τότε η βάρκα στα νερά απόθετε ο
ψαράς τις προσδοκίες κοιτάζοντας το έρημο φεγγάρι
και ξαναγύριζε στη σπουδή της ερωμένης
του η ηδονή του, βρεγμένα χείλη, αφρόψαρα
και ταραχή μεγάλη, γυναίκα εφήμερη ξοδεμένη
σε μια νύχτα ο καημός του.
ΑΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑ

Με την πεποίθηση πως ήταν τυχαία όλα αυτά
άναψε το τσιγάρο.
Η οχλοβοή του δρόμου ανακατευόταν με το
ξάφνιασμα της συνάντησης.
Τα τελευταία ψιλά χύθηκαν στα βήματα και
χάθηκαν.
Όσο μπορώ επιστρέφω, σκέφτηκε.
Είχε τρυγήσει το αμπέλι από τότε που είδε να
χάνεται σκιά στον παρακείμενο λίβα
κι έπειτα να ταπεινώνεται στ’ αθόρυβα
με τις επιμειξίες.
Το στολισμένο μπαλκόνι, τα γαλάζια παράθυρα
κι ο οργασμός της βουκαμβίλιας.
αυτή αναρριχόμενη.
Κάθε νύχτα που ανοίγεις την εφημερίδα για τα
μπαγιάτικα νέα,
κάποιος χτυπά το ρόπτρο
κι εσύ αποφασίζεις: από συνήθεια.
ΟΙ ΜΠΑΛΑΝΤΕΣ ΤΩΝ ΕΥΧΡΗΣΤΩΝ
ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

Εύκολα λες ειδήσεις για τα πράγματα
μιλάς για την ποιοτητα των υλικών
τις επιστρώσεις του μετάλλου
το άχρηστο μέρος των αισθήσεων.
Η αδεξιότητά σου φυσικά περιορίζεται
σε κάθε απόπειρα του νου να φανταστεί
και μένει αξόδευτη
ώσπου να τρέξουν τα φουγάρα μαύρη λάσπη
κι οι εορτοφόροι αθίγγανοι
να υποψιαστούν της ιστορίας το τέλος.

Έτσι λοιπόν
τις μέρες που ξεχνούσανε τα σύννεφα
οι σαλτιμπάγκοι αρπάζαν τα σκοινιά
κι ασκούνταν στη σιωπή
ανέβαιναν τις κλίμακες της μουσικής
με τις μπαλάντες τους
αντάλλασσαν οιμωγές και χάχανα ενίοτε.
Το πλήθος τους επευφημούσε —πόσο κοντά
η χαρά κι ο θάνατος—
όσα σκαρφίζονταν παράτολμα για λίγη δόξα.
Ύστερα τρύπωναν στα σπίτια τους
έπαιρναν θέση στο τραπέζι και πριν αρχίσει καν
η προσευχή αποκαλύπτονταν.
Ρουφούσαν το κρασί των θεατών τους
κατασπάραζαν τα πλούσια ελέη τους
μοιράζονταν τον πλούτο τους για λίγο κίνδυνο.
Ικανοποίηση πουλούσαν ακριβά
στο αποτρόπαιο μέλλον τους
με βασκανίες και θαύματα
κέρδιζαν το ψωμί τους.
Ήξεραν πια οι προμηθευτές
πως ό,τι ζητήσουν θες από φόβο
θες από ντροπή θα τους το δώσουν.
Θλιμμένοι αστακοί οι ονειροβάτες
δόξαζαν πάντοτε την ευτυχία της στιγμής,
κυρίως για τους άλλους,
εφόδιό τους η ηδονή
σε ό,τι αντίκειται στη φύση των πραγμάτων.
Ο ΕΡΩΤΑΣ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΩΡΑ (μονόλογος)

2.

Γιατί τόσες γυναίκες; Φαίδρα, Ανδρομάχη,
Ερατώ, Ευρύκλεια, Μελπομένη, Διοτίμα… Δεν
είναι δίκαιο ν’ αναζητούν με τους ραβδούχους το
υλικό που αιφνιδιάζει την αγάπη. Ώσπου οι
ακίδες να εισχωρήσουν στο κορμί να φωτοσυνθέσουν
πάλι τα φυτά κι οι ξένοι ν’ αφουγκραστούν
τον κρότο του συνδέσμου που διαλύεται εν όψει.
Είναι ένα θέμα μολονότι η κάθε μια τους, και
πώς θα ήταν άλλωστε εφικτό, ιδέα δεν είχαν για
ό,τι επακολούθησε. Οι μαρτυρίες το βεβαίωσαν
κατά την περίοδο της αστυφιλίας, έως τότε άλλα
πίστευαν οι αδαείς. Οι εξελίξεις ήσαν ραγδαίες,
όπως τότε που η βροχή αλλοίωνε το τοπίο κι εσύ
έγραφες με τον ποιητή και τον Νέκαρ στα
δάχτυλά σου ανάμεσα: Διοτίμα. Νομίζω πως τότε
έπρεπε να δώσω τη δέουσα προσοχή παρόλο
που οι συνθήκες δεν είχαν ωριμάσει. Σκαλίζω πολύ.
Νοθεύω τα όνειρα. Συνθέτω γραφές αναβάλλω τη
φθορά, ψιθυρίζω. Έχω την ψευδαίσθηση πως
κάποτε σε κάποιο μπαρ ίσως ταπεινωθούμε.
Καταφεύγω μοιραία στις προβολές γιατί δεν έχω άλλο
τρόπο να απαντήσω στο αρχικό ερώτημα.
Ευρύκλεια

Κάθε πρωί διαλέγει το καλάθι της και διαμελίζεται
στη φρικτή αγορά. Κυρτή ανάμεσα στο αδηφάγο
πλήθος αναζητά σε σαπισμένα είδη και ελέη το
χρώμα της ελονοσίας που ήρθε από μακριά
—έτσι της είπαν. Βουίζει ο πανικός. Αλλόφρονες
πελάτες κατέχουν τις ιδιότητες σ’ αυτή
την περιδίνηση. Οι ειδήσεις επιστρέφουν στο
ηχείο: η εποχή της σφοδρότητας πέρασε. Και
τότε, ο μανιακός λαχειοπώλης έσκυψε στο βάθος
της. Μίλησε για τη θάλασσα και το ψηλό βουνό
με το γαλάζιο. Είπε πως αφαιρέθηκε στο δείπνο
και δεν κατάλαβε ότι στις τσέπες του ο Αχμέτ
έκρυβε το νερό, τον έρωτά της. Παρακάλεσε,
γυμνώθηκε, εξέθεσε την παρακμή της για ένα
κάτι. Ώσπου, ικέτισσα έπεσε στη μέση της ορχήστρας.
Το παρακείμενο θέατρο είχε καταλειφθεί
από αιλουροειδή και αρπακτικά που καμιά μα
καμιά διάθεση δεν έδειξαν να περιθάλψουν έστω
το ενοχικό κορμί
— Σύντροφοι, προσοχή στα σκαλάκια, φώναξε ο
αγενής λαχειοπώλης, δεν πάει από `κει στο
μαυσωλείο με τα σύμπαντα.
Η ΦΙΛΑΥΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ

Συμμέτρως εχορεύσαμεν
Ανδρέας Κάλβος

Είχε κοπάσει το ερύθημα
τα φύλλα ανεπαισθήτως στρώνονταν στη γη
υποκλέπτοντας τα μυστικά της σάπιζαν μαζί
το χρόνο της
ο φυτευτής εξέταζε ενεός τις παρακαμπτήριους
των εντόμων
σχεδίαζε από καιρό το ατόπημα
κι ένοιωθε τους κόπους του χαμένους
χιλιάδες οι μέρες που μεσολάβησαν, σώπασαν
οι τροβαδούροι και στις αυλές
δεν σαγηνεύονταν γυναίκες πια
τόξευαν μόνο το λεπρό πουλί δίχως επιτυχία
και στις αγχόνες οι εφεδρείες τους
νωχελικά επιτηρούσαν τα γατιά
να λιάζονται στις πέτρες του σκοπού
-το κάστρο είχε πια καταληφθεί
και στη μεγάλη πύλη ανάμεσα
σε ρόζους και φθορές
στέγνωνε το περίσσιο αίμα
των πολεμιστών— πόση ιστορία…
τα έντομα είχαν το σκοπό τους
κι εκείνος στη λογική του έξαρση μεθόδευε
το αποτέλεσμα:
ήταν ο ένοικος, ο δυνατός, ο ενδυμίων
και στο χορό και στο θεό
σκέφτηκε πως είναι μάταιο να κρύβονται
αφού οι έρωτές του έτσι κι αλλιώς ευδοκιμούνε
στο σκοτάδι
ακολούθησε ο κύκλος του χορού το ευτελές
και υπερούσιο σε αγαστή συνέργεια
χωρούσαν τους λυγμούς της αναχώρησής του,
ήταν ανώφελο και περιττό να υπερίπτανται οι
γλάροι κρώζοντας
την αλήθεια
ο νόστος καθαγιάζει το ταξίδι, εξήγησε,
φυγαδεύοντας τους σπόρους με τον άνεμο,
εγώ ήμουν πάντα φυτευτής δε με γλυκαίνει
τούτη η γέφυρα
ούτε ασφαλώς κι η νοσταλγία.
Η ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ

Τραβάς κλαδιά από τη θάλασσα υποτροπιάζεις
στο ασθενές αεράκι
Φιλίες δυνάμεις επεμβαίνουν και
σου παραχωρούν
Το εμβαδό που σου ανήκει
Και τότε αναρωτιέσαι για το μέγεθος
Καθώς πρηνείς εξολοθρεύουν τα πουλιά
Στις απέραντες λεωφόρους που καίγονται
Σφυρηλατούν ταχύτητες.
Ηδυπαθείς στα όρια θεατές
Ονοματίζουν τις λεηλασίες.
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ

Ανέβαιναν σε τριάδες τα σκαλιά
οι γλάροι απ’ έξω στάθμιζαν
το υλικό της ευημερίας τους
έσκαβαν στην ομίχλη για περάσματα
εκείνο το ανυπέρβλητο της ομορφιάς
τους συγκινούσε
το διαμπερές της ηδονής
που μόχλευε τα σύμπαντα με τους πληθυντικούς
πάντοτε σε πτώση κλιτική

Τα κορίτσια με τα βεγγαλικά στα χέρια
συνέχιζαν να ανεβαίνουν απροκάλυπτα
από εποχή σε εποχή στη διαδρομή
κρατούσαν ό,τι ήθελαν
πλήθαιναν με μιαν ιδιαίτερη έφεση στο κίτρινο
είχε γίνει πια ο χειμώνας
και πλησίον μας ευωδίαζε στο φούρνο το ψωμί.
ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ

Παλιά, το πανηγύρι ήταν όλο άνθρωποι και ζωα.
Ανακατεμένες μυρωδιές με προεξάρχουσα
εκείνη της τσίκνας. Είχαν εφεύρει τρόπους να
υποσκάπτουν την ασέβεια και να χωρούν εμπρόθεσμα
στην εκκλησιά για το αντίδωρο. Με τα πολλά
άνοιγαν οι κρουνοί κι έβλεπες τις βιαστικές
συναλλαγές και τα αιφνίδια νεύματα στο αλλόκοτο
της απρονοησίας. Τότε τα κύμβαλα έπαιρναν
φωτιά μήπως κάτι διασώσουν. Οι άρχοντες
περιέφεραν το σκοτάδι τους ανάμεσα στους πιστούς
κι έτειναν χείρα φιλίας στα εμβρόντητα
θύματά τους. Ευκάλυπτοι, σιωπή και γαλάζιο εγώ.
Εξέταζα τις ξέχειλες γούβες, τις γράνες, τα
απόρρητα της ευημερίας. Αιώνες πριν κρατούσε η
προίκα- η βεβαιότητα για την αναφυλαξία ήταν
πιο πρόσφατη, δημιούργημα των καιρών. Ο
ασβέστης έκρυβε τα ίχνη απ’ τις θυσίες κι ήταν
ρητή η απαγόρευση: πατάς, αφού στεγνώσει.
Κι όλο να μένει στο λευκό η ιδέα
Να θέλεις να ξύσεις μήπως βρεις
Το χάος και την αμφιθυμία
Αυτό που γίνεται κι όχι ό,τι φτιάχνεις
Όπως τα σκυλάκια στις ρωγμές ανάμεσα στις
πέτρες
—Στους τοίχους έβρισκα πάντοτε με την αφή
Το παρελθόν μου και το μέλλον.

(Πανηγύρι λοιπόν, εωθινή ανάμνηση.
Ο λίβας ακούστηκε πως έρχεται
Μετανοιωμένος στην ηδυπαθή του άπνοια.)
ΓΡΑΝΑ (2007)

Μόλις το τρένο σφύριξε
Γράνα

Κάποτε σε κυκλώνει η άβυσσος
κάργες πετούν θαμπώνοντας τα περισσεύματα της υστεροβουλίας
κι οι πιο μικροί
φθόγγοι απείραχτοι ταιριάζουν τ’ ανομήματα
εταίρες στα παράθυρα στίγματα στης ιστορίας τα μανικετόκουμπα
θυρεοί και άλλα σχετικά
αποπληρώνουν τους εκ γενετής
γράνες παντού
γράνες θανάτου
γράνες ανθρώπων
σύνορα της ακεραιότητας
με τον ευκρινή αντίλαλο πέρα στο βάθος
ισχύουν οι αντίπαλοι έτσι

στο γυρισμό τις Κυριακές
αποδημητικές γυναίκες συντρέχουν τους απότακτους
εφαρμόζουν στα λίγα που τους έμαθαν πώς ο ορισμός της ευημερίας
έχει να κάνει με το εφημερεύον άλγος
του φθόνου
του αύριο

οι θυγατέρες τους στις νυκτωδίες ερωτεύονται αλλάζουν σώματα
και περπατούνε στα τυφλά
μαθαίνουν τη γεωγραφία
ακυρώνουν το έρεβος
την ευσέβεια
το φόβο
στις γράνες τα υποκοριστικά συνθλίβονται και μένει το περίγραμμα
στης μνήμης τους ορίζοντες
οπού οι θύσανοι κι οι ύπεροι

απόρροια της συντριβής της άλλης ήττας.
Το σμήνος

Το σμήνος επανέρχεται αγέρωχο,
η τρυφερή ευθεία υποφέρει
τυλίγει τα εξανθήματα του ερπετού.
στις αυλές η νηνεμία ανατρέπεται:
εδώ ή αιδώς
και δεν μπορείς να δεις ψηλά
πως επανέρχεται το σμήνος.

ανάπηρος Οιδίποδας η προσευχή σου
ηδυπαθές συνώνυμο του τέλους.
Κατόπιν εορτής

Δεν ήταν απαραίτητο ο διακαής σου πόθος
να εναρμονιστεί
χιλιάδες πράγματα μένουν μετέωρα
υψιπετώντας άλλοτε ή έρποντας.
όταν συνθλίβεις το κενό
κενό σού μένει.

οι πράξεις σου
θα μηρυκάζουν εν κενώ
όπως ορίζουν οι συντμήσεις και οι περιορισμοί
άλλωστε δεν υπάρχει αγωνία διαιρεμένη
έχουν τη σοφία τους τα μαθηματικά.

το βλέπεις όταν οι απέναντι
συγγενείς προστρέχουν
φτάνοντας πάντα κατόπιν εορτής.
Οι λάμιες του θολού βυθού
Αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά

Αυτό το πλοίο δε σας πάει πουθενά
μένει στη χαίτη του νερού
σαν κάτοικος αιώνων
ενδεχομένως στην αταραξία του να οφείλεται
η τόση αυτοπεποίθηση καθώς
πλούτισε χιλιάδες ενιαυτούς
δοκίμασε τα ήθη και τα είδη
καλλίνικο και εωσφόρο
απέδρασε σε όνειρα, σε συλλαβές, σε κήπους

μα τώρα κάθε κίνησή του υστερεί
τα μάτια το απαλλάσσουν υποφέρει
συνοδικοί με αρτοφόρια έχουν κληθεί
να συνεισφέρουν στη φθορά
κι οι σκύλοι αλυχτώντας τα μεσάνυχτα μαζεύουν
πιο πίσω οι εξαπατητές —εξ αγχιστείας συγγενείς—
το άγριο βλέμμα τους φορούν στις αποστάσεις

κι όμως αυτό το πλοίο δεν πάει πουθενά
κρατώντας τη διάρκεια επανέρχεται
σφυρίζει όπως πάντα
και καραδοκεί.
Η κλητική των αρσενικών

Πάντα με γοήτευε των αρσενικών η κλητική
εκείνο το έψιλον που ευημερούσε στην κατάληξη
άνθρωπε, θάνατε…
σαν δυο ερωτευμένες ημισέληνοι που αγρυπνούν
συλλέγοντας τις προσευχές της νύχτας

η ευρυχωρία κι ο ψόγος του δηλωτικού
της ευγένειας δωρεά και υποψία

θα πρέπει κάπου να ευνοήθηκε αυτή η πτώση
—δεν εξηγείται αλλιώς—
με τ’ αριθμητικά του παραδείσου,
της υπερφύσης την ασέλγεια
με τα φθαρμένα ενώτια και την αχλή
περισπωμένη τ’ ουρανού θηρεύει
τη φωτοσκιά των λυπημένων.
Εξομολογήσεις β'

(ανάπηρο άγαλμα
μες στο φεγγάρι)

Καβάλα στο άλογο η Μαξιμώ ανασαίνει
λες γερασμένη όσο ποτέ φυλάει
το στασίδι του Αυγούστου
κι είναι ο Νότος, το εισόδημα:
τα μάτια που αγρυπνούν
στους μαύρους βράχους
κι οι πέτρες
οι πέτρες μου συνθήκες
των αγοραίων παιχνιδιών.

Επιστρέφω γι’ αυτό
δήθεν τις τελευταίες λεπτομέρειες να ρυθμίσω
όμως εντελώς ειλικρινά
να συνοψίσω
τη διαφορά του γινομένου ορέγομαι.
Μελιγαλάς

Χρόνια
περιφερόταν μ’ ένα καλάθι σαρπηδόνες·
καθώς κοιτούσε νωχελικά κι αδιάφορα το δρόμο
ύφαινε το μαντίλι με τις δώδεκα λεπρές
που ανηφόριζαν τα μεσημέρια το τετράζι.

κατά δω, ψιθύρισε
ο Θηβαίος στρατηγός, ενώ γυρνούσε το μαγκάνι
η Μαρία.
πέρασαν γύπες με το γέρο ανάμεσα τους
σαν άλλοτε πού φύτευαν ελιές κι ατένιζαν
τον κάμπο.

μίκρυνε η γη κι ο κερασφόρος δεκανεύς
κρατάει ακόμη το σκοινί για τις θυσίες

—έτσι μεγάλωσες εσύ
σε αίματα Κάι φρίκη περπατώντας διάστικτος
από αρπαγές και ευφυείς αλλοδαπούς
γονυπετείς ικέτες και τιτλούχους.

Ακόμη και τώρα
ιεροφάντες παραπαίουν στα περάσματα, νυχθημερόν ασκούμενοι
για κάθε ενδεχόμενο,
υπήκοοι της μνήμης:
η απόσβεση
το κρώξιμο των πελαργών που δε θα επιστρέφουν
τα ερείπια, μια πιθαμή απ’ το θάνατο, βήχουν
τη ηδυπάθεια της ιστορίας
ώσπου οι κύκλοι του νερού να εκτοπίσουν
την ορφανή μητέρα που σφαδάζει δι'’ ευχών

τα κόλλυβα του μίσους
και τον ίδρωτα του μακάριου.
—έτσι μεγάλωσες

σαι νουνεχείς πού υστέρησαν στα όπλα.
κι όπως τρυπάει η υγρασία το κορμί
αφήνει τω εκχύλισμά του στη λυκία:

νύχτα ό βασιλιάς κοίτα πώς λάμπει

οι λάμιες του θολού βυθού
η ασβεστωμένη περιουσία…

λίγος ήταν ο ύπνος εκεί
σαν τη διάρκεια του χθόνιου νότου.


Αποχαιρετιστήριο

Έφυγες με το φεγγάρι
μα ήταν μικρό να σε χωρέσει
γι’ αυτό μάς μοίρασες
τι τελευταίο σου βλέμμα

η ύστερη ανάσα, σου αντίδωρο
ευχή μαζί κι αντίο.

Οι συγγενείς μας

Κι, όμως δεν τελειώσαμε εδώ
ακούς; ακούς; τους ποδηλάτες που ανεβαίνουν
ασθμαίνουσα την προσευχή των μοναχών
ερίζουν για τον πόνο που υπέθαλψαν
και τους βαραίνει η σιωπή

κοιτάς ψηλά κι η Λάχεση σου γνέφει
πιστοποιεί το χρόνο
τα μυστικά της διαδρομής εγκυμονεί
μα έχει θάρρος η συνήθεια
και πώς να φύγεις

οι συνομήλικοί μας δυστυχώς αποστρατεύτηκαν
δεν έχει συγγενείς αυτός ό δρόμος.
Η ρητορική των αναμνήσεων


α'

στα πρανή ενηλικιώνεται η θαλπωρή. κάποτε ήταν η αξόδευτη
πείρα, ήμερες δύσκολες συναντιούνταν προορισμένες για τους ανθρώπους
κι όσο μετρούσες καταλάγιαζε το σύμπαν σαν να συμμεριζόταν
τον απίθανο εργολήπτη.

στ'

από παιδιά επιδείξαμε μιαν έφεση στην υπακοή. ως εκ τούτου
η αναστολή ήταν αναπόφευκτη.
κι εκείνη την επιμονή στο λήθαργο, πώς να την πάρεις;
αφού ευθαρσώς δηλώσαμε κι ενυπογράφως:
δε θα κινηθούμε εναντίον κανενός

θ'

περάσανε χρόνια από τότε που μια βασίλευε ο κύκλωπας και δυο ο
εωσφόρος, έτσι παραδόθηκαν στη φθορά τα επιμελητήρια της ηλικίας,
με τον καιρό πάνε κι οι αφέτες λούφαξαν ασήμαντοι και ξεχασμένοι.
πλήθυναν τα πλίνθινα ερείπια.

ιδ'

0ι γέφυρες θαλασσινό νερό και μαύρες πέτρες αγρυπνούνε
ντυμένες αξημέρωτα γυρνούν ολονυχτίες
παγιδευμένες και μακάριες στις δύο όχθες.
Το περιστέρι

και ξαφνικά στις φυλλωσιές ανάμεσα ένα άγριο περιστέρι
με φωταγωγημένο περιδέραιο έλαμψε.
το πολύκαρπο φυτό μεσουράνησε
ανεφοδιάζοντας τ’ αστέρια
ώσπου κατρακύλησε στη δύση,
εκεί στάθηκε
κοίταξε πίσω
οι πρώτες του λέξεις αφορούσαν το ταξίδι
ύστερα ήρθε ή έρημος κραταιά και απέραντη,
τυλίχτηκε στις φτερούγες του σε λίγο
κι αποκοιμήθηκε.
οποία νύχτα κι αν διαλέγει από τότε
βρίσκει ερπετά στον ύπνο του να κυνηγούν
στίφη ρακένδυτα.
ως διγενής ανέστιος σ’ όλους τους κόσμους
επιστρέφει νικητής.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1979-1995
Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ (1983)

ΦΕΓΓΑΡΟΣΥΜΒΑΝΤΑ

Η σελήνη θα ξαπλώσει το βράδυ
πάνω στην ξανθή αμμουδιά
θα `χουνε σβηστεί τα αρχικά, οι καρδιές
τα παλάτια

Τα χόρτα
του τοπίου φύλακας
Θα ησυχάσουν
θα χύσουνε το νυχτερινό τους δάκρυ
και ξανά για το τοπίο κόσμημα

Όταν ξαπλώσει το βράδυ η σελήνη
θα κατηφορίσουν οι άνθρωποι
να πάρουν ένα κομμάτι φως
να κάνουν έρωτα
κι ύστερα να δώσουν ένα τέλος στη φωνή που τους ακολουθεί:
Δε θέλουμε προστάτες, δε θέλουμε οδηγούς.
ΠΑΤΗΣΙΩΝ

Σε περπατούσα
μες στη βροχή δεχόμουν τα ραπίσματα
των ανθρώπων σου
Γύρευα τη στροφή
να σε αφήσω
και δεν έλεγες να τελειώσεις
Μου χαμογελούσες
κι ήταν η βροχή σου θάνατος

Κρυώνω τσιμεντένιε οχετέ
διώξε με άδειασε με
με την οργή και τη θλίψη
που κρύβεις στα σπλάχνα σου.
Μ’ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μ’ ένα παλιό τραγούδι στα δυο χείλια
αραχνιασμένο στο ύψος της ψυχής
σαν την ευχή που αδίκησε και έρπει
Έτσι κι εμείς
αδιάκοπα σερνόμαστε στο χώμα
την τύχη επιθυμώντας των πτηνών.
ΛΕΥΚΟ A'

ψιθύρισε
τη μυστική σου απελπισία
δεν υπάρχει φόβος πια
μονάχα ό φάλτσος ήχος
μιας λυπημένης προσευχής.
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ

Λησμονημένε βράχε
καθώς πάνω σου ξεσπά
το μανιασμένο κύμα
ακούω
τ’ ανέδεμα της σκέψης.

Στου έμβροντου ουρανού τα παραπήγματα
νιώθω αιωρούμενο το ασκί των αποβλήτων
και σαν τις φωνές
πού υψώνονται τις νύχτες
επιστρέφω.
ΥΠΗΡΕΣΙΑ

Ατέλειωτη η νύχτα
Παρηγοριέμαι
βλέποντας
την ανταρσία των δέντρων
την ελευθερία των πουλιών
την Άνοιξη

Θα τελειώσει η νύχτα
θα τελειώσει.
ΤΟ ΝΕΟΝ ΤΗΣ ΟΔΟΥ (1987)

ΚΟΚΚΙΝΑ ΠΑΙΔΙΑ

Η τάξη μου έχει χρόνια κόκκινες
κουρτίνες
ξεθωριασμένες σαν το παρελθόν
του ήλιου
μ’ όλους τους τόνους της γραμματικής
και τα σημεία

Κάθε πρωί ο ήλιος κατεβάζει ένα
διάλειμμα
στις χούφτες των παιδιών μου
κι αστράφτουν μπάλες ολοκαίνουριες
τα μάτια τους
Ύστερα χτυπά το χρώμα τα μαλλιά τους
πηδούν σ’ ακίνητα πλακόστρωτα
με το μολύβι ξίφος
έτσι να κόβουν όπου βρουν
όλους τούς γόρδιους δεσμούς
και τούς θανάτους

Μέχρι πού νιώθω πώς καμιά φορά
θα πιάσουν μέσα μου λιμάνι
θα βγουν μεσάνυχτα στις φλέβες μου
μονόφθαλμοι κουρσάροι.
ΕΙΣΑΙ ΜΑΡΙΑ Ή ΕΥΧΗ

σταγόνα έκλεισε το φως
μια ρώγα της ανάσας μου
το έλκος

— είσαι Μαρία ή ευχή του καθενός

τρέλα της βροχής και των θανάτων

ατέρμονο χαμόγελο
στο νύχι του Θεού

βράδυ αρπαχτικό
τί είσαι πες μου
στις κόγχες των υγρών ματιών

σκοινί
εφαλτήριο των αιώνων.

*

Όταν τρελάθηκε η βροχή
απόψε είπε θα χορέψω
κι αν σας γαυγίσει το σκυλί
μη φοβηθείτε

απόψε το σημάδι μου θ’ ανοίξει
από τις τρύπες του
θεοί χαμογελώντας

ένας μικρός ο θάνατος

κι οποίος αντέξει
ΟΙ ΓΑΤΟΙ

Οι γάτοι των πόλεων
δεν ψάχνουν ξέρετε στους δρόμους
για νομίσματα
ούτε δηλώνουν νηστικοί ή ευδαίμονες

ιχνηλατούν στα οχήματα
διογκωμένοι εκτελούν τα σπέρματα
του ψύχους
έχουν μιαν έλλειψη αδιαφορίας
που σκορπάει στον καθένα μας.
TO NEON ΤΗΣ ΟΔΟΥ

στον Γιάννη Τζανετάκη

Σπάσαν κάτι τζάμια τα παιδιά
της Ελπινίκης
κρυφά με τις αρβύλες του
Βαρνάβα

απόδειπνο τραβούσαν
βιαστικά για τον προφήτη
κλωτσούσαν τις φλέβες
των λασπόνερων
κι υγίαιναν
ώσπου τα διάλεξε
η σκιά των κωνοφόρων

χόρεψαν ζεϊμπέκικο
μια σπιθαμή
απ’ τα σύννεφα
και γλίστρησαν
το ρίγος των δεκάξι
ως …τήν κλαγγή
και το πρησμένο νύχι
του στρατιώτη

_Κλείσε το φως και βγες
προτού να φέξει
η νικοτίνη σου `χει νίψει
την προβιά
ηρέμησε μικρέ μου αποσπερίτη
Κυλούν από το μάτι τού προφήτη
τα παιδιά

Η πόρτα δείχνει δώδεκα
Γίνε το μαύρο τώρα
και αύριο ξανά.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Όταν επιστρέφουν τα πουλιά
σε δυο κυνόδοντες το φως
η λάσπη
των γομφίων διαλέγοντας ρυτίδες
ή οφειλές
μυρωδικά και ίχνη αρουραίων
μες στη νύχτα που ερημώνει
αναζητά
τον τρομερό Σιμούν
στα κιονόκρανα
τού ερέβους
τρία σκαλάκια στην ψυχή
του εξόριστου και του μπακάλη
της πόρνης που αναδεύεται
-αναιμικό αιδοίο του κόσμου-

όταν επιστρέφουν τα πουλιά
σε δυο κυνόδοντες
το φως.
Η ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

Έχω δυο χέρια που μαστίζουν επιρρήματα
άκρη της νύχτας σου μιλώ
με τις απώλειες των εντόμων

* *

Στις φλέβες
η ηδονή της Κυριακής

* *

Κατοικώ σαν θλίψη
στο σταχτόμορφο νύχι σου
είμαι ο αυλός
η μουσική των περίοικων

Δεν έχω τέλος
μοιάζω της σκόνης που μασάς
καθώς σκληραίνει μέσα σου
η λάσπη.

* *

ναι
σάς μιλώ στα
όμικρον
της λεωφόρου

οπές ολοφυρόμενες

που πατούν καθημερινά
οι χειλικές σας συνήθειες
τα αδηφάγα όνειρα
και η στάχτη σας.

* *

Τις νύχτες
με τις κάθετες
τα υπόλοιπα των δρόμων
και το ιώδιο στα παράθυρα
που χύνουν το τσιγάρο του εραστή

πόρνες βήχουνε καρπούς ευημερίας

ανοίγει το παιχνίδι των έφηβων

η κυρτωμένη έξαψη
δυο παιδιά σε μια πρόχειρη στέγη
παράλληλο χαίρε
στων ιστιοφόρων την αίρεση.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 480
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 02-10-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο