Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Εννέα ποιήματα σαν τραγούδια
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130548 Τραγούδια, 269412 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Εννέα ποιήματα σαν τραγούδια      
 
Στίχοι:  
Σοφία Ζήση
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Εμένα τα τραγούδια μου δεν είναι μόνο για κείνον
είναι και για ό,τι τον ζυγώνει και μεθά,
για τα πουλιά που μέσα απ’ τις ολέθριες τουφες του
δεν στρίψαν το κορμί για να ξεφύγουν,
για τις φωτιές που δέντρο δέντρο έρχονται
στις πυρκαγιές των λαγονιών του να σβηστούν,
για τους γκρεμούς που τις θεμέλιες πέτρες τους αφήσαν να κυλήσουν
για να μην λείψει η περηφάνια από τη δρασκελιά του,
και για τη φύση, εν τέλει, όλη
που να την περιγράψω πώς λιγώνεται σαν τον γυμνώνει, δεν προφταίνω
γιατί είναι η ζωή σαν μια στιγμούλα λιγοστή,
μα και για μένα – πώς με ξέχασα; –
που στην ιδέα του φιλιού του έχω σαλέψει
και βλέπω θύελλας δύναμη τον άνθρωπο
κι ακούω μάχης κρότο τη φωνή του.

Και γύρω γύρω όπως πετώ με των εκτάσεων τη δίψα
δεν βλέπω ούτε τα πουλιά, τους καύσωνες, ή τη φύση,
ούτε κι εμένα που τα πόδια μου
τους αχανείς δρόμους με καλπασμούς έχουν κλείσει,
μόνο την ώρα βλέπω να `ρχεται
των σκιών και των ακτίνων
που σαν την χλωμή ποιήτρια πρέπει κι εγώ να πω
εμένα τα τραγούδια μου είναι μόνο για κείνον.

Είναι κάποιος που τον αγαπώ
και του φτιάχνω ποιήματα
κι απαιτώ να τα διαβάζει
και να τα θυμάται όλα
γιατί όταν τον ρωτήσω
ποιος ο στίχος, ποια η ώρα
θα `ναι κρίμα να σβηστεί
η ζωούλα του απ’ τα μάτια
που είναι τόσο ωραία βγαλμένα
με των στίχων το λεπίδι
που είναι ευθεία καρφωμένα
με της ώρας το μαύρο νύχι.

Κι όσο θα με φαντάζεται
κακόμορφη ή συλφίδα
θα ξιφουλκώ με τις ατίθασες των λέξεων απολήξεις
και θα βγω από τον πόλεμο μαζί τους ματωμένη
για να νομίζει ταπεινά, σαν λάτρης, πως τον θέλω
ενώ πλάι στους κροτάφους του θα λέω τα τραγούδια
που με στριγκιές στο στρώμα μου τη γύμνια του θα σφίξουν.

Κι αν κορδώνεται ή αν θυμώνει
ας το ξέρει
πως σε μένα έτσι αρμόζει
για να μην περνά η ζωή
δίχως ν’ αλυχτούν τα πάθη
να μην πέφτουνε οι νύχτες
δίχως τα φώτα να συντρίβουν.

Ήταν περίσσια η νύχτα
και σε μια άκαμπτη στροφή του δρόμου
μου βγαλες μαχαίρι,
"εμένα" μου λες "ή τη ζωή σου"
κι όταν σιγουρεύτηκα πως δεν ήσουν νεκρός,
γιατί σ’ έπιασα στο μπράτσο
κι έσφυζαν ρυθμικά τα πολυβόλα,
απέφυγα ν’ αποκριθώ στη μύγα που τρυπούσε
στην μύτη της λεπίδας το φτερό της
και στρίγκλιζε
"ποιος πάει μπουσουλώντας προς τ’ αλέτρια,
ποιος έρχεται σερνάμενος απ’ τις γιορτές;",
κι όσο περνούσαν οι πλοκές των χρόνων
η θέρμη μου αντιφέγγιζε μεσ’ στις τυχαίες λίμνες
που έφτιαχνε η επιμονή μου με το νερό σου
και φάνηκες για μια στιγμή να ενδίδεις
στη λογική συνέργεια των παθών
γιατί μου ζήτησες – δεν άκουσα καλά
ήταν φωνή από μεγάλα βάθη –
και νόμιζα φιλιά πως θες
φιλιά πολλά και λάθη
γιατί έχω απάτες συνετές να σου προτείνω
τερτίπια κι απειλές και ψέματα
να σου τα σφίξω, πύρινες ανάσες, στο λαιμό
και να σου πω:
Δεν ξέρεις μόνο εσύ, χωρίς να το ζητάς, να το `χεις
του ανύποπτου διαβάτη το μυαλό.

Θα `μαι στου Γκαίτε τις φαβορίτες
θα `μαι στην Άννας τον καταπέλτη,
κι από το σπίτι σου ως τ’ άγρια μέρη
που είναι πολλές οι άδειες πλατείες
κι είναι πολλά τα ωραία σανίδια
σ’ όλα θα στήσω κι από ένα σόου
για να μην φύγεις, να πέσεις μέσα
κι απ’ της καλλίστης τα σάπια μήλα
να `ρθεις σε μένα
να `ρθεις σε μένα.

Είν’ τα παιδιά σου πολλά σαν φύλλα
και όλο κλαίνε και δε σ’ αφήνουν
να γίνεις Βάκχος, να γίνεις άντρας
που όταν σιμώνει λυγά το κλήμα
όταν πατάει ανθεί τ’ αγκάθι
κι οταν περνάει αφρίζει η στέρνα,
κι όσο φουσκώνει το περιστέρι
τόσο προβάλει ο ατόφιος λόγος
που οι δισταγμοί σου και το αργό βήμα
φέρνουν σ’ εμένα
όχι εσένα, μ’ αυτό που είσαι
από τα βάθη κι απ’ τις κρυψώνες
του χρόνου όλου,
φέρνουν σ’ εμένα την αλυσίδα
που μ’ άγρυπνους ήλιους κι έκθαμβα σμήνη
κοσμεί της μέσης σου το στέρεο σύμπαν.

Μα εγώ είμαι πάντα μπροστά σου
Με βλέπουν σαν τους αντικρινούς περιστερώνες τα μάτια σου
Με δένουν σαν τα σεσημασμένα των σκύλων λουριά τα χέρια σου
Κι αν απορείς ποιος τέτοια μέρα
Αντί να χαίρεται με το σπίτι του που λίγο λίγο γκρεμίζεται
Προτιμά να χαζολογά κάτω απ’ τα φώτα που ρίχνονται στον αγώνα της λάσπης,
Κοίτα καλά πέρα απ’ τις θλιβερές συλλαβογραμμές
Που θαυμάζει ο οίστρος σου στα κορυφώματά του τα βουνίσια
Και πέσε
Μη φοβάσαι
Θα είμαι από κάτω για να σε κρατήσω.

Όταν εκδοθώ
Στις κυμαινόμενες διαθέσεις του καταρτισμένου πλήθους
Όταν μιλήσω
Μέσα απ’ τα ηχεία τα κομψευόμενα των φημισμένων σκηνών
και από τα θεωρεία τα μεγάλα όταν θα μου απευθύνουν συριγμούς
τότε θα μάθεις πώς λέγεται αυτή η έντρομη αναμονή
που από την υπόσχεση της διάρρηξής της έχω πάρει τ’ όνομά μου.

Ναι, εδώ είναι που συνοψίζονται οι ανιόντες κόμποι
αλλά το σπίτι σου εδώ δεν είναι
δεν έχουν θέση πάνω στα τραπέζια τα πλούσια γεύματα
και στον τεκέ της κουζίνας
σου επιτρέπουν τα θηλυκά που συναναστρέφεσαι
να βάζεις το κεφάλι σου κάθε φορά σ’ άλλο στόμα.

Αν ήξερες ποιος είσαι, θα σ’ άφηνα να μου συστηθείς
μα ως που να βρεις το χνάρι σου
σε κάποια τσέπη, σε κάποιο από τα έμμονα κοιτάσματα των συρταριών
πέφτε μόνος στα χέρσα στρέμματα του κρεβατιού
και μην αγνοείς την θέληση της αγνώστου λίθου
μπορεί να είναι η λυδία
μπορεί λίγο λίγο την θέση της να αποστρέφεται
κι εκεί που λες όλα καλά
να `χεις έναν σωρό συντρίμμια να κοιτάζεις.

Τι να σε κάνω, εδώ, δε θα `ξερα
πτυχωμένο πρόσωπο ευγενούς γέρου
ξαγρυπνισμένα μάτια από το διάβασμα παραπόνων
-'δεν μας πληρώσατε κι εμάς
δεν μας δαγκώσατε πιο βαθειά', –
καλύτερα εκεί να είσαι, που δε φαίνονται
πόσες οι πιθανότητες της γης
όταν κάτω σου λικνίζεται, ν’ ανθίσει,
και πόσοι, πάνω σου, οι γλόμποι
που όταν υψώνεις τη φωνή λιποψυχούν,
και πιο πλατιά ακόμα ανοίγουνε απ’ τη ντροπή τους τα σταφύλια
σε πίνουνε, σε τρώνε, σε ξερνούν
κι από κοντά όταν σε βλέπουν
λιώνουν.

Δεν τέλειωσε ακόμα το κέντημα αυτό που σου τρυπάω
ποτέ δεν ήμουν στη βελόνα ικανή.

Δεν τον κρατάς τον γοητευμένο ποιητή
για πάντα θα περνάει τα μαλλιά σου
για θύσανο φυκιών και θα τα πλένει
μ’ ανάριο αφρό νομίζοντας
πως θα τα ξαρμυρίσει,
νομίζοντας πως απ’ τα χέρια σου τίποτα δεν είναι
πιο ανέγγιχτο, που τα `χουν νιώσει όλοι
για να σιγουρευτούν πως αν και αφρός, υπάρχεις.

Δεν τον μισείς τον ζαλισμένο ποιητή
αν κάποιον στίχο του δεν έδεσε καλά
και από λάθος την ρίμα του τρυπάει
με τον σπασμό που υπαγορεύει η μέθη
με την σπουδή που καυτηριάζει το φως,
και όσο πάει ξανοίγεται
σε νεύματα που την συγκίνηση μιμούνται των κυμμάτων
σε καταχνιές που των σπηλαίων μουσκεύουν την ηχώ.

Δεν τον ξυπνάς τον μαγεμένο ποιητή
όσα φιλιά κι αν δώσεις που τα θέλει,
κι αν τον ρωτάς πώς έμαθε τόσο καλά ποιος είσαι
με μόνο ένα πέρασμα του τρόμου από τον ύπνο
και μόνο ένα κάλεσμα του χρέους απ’ τον βυθό,
αυτός σου λέει "σε βλέπω με τα ολάνοιχτα μάτια του αστερίσκου
σε νιώθω με την έξαψη του ωραίου για το καλό".

Πολλές προσπάθειες μαζευτήκαν ποιημάτων
όχι δύο ούτε τρεις
συλλογή τώρα πια
όλα τα λουλούδια των νηπιαγωγείων
με τις μπαταρίες τους που αργοσβήνουν
να σου κάνουν σινιάλα
πονηρά παιδιά απ’ της αυλής τους το διάλειμμα,
για κοίτα πώς χωρίζουνε την δεξιότητα απ’ την τύχη
ν’ αφήσω λένε πρέπει τα στολίδια
στον άξιο καλλτέχνη να ταιριάξει
σε ύφος που να με προδίδει
όταν κάτι που υπογράφω έχεις διαβάσει, να με ξέρεις
στα μάτια όταν με δεις να με γνωρίσεις
πως είμαι εγώ που όταν λέω πως αγαπώ, το εννοώ
όχι σαν κάποιους ποιητές λιγόψυχους που τρέμουν
μην βάψει τα φορέματά τους το μελάνι.

Σε θέλω να σηκώσεις χέρι όταν σιμώσω
μ’ έναν θυμό την αταραξία σου να σαλεύει,
αλλά όχι, έχεις την καλοσύνη για γυναίκα
η ευγένειά σου αυτή πιο καθαρά θα με τελειώσει.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 518
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 07-10-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο