Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Το Τραούδιν της Ζωγγραφούς
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130447 Τραγούδια, 269377 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το Τραούδιν της Ζωγγραφούς      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Κύπρος

Όσοι τζ’ αν είστε χριστιανοί τζ’ αν είστε βαφτισμένοι,
ελάτε να γροιτζήσετε περιλοή γραμμένην·
τη ξή(γ)ησιν της Ζωγγραφούς την βαρυφουμισμένην,
που την επεριγράψασιν πισκόποι τζιαί γουμένοι·
ελέτε ούλ’ οι κληριτζοί, Τούρτζοι τζιαί γιουλαμάδες,
τζιαί δώδεκα κουσουλικά τζιαί πέντε δεσποτάδες,
να κάμω τ’ αμματάτζια σας να τρέξουν σαν την βρύσιν,
σαν τον Αφρτίτην ποταμόν, αντάν να ξησσειλίση,
τζιαί δίολα τζιαί τρίολα ούλα να τα ποτίση,
[σαν τη βριάδαν της Συρκάς, που πά’ να πολεμήση
τες εβριάδες του ππασσιά να τες κατατσακκίση,
να μεν πλαστεί αλλαξανά στον κόσμον να γυρίση].
Από τον Μάρτιν τζιαί να πά’ αθκιούν τα μουσκοκάρκια,
ήρτασιν εις την θάλασσαν ογδονταννιά καράβκια,
τα ήμισα `ν κουσουλικά, τ’ άλλα πουλούν φανάρκα.
Ο Τσιτσεκλής, σαν τ’ άκουσεν, πάει με τα κοντάρκα,
ογδόντα γρόσια έδωτζεν τζιαί πκιάννει `ναν φανάριν.
Τζ’ εξόδκιασεν στον πύρκον της εννιά πύρκους λουβάριν
τζιαί δεκαπέντε ξυλαλάν τζι’ εννιά μαρκαριτάριν
τζ’ ακόμα που το στόμαν της λόον εν μπορ’ α πάρη.
Τζιαί μιαν Α(γ)ίαν Τζερκατζήν, δεσποτιτζήν ημέραν,
εξέ(β)ητζεν η Ζωγγραφού, η άσπρτη περιστέρα,
τζ’ εθέλησεν ο Τσιτσεκλής να πά’ στην εκκλησίαν·
πκιάννει τζερκά στα σσέρκα του στην εκκλησιάν τζιαί μπαίννει,
εφτά λαμπάδες έκλωσεν τ’ Αί Γιωρκού τζ’ αφταίνει.
«Έλ’ Άι Γιώρκι μου καλέ, πού `ρτα να προσσυνήσω,
την κόρην, από πεθυμώ, να τη σπλαχναγαπήσω.»
Ετέλειωσεν η λουτουρκά τζ’ επήε στο κονάτζιν,
ύπνος γλυτζύς του φάνητζεν εις το παναθυράτζιν,
ννά σου τον Άιν Γιώρκιον τζ’ εκάθησεν κοντά του,
εγύρισεν τζι’ εφίλησεν τα καμαρόβρυδά του.
Τζι’ επολοήθην άγιος του Τσιτσεκλή τζιαί λέει
(ο Τσιτσεκλής του άκουεν τζι’ αρκίνησεν να κλέη).
«Ίντα `χουν τα σσειλούδκια σου τζ’ εν έτσι μαραμμένα,
έλα, Γιωρκάτζη Τσσιτσσεκλή να μ’ ακροστής τζ’ εμένα»
«Μεν αρωτάς τα σσείλη μου ίντά `χουν τα καμένα,
γιατ’ έχουν φοβερούς καμούς στα βερκολυΐσμένα».
«Γέλασε. δούλε του Θεού, γέλασε περιστέριν,
την κόρην, όπου πεθυμάς, να σου την κάμω ταίριν.
Αύριον εν Κυριακή, στην εκκλησιάν μεν πάης
τζιαί μήτε να λουτουρκηθείς, μ’ αντίδερον να φάης·
έπαρε το ττουφέτσιν σου τζιαί λάμνε στον παξέ σου,
έναν περτίτζιν `ννα βρεθή αππέξω στον βραμμόν σου·
εσούνη στάθου στον βραμόν πως `ννα το τζυνηήσης
τζιαί τζείνον ένι ήμερον τζιαί θέλει σε γνωρίσει
τζ’ εννά πετάση τζι’ εννά πά’ , να πάη στην Συρκάναν,
πάνω στον πύρκον ν’ ανεβή της Αλαπολιτάνας.
Εσύ καλός τζιαί πέρκαλλος να πάης ταπισόν του,
να πας να δης την Ζωγγραφούν, το φως των αμμαδκιών σου·
εννά θελήσ’ η Ζωγγραφού να βκη να συρκιανίσει
τζιαί μέσα; στο κρυά νερά να βκη έξω να γυρίση.»
Οσάν του είπεν έκαμεν τζιαί σαν του παραντζέλλει·
έπκιασεν το σσεπέττον του τζιαί στον παξέν πααίννει,
έναν περτίτζιν έμπλασεν παππέξω στον βραμόν του
τζι’ έβαλεν εις την έννοιαν του πώς ήτουν το δικόν του·
βκαίνει τζι’ εστάθη στο βραμόν πώς `ννά το τζυννηήση,
τζιαί τζείνον ήτουν ήμερον, τον νέον αγρωνίζει·
πετά τζι’ επεριπέτασεν τζι’ επήεν στην Συρκάναν,
πάνω στον πύρκον έκατσεν της Αλαπολιτάνας·
τζείνος καλός τζιαί πέρκαλλος επήεν ταπισόν του,
να πα’ να δη τη Ζωγγραφούν, το φως των αμμαδκιών του.
Εθέλησεν η Ζωγγραφού να βκή έξω να γυρίση
τζιαί μέσα στα κρυά νερά να βκή να συρκιανίση·
επρόσταξεν τον δούλον της τον μέγαν Νικολάτζιν,
να στήση το τσιατίριν της εις το κρυόν αυλάτζιν,
να στέση την παγκέραν της εις την Τζιτρομηλούλλαν,
τζει μέσα τζει στους Τσούροιες πόξω που τη Βραγκούλλαν
να παρπατεί ωραιΐκα η τζυρά Ζωγγραφούλλα.
Εμπέην έσσω τζ’ άλλαξεν ρούχα της φορησιάς της,
με μακριά μή(τ)ε κοντά, ίσια της ελιτζιάς της.
Παππέσω φόρησε γρυσά, παππέξω γρυσταλλένα,
τέλεια παππέξω `φόρησεν γρυσά μαλαματένα·
επκιάσασιν τζ’ εζώσαν την τράντα πουντζιών ζωνάριν,
ήτουν τζιαί τα σσειλούδκια της περτίτζιν του Γεννάρη·
επκιάσαν τζι’ εφορήσαν της έναν τζινούρκον σσιάλιν,
ελάλες τα σσειλούδκια της εν μουσκοκάρφιν άλιν.
Βάλλουν τριαλλοκόπια πάνω στην τζεφαλήν της,
σσίλια διπλούνια της Βραντζιάς άξιζεν το φιλείν της
Σσιερκές σσιερκές επκιάσασιν τζιαί βκαίννουν που τον πύρκον·
«Φέρτε μου γρόσια περισσά, του κόσμου για να δίννω.»
Εσσιόντον τζι’ ελυ(γ)ίζοντον σαν τα φιλοκουτούνια,
τζι’ ο καϋμένος ο Τσιτσεκλής εθώρεν τα καντούνια·
επήρεν τον τ’ αμμάτιν του τζι’ είδεν την Ζωγγραφούλλαν,
τζείνην την νιάν την όμορφην, την σιταρένην πούλλαν.
Εθάμπωσαν τ’ αμμάδκια του τζι’ εγύρισεν ο νους του
τζι’ έφτασεν κουρτουμπελλιστός τζι’ επήε στους γονιούς του·
έπκιασεν το γριτζέλλιν του τζι’ εσείστην η αυλή του,
τζι’ επολοήθην η Μαριού, η τζυρά αδερφή του.
«Πκοιός πκιάννει το γριτζέλλιν μου τζι’ εσείστην η αυλή μου,
τζιαί έσσω δεν ένι τωρά τζι’ εμέν ο Τσιτσεκλής μου;»
«Άννοιξε μου αρφούλλα μου, τζι’ είμαι ο Τσιτσεκλής σου,
να ππέσω να ψυχομαχώ αππέσσω στην αυλή σου·
εν τζι’ ε(ν) σπαθκιές για κονταρκές, τζιαί καρτερώ να γιάνω,
εν οι καμοί της Ζωγγραφούς, τζιαί φτάννω να πεθάνω.»
Επολοήθην Μαριού του Τσιτσεκλή τζιαί λέει,
εσφόντζισεν τ’ αμμάθκια της, που τον καμόν της κλαίει.
«Έμπά `σσω, αδερφούλλη μου, τζιαί κάτσε στην καρέκλαν
τζι’ άλλες καλλύττερες π’ αυτήν αγάπες κάμνεις δέκα,
τζιαί μη κακό σ’ αδέρφιν μου τζιαί πλουμιστόν ξιφτέριν,
να νέβη στην καρτούλλαν σου, το δίστομον μασσαίριν·
τζιαί μη κακό σου, Τσιτσεκλή, να τζεφαλοπονήσης,
τη Ζωγγραφούν την άχαρην να την παλησμονήσης,
τη Ζωγραφούν την άχαρην, την βαρυφουμισμένην,
που `σέναν εξηπλάνησεν, που να την δω καμένην.»
«Τζιαί μούλλωσε αρφούλλα μου, τζιαί μεν τη ξητιμάζης,
άρκον κάμνει με ταίριν της τζι’ έννα μας ισσεπάζης.
Στρώσετε τα ρούχα μου τα παραγρουσωμένα,
να ππέσω για τη Ζωγραφούν, απόν καλλιών πο μέναν·
φέρτε τη μαουλούκα μου, τη μαρκαριταρένην,
ούλο γρυσάφιν μάλαμαν έχω την γεμωσμένην·
φέρτε το καλαμάρι μου το μαρκαριταρένον,
να γράψω τ’ αδερφούλλη μου νά `ρτη τζι’ έννά ποθάνω.»
Με το τζερίν το γράφουσιν τζιαί παν με το φεγγάριν,
τον δούλον του επρόσταξεν να πά’ να του το πάρη·
έδωσεν του τον μαύρον του τον πετροκαταλύτην
που καταλυεί τα σί(δ)ερα τζιαί πίννει τον Αφρίτην.
Ετσά τ’ ανατολήματα εμπηέτζεν το Τζελλάτζιν
τζι’ ο μαύρος εσσισσίνισεν που κάτω που τ’ αυλάτζιν·
τζι’ ο κούσουλος εκάθετον πάνω `ς χρυσόν κρεβάτιν,
τζιαί πολοάτ’ ο κούσουλος τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους,
τζείνους τους άλλους κούσουλους που κάθετουν μαζί τους·
«Τ’ αππάριν, που σσισσίνισεν ένι που το Μονάγριν
τζι’ ένι του μέγα Τσιτσικλή το ζηλιασμένον πάνιν.»
Ο λόος εν ετέλειωσεν του μέγα κουσουλάτου,
ννάσου τζιαί το Σκληρόπουλλον ευρέθητζεν κοντά του·
στέτζει τζιαί δκιαλοΐζεται πώς να τους σσαιρετίση,
τζιαί να τους πει μουσκοκαρφκιά, μουσκοκαρφκιά `σσει κόμπους,
τζιαί να τους πει τρανταφυλλιά, τρανταφυλλιά `σ’ αγκάθκια·
«άτ’ ας τους σσαιρετίσωμεν σαν πρέπει σαν αχρήζει.
τζιαί γεια σας, τα κουσουλικά, τζι’ ώρα καλή τζιαί γεια σας,
μούσκους τζιαί ροδοστέμματα στα κάμαρόβρυ(δ)ά σας.»
Τζι’ επολοήθην κούσουλος τζιαί του Σκληρού τζιαί λέει·
«Καλώς ήρτες, Σκληρόπουλλον, να φας να πκης μιτά μου,
πούσαι του μέγα Τσιτσεκλή, τζιαί κάθεσαι κοντά μου,
να φάης άδριν του λαού, να φας οφτόν περτίτζιν,
απόσσεις του αλό(γ)ου σου ολόγρυσον καλλίτζιν,
να φας αρκοτζεράμι(δ)ον, που τρων αντριωμένοι,
να πκης γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
τζι’ απού το πίννουν άρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμμένοι,
τζιαί βκαίννουν εις τον πόλεμον με τα σπαθκιά ζωμένοι.»
Τζιαί πολοάται το Σκληρόν του κούσουλου τζιαί λέει,
τζι’ ήτουν τ’ αμμάδκια του στεγνά τζ’ αρκίνησεν να κλέη.
«Δεν ήρτα, μέγα κούσουλε, να φα να πκιώ μιτά σου,
μόνον εγώ `ρτα, κούσουλε, τι θέννα σου μιλήσω·
να πάμεν εις του Τσιτσεκλή, πίσω να μέσ’ αφήσω·
αφέντης μου εν άρωστος τζι’ ένι βαρύ μαντάτον,
από την πλήξην την πολλήν πάει στον Άδην κάτω».
Που τ’ άκουσεν ο κούσουλος, έγειρεν τζι’ ελλιώθην,
στα ρούχα τον εβάλασιν τζιαί στους γιατρούς εδόθην·
πκιάννουν τζιαί πολλιώνουν τον, στέτζει τζιαί δκιαλοέται,
στέκουν τζιαί τον παρη(γ)ορούν τζι’ αυτός αποφορκέται·
μιαν πισκαλίστραν έβαλεν τζι’ εφτάσαν δέκα δούλοι·
«Φωνάξεται τους δούλους μου να μαζευτούσιν ούλοι·
τζιαί φέρτε μου τον μαύρο μου τον ανεμοπετάσην,
μάρμαρα κάμνει κορνιαχτούς στους ουρανούς τζιαί πάσιν·
βέρτε του χάσσες δώδεκα τζιαί μποστελλίνες δέκα
τζιαί ποτζοιλίτες δεκαχτώ, για να βαστά στο έβκα·
βάρτε το χαλινάριν του τζιαί φέρτε φτερνιστήριν,
να κόψωμεν το δρόμο μας σαν ρέσσουν το γιοφύριν.»
Περρούνι δεν εγύρεψεν γιόν ήτουν μαθημένος
τζιαί μονομιάς ευρέθητζεν πάνω μαρτζελλωμένος·
ππηδά τζι’ εκαβαλλίτζεψεν σαν νέφος αγκωμένον,
τζιαί φαίνεταί τους τζιαί πετά πουλλάτζι φτερωμένον.
Όσον να πει «έσσετε γειαν», έκοψεν πέντε μίλια,
όσον να πουν «εις το καλόν», έκοψεν άλλα τρία,
ετσά τα λιοβουττήματα έμπήκαν το Μονάγριν.
Ο Τσιτσεκλής εκάθετουν πάνω `ς’ χροσόν κρεβάτιν,
τζι’ επολοήθην κούσουλος του Τσιτσεκλή τζιαί λέει,
τζι’ ο Τσιτσεκλής που τ’ άκουσεν, αρκίνησεν να κλέη.
«Τζιαί μη κακό σου, αρφούλλη μου, να τζεφαλοπονήσης,
την τζεφαλήν σου τη γρυσήν μαντήλιν να τη δήσης.
Γεναίτζες εν τζι’ εχάθησαν, έσσει για να αγαπήσης,
να κάτσης με τους κούσουλους τωρά να πολεμήσης·
τον Σιλιτζώτην κούσουλον κράζουν τον παλληκάριν,
εν μαθημένος το σπαθίν πολλά τζιαί το κοντάριν.»
τζιαί πολοάται Τσιτσεκλής του κούσουλου τζιαί λέει,
που τον καμόν της Ζωγγραφούς αρκίνησεν να κλέη.
«Εμήνυσά σ’ αδέρφιν μου να με παρηορήσης
τζιαί τώρα ήρτες ’ συ `ς εμέν να μου παραλαλήσης·
εθάρεια, αρφούλλη μου, πως ήρτες για καλόν μου,
μμα’ `κρουσες την καρτούλλαν μου τζι’ άψες το λαμπρόν μου.»
Σηκώθητζεν ο Τσιτσεκλής σαν τον παζαρισμένον,
οσάν τζιαί το μωρόν παιδίν που να ΄νι μεθυσμένον·
χτυπά (γ)υρόν του πύρκου του τζιαί βκαίννουν πά’ στ’ ανώειν,
βαστά γρυσήν παρερημήν τζι’ ετραύαν κομπολόιν·
τζιαί ππούσουλαν επέταξεν, τζιαί εί(δ)εν την Συρκάναν.
τζι’ η Ζωγγραφού `δκιανεύκετουν εις την διπλοκαμάραν.
Τζιαί πολοάται Τσιτσεκλής του κούσουλου τζιαί λέει,
τζι’ έφκαλεν λαύραν η καρκιά τζιαί το κορμίν του καίει.
«Έλα να δεις αρφούλλη μου, ίντα μυστήρκο θάμμαν,
μυστήρκον τζιαί παράδοξον, του παραδόξου φκειάσμαν.»
Τζιαί πολοάται κούσουλος του Τσιτσεκλή τζιαί λέει.
«Αληθιν', αδερφούλλη μου, μες την καρκιάν μ΄εμπέην,
τζι’ η μια ένι η Ζωγγραφού, το ταίριν της πκοιόν ένι,
τζιαί παρπατούν σσερκές σσερκές τόσον αναπαμένες;»
Τζι’ η μία ένι η Ζωγγραφού, τζι’ η άλλ’ η Μαντζουρανούλλα,
που τη ζαβρήν της τη μερκάν στέκεται η Βραγκούλλα.»
Εμπήκασιν τζι’ αλλάξασιν ρούχα της φορησσιάς τους,
φορήσαν τα ολόγρυσα τζι’ επκιάσαν τ’ άρματά τους·
ο Γεωρκάτζις Τσιτσεκλής, το μέγαν παλληκάριν,
πκιάννει εφτά πράτσα σπαθίν τζ’ οχτώ πράτσα κοντάριν.
«Ο Σιλιτζιώτης κούσουλος, που κράζουν παλληκάριν,
αν εν καλός τζιαί άξιος, ας έρτει να την πάρη.»
Ούλην την στράταν πκιάνουσιν τζι’ ούλον το μονοπάτιν
τζιαί πάσιν ούλοι δυνατοί, για νά `βρουσιν αγάπην·
το μονοπάτιν βκάλει τους τζει πά’ στον Άι Γιώρκην,
βκάλλουν τζερκά τζι’ αφταίννουσιν, `μμα το κακό δεν κόβκει.
Τζιαί βκαίννουν που την εκκλησίαν τζιαί παν εις την Συρκάναν,
στον Σκουτελλάν εφτάσασιν ποκάτω τζ’ ανεφάναν·
μικρή Βραγκούν εμπάσασιν, που `σύναεν παμπάτζιν,
τζι’ ήτουν χρυσάφιν μάλαμαν της κόρης το κανάτζιν.
Εφάνην των κουσουλικών πως να την περιπαίξουν,
τζι’ αν ήτουν βρόνιμη πολλά, ελεύτερα να ρέξουν·
τζιαί πολοάται κούσουλος τζιαί λέει τζιαί λαλεί της,
με τόσην περιφάνειαν εσύντυσσεν μαζίν της.
«Να μόδωσες έναν φιλείν ποκάτω στο κανάτζιν,
εμείνισκα τζι’ εσύναα μαζί σου το παμπάτζιν»,
Τζι’ επολοήθην η Βραγκού του κούσουλου τζιαί λέει,
λόγια που δεν αξίζασιν, έτσι ν’ ακούσει θέλει.
«Λάμνε, οχτρέ, στ’ ανάθθεμαν τζιαί λείψε απ’ ομπρός μου
γιατ’ αν τ’ ακούσ’ ο αφέντης μου, κόβκει μου τον λαιμό μου.»
Τζιαί πολοάται πάνιν τους τζιαί λέει τζιαί λαλεί της
τζιαί μ’ ένα βλέμμαμ άσσημον, που σσει την τζεφαλήν της.
«Να μόδωσες ένα φιλείν που την δεξιά σου βούκκαν,
μαρκαριτάριν σόπεμπα μέσα `ς γρυσήν αμπούσταν.»
Τζιαί πολοάται τζι΄η Βραγκού τζιαί λέει τζιαί λαλεί του.
«Εγώ `χ’ αφέντην δυνατόν καλλύττερον ποσέναν,
πρέπει τζι΄εσού να μου λαλείς με λόγια τιμημένα»
Τζιαί πολοάται ο Τσιτσεκλής τζιαί της Βραγκούς τζιαί λέει,
να μάθει τζιαί τη γνώμην της τζιαί το γλυτζύν της λέει.
«Τον μήναν που γεννήθητζες ούλα τα δέντρ’ αθκιούσαν,
τζι’ εππέφταν τ΄άθθη πάνω μας τζι’ εμυρωδοκοπούσαν.»
Τζιαί πολοάται η Φραγκού τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους,
γη να περάσουν στο καλό, γή σπα την τζεφαλήν τους.
«Περάστε, τα κουσουλικά, με σας κακοδιτζήσω,
να σύρω τη σαΐτταν μου τζιαί να σας τζυνηνήσω.»
Ούλην την στράταν πκιάννουσιν τζι’ ούλον το μονοπάτιν
τζι’ εφτάσασι στης Ζωγγραφούς ποκώτω στο παλάτιν·
χτυπούν γυρών του πύρκου της τζιαί πόρταν δεν εβρίσκουν,
τότες εστάθησαν τζι’ οι τρεις, σαν τα χτηνά μεινίσκουν·
χτυπούν γυρόν, άλλο γυρόν τζιαί κόβκουν πόναν ρώδιν,
τζιαί πκιάννουν το πετραύλακον τζιαί παν εις του δεσπότη·
ηύρασιν τζιαί τον δούλον του τζι’ έβκαιννεν με τον μπότην·
«ώρα καλή, Σκληρόπουλλον, τζιαί δούλε του δεσπότη,
πού πάεις με το ροδόστεμμαν τζι’ εγέμωσες τον μπότην;»
Τζιαί τον δεσπότην προσσυνούν τζιαί στέκουσιν αλάρκα,
έτσι τζιαί με ταπείνωσιν τα `μορφα παλληκάρκα.
Τζιαί πολοάται ο δκιάκος του τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους,
ετζείνους εν πομίλησεν τζ’ επήρεν την βουλήν τους.
«Καλώς τα, τα κουσούλικά, να φαν να πιούν μιτά μας,
τα μέγα παλληκάρκα μας, τα γειτονόπουλλά μας·
να φάτε άδριν του λαού, να φατ’ οφτόν περτίτζιν,
πόσσετε των αλό(γ)ων σας ολόγρυσον καλλίτζιν.
Φέρτε τσαέρα βράντζιτζην του Τσιτσεκλή να κάτση,
πόνι του δρόμου τζι’ έρκεται τωρά να ησυχάση.»
Τζιαί πολοάται Τσιτσεκλής τζιαί λέει τζιαί λαλεί τους,
απού `τουν τόσο δυνατός τζιαί σσουν την τζεφαλήν τους.
«Παιδίν του Βράγκου δεν είναι, τζιαί βράντζικα να κάτσω,
τζιαί Βράγκον να με κάμετε τζιαί τ΄όνομαν ν’ αλλάξω·
είμαι παιδίν του Έλληνα, παιδίν της Ελληνίδας,
τράντα τσαέρες αρκυρές μοιράδιον επήρα.»
Τραυά την καραμπίνναν του τζι’ από τα τράντα βόλια
εππέσαν τα παράθυρα, που ήταν τα σεντόνια·
εθύμωσεν ο Τσιτσεκλής τζιαί ζάφτι δεν τον κάμμουν,
ούλο με παρακάλεσες στ’ αγγάλια τους τον βάλλουν·
εχάλασεν το ζέφκιν τους, που `χαν τζιαί `ξηφαντώνναν.
Εξέβησαν τζι’ εφύασιν όσ’ ήσαν σωρεμένοι,
τζιαί τζείν’ οι τρεις σαν άντζελοι με τα σπαθκιά ζωμένοι.
Της Ζωγγραφούς ο αδελφός επήε στο παλάτιν,
οπού `χαν με το Τσιτσεκλήν πολλά κρυφήν αγάπην.

Παραλλαγή Μοναγρίου
Το Τραούδιν της Ζωγγραφούς (Σίμων Μενάρδος, Τοπωνυμικαί και Λαογραφικαί Μελέται)




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 231
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 07-07-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο