Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Το Άσμα της Ευδοκίας (ευτοτζιάς)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130447 Τραγούδια, 269377 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το Άσμα της Ευδοκίας (ευτοτζιάς)      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Κύπρος

Η μάν’ α(γ)άπα το παι(δ)ίν τζιαί το παι(δ)ίν τη μάναν,
α(γ)άπαν τον τζι’ α(γ)άπαν την γρόνους δεκατεσσάρους.
Κοντά στους δεκατέσσαρεις η Ευτοτζιά ΄μαθέν το.
Τζιαί πολοάται το παι(δ)ίν της μάνας του τζιαί λέει
- Κανεί* μάνα, το φίλημαν, κανεί μάνα το γιώμαν
κανεί το σφιχταγκάλιασμαν τζι’ η Ευτοτζιά ΄μαθέν το,
Τζιαί πολοάτ’ η μάνα του τζιαί λέει τζιαί λαλεί του
-Πκιάσε το ξινάριν* σου τζιαί λέμνε στ’ άρκον* όρος
ηύρε μιαν κούρβην* της ελιάς τζι’ έβκαρ’ της το τζιούριν,
να πέψω τζιαί την Ευτοτζιά ψουμίν για να σου φέρει
τζιαί σκότωσ’ στην τζιαί θάψε την να μείνουμεν οι δκυό μας.
Τζιαί σγοιόν του είπεν έκαμεν τζιαί σγοιόν του παραντζέλλει,
έπκιασεν το ξινάριν του τζ’ επήεν στ’ άρκον όρος,
ηύρεν μιαν κούρβην της ελιάς τζι’ έβκαλεν το τζιούριν.
Έπεψεν τζιαί την Ευτοτζιά ψουμίν για να του πάρει.
Απού μακρά φωνάζει του από κοντά λαλεί του
- Τίνος εν τζείνον το θαφκειόν τζιαί τζείνον το τζιούριν;
Τζιτρομηλιάν τζι’ αροφαλλεάν* έχω να το φυτέψω.
Τζιτρομηλιά τζι’ αροφαλλεά φοούμαι τζι’ είμ’ εγιώνι,
κανένας εν τζιαί βκάλλει την τζείνην που την βουλήν της.
Μιαν πασπαλιάν* της έδωσεν τζι’ εφάνην το βυζίν της.
Που το θωρεί ο Κωνσταντάς επήρεν τον το κλάμαν
- Παρασσευκήν μεν χτενιστείς, Σάββατον μεν αλλάξεις
τζιαί τζερκατζήν που το πορνόν στην πεθεράν μεν πάεις.
Θέλεις καταύτις το `καμεν τζιαί θέλεις εν ακούσεν.
Παρασσευκήν χτενίζεται, Σαββάτο πα τζιαί αλλάσει
τζιαί τζερκατζήν που το πορνόν στην πεθεράν της πάει.
τζιαί καλημέρα σου τζυρά τζιαί καλημέρα γεια σου.
Που την θωρεί η πεθερά επροσηκώθηκέν της
- Καλώς ήρθεν η νύφφη μου να φα να πκεί μαζί μου
να φάει άχνη του λαού, να φα οφτόν πετρίτζιν
να πκει γλυκόποτον κρασίν που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρρωστοι τζιαί βρέθουνται γιαμένοι.
Τζιαί πολοάτ’ η νύφφη της της πεθθεράς τζιαί λέει
- Άτε να πάμεν πεθθερά τζι’ εμείς στην εκκλησίαν.
Φακκά* τη μάλλαν την χρυσήν τζιαί πάει στο σεντούτζιν.
Παππέξω φόρησεν χρυσά, αππέξω χρυσταλλένια
τέλεια παπέσσω φόρησεν τα μαρκαριταρένια.
Σσερκιές , σσερκές επκιάσασιν στην εκκλησιάν να πάσιν.
Έτσι σαν επηαίννασιν είδεν με(γ)άλο θαύμμαν.
Τζιαι πολοάτ’ η πεθθερά της νύφφης της τζιαί λέει
- Έλα τζι’ εσούνι νύφφη μου, να δεις τζ’ εσού το θάμμαν,
εγέννησ΄η φοράα μας τζι’ έκαμεν τρία πουκάρκα
το ΄ναν εσέν, το ΄ναν εμέν, το ναν έν του γυιού μου.
Σσερκές, σσερκές επκιάσασιν τζιαί πάσιν να τα δούσιν.
Που τον λαιμόν την έπκιασεν τζιαί τζείνην έπνιξέν την.
Έβκαλεν το τζιέριν* της του μά (γ)ειρα το πέρνει
- Μά(γ)ειρα, πρωτομά(γ)ειρα, μά(γ)ειρα τους μα(γ)είρους
μα(γ)είρεψε του γυιούλη μου γλυκού λαού τζιέριν·
βέλε δκυό (α)ξάνια αρτύματα τζιαί δκυό (α)ξάγια πιπέριν
τζι’ έναν καφίζιν ζάχαριν κανείς να μεν το ξέρει.
Τζιαί σγοιόν του είπεν έκαμεν τζιαί σγοιόν του παραντζέλλει,
μα(γ)είρεψεν του γυιούλλη της γλυκού λαού τζιέριν.
βάλει δκυό (α)ξάνια αρτύματα τζιαί δκυό (α)ξάγια πιπέριν
τζι’ έναν καφίζιν ζάχαριν κανείς να μεν το ξέρει.
Νάσου τζιαί τον Κωνσταντάν του κάμπου τζ’ αναφαίνει.
Χτυπά βιτζιάν του μαύρου του, στην μάναν του πη(γ)αίννει.
- `Ωρα καλή σου γε* μάνα τζι’ `ωρα καλή σου γεια σου,
εί(δ)ες εμέν την κάλην μου τζι’ εσέν την Ευτοτζιά σου;
- Τζιαί πέζα, πέζα γυιούλλη μου, πέζα να γιοματίσεις
τζι’ εμείς ξύλα εν είχαμεν τζ’ επήεν να μας φέρει.
Χτυπά βιτσιάν του μαύρου του πάν’ στο λαόνι* βκείνει.
Ευρίσκει ούλλες τες λεγνές τζ’ έρκουνται που τα ξύλα.
- Ώρα καλή σας γιά λεγνές τζι’ ώρα καλή σας γεια σας,
εί(δ)ετε εμέν την κάλην μου τζι’ εσάς την Ευτοτζιάν σας;
Τζιαί πολοούνται οι λεγνές τζιαί λέουν τζιαί λαλούν του
- Σήμμερις εσ’ οχτώ μέρες τζι’ αλλό οχτώ δεκάξι,
πο’ ν’ εί(δ)αμεν την Ευτοτζιάν π’ ομπρός μας να δκιαλλάξει*
Χτυπά βιτσιάν του μαύρου του στην μάνα του πη(γ)αίννει
- Ώρα καλή σου γε μάνα, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
εί(δ)ες εμέν την κάλην μου τζιαί εσέν την Ευτοτζιάν σου;
- Τζιαί πέζα, πέζα γυιούλλη μου, πέζα να γιοματίσεις
τζιαί τώρα η Ευτοτζιά στην εκκλησιάν επήεν.
Χτυπά βιτσιάν του μαύρου του στην εκκλησιάν επήεν.
Βρίσκει τζιαί τον ιερεύ μέσα στην εκκλησίαν.
- Ώρα καλή πνευματιτζιέ τζι΄ώρα καλή τζιαί γεια σου,
εί(δ)ες εμέν την κάλην μου τζιαί εσέν την Ευτοτζιάν σου;
- Κατά Θεόν Κωστάντινε, τζιαί μα την Πανα(γ)ίαν,
εν εί(δ)α την Ευτοτζιάν χαζίριν έναν μήναν.
Χτυπά βιτσιάν του μαύρου του στην μάνα του πη(γ)αίννει
- Ώρα καλή σου γε μάνα, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
εί(δ)ες εμέν την κάλην μου τζιαί εσέν την Ευτοτζιάν σου;
- Τζιαί πέζα, πέζα γυιούλλη μου, πέζα να γιοματίσεις.
Επέζεψεν ο γυιούλλης της, επέζεψεν να φάει.
Παρασσιονώννει* το φλαντζίν τζι’ ομπρός του, του το βάλλει.
Πρώτα προτσιάζει* το φλαντζίν* τζι’ ύστερις συντυχάννει.
- Αν είσαι λεόντας μεν με φας, κουφή* μεν με ρουφήσεις
τζι’ εγιώ είμαι το ταίρι σου τζιαί τρως τζιαί ξιμαρίζεις*
Θέλεις καταύτις το `καμεν τζιαί θέλεις εν ακούσεν,
πάλε ξαναπροτσιάζει το τζιαί τζείνο συντυχάνει
- Εγιώ είμαι το ταίρι σου, τζι’ εγιώ `μ’ η Ευτοτζιά σου.
Τζιαί μιαν κλωτσιάν του έδωσεν τζι’ έφυεν που κοντά του.
Εξέ(β)ητζιεν μεσ’ τη φραχτήν* να πάρει λλί(γ)ον αέρα.
Σκοπά* μέσ’ την κοξούλλαν του, βρίσκ’ αρκυρόν φηκάριν
τζιαί μεσ’ το αρκυροφήκαρον βρίσκε’ αρκυρόν μασσαίριν.
στον ουρανόν το έσυρεν στο σσιέριν του το δέχτην.
Ξαναδιπλάζει τ’ άλλη μιαν μέσ’ το φλατζίν του `ρέχτην.
- Λάμνε τζι’ εσύ ψυχούλλα μου μιτά της Ευτοτζιάς σου.
Τζιεί ΄πο `ν’ να κλέει μάνα της, να κλέει τζι’ η διτζιά σου.
Να κάμνουν το μνημόσυνον οι δκυό συμπεθθεράες,
να πέρνουν να τα λουτουρκούν τζείν’ οι δκυό παπάες.
Επήραν τους τζιαί εθάψαν τους τζιεί πάνω `πο ΄ν’ τα τζιόνια
τζι’ ασπρίζαν τα κρηάτα τους περίτου που τα σιόνια.
Βλαστά η νέα λεμονιά, τζι’ ο παίδκιος τζυπαρίσσιν.
Έσσιυβκεν ο τζυπάρισσος τζι’ εφίλαν λεμονούλλαν,
έσσιυβκεν η λεμονιά τζι’ εφίλαν τζυπαρίσσιν.
Ανάμεσα των δκυό δεντρών άννοιξε μια βρύση
Παν’ τζι’ οι Λαρνατζιώτισσες την βρύσην να γεμώσουν.
Χαμνήσαν τα σταμνιά χαμαί τζιαί τον Θεόν δοξάζουν.
- Δοξάζω σε καλέ Θεέ πούσαι στα ψηλωμένα
Ά(δ)ε σεβτάν που είχασιν τα δκυό αγαπημένα,
σαν εφιλούσαν ζωντανά, φιλούν τζιαί πεθαμμένα.
Ο ουρανός κάμνει νοδκιάν* τζι’ η γη δροσολοάται
τζιαί τζείνος που το έφκαλεν σαν ποιητής λοάται.
Τζείνου πρέπει συχχώρεση, τζι’ εμέναν τ’ ως πολλά τε.
Τζι’ αν είστε ποιητάρι(δ)ες να το κοκκολοάτε.

Εν Άγιον Αμβρόσιω (Λεμεσού) 17 Ιουλίου 1919
Χρυσόστομος Χ. Τσαλαπαττής
αγράμματος ετών 65

Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

κανεί = αρκεί, φτάνει
ξινάριν = αξίνη
άρκον = άγριο
κόρβην = κούφωμα
αροφαλλεά = γαρυφαλλιά
πασπαλιά = ράπωμα, μπάτσο
φακκά = κτυπά
τζιέριν = συκώτι, φλαντζίν
δκιαλλάξει = εμφανιστεί
γε = αντί του κλητικού ώ
λαόνι = πλαγιά βουνού ή λόφου
Παρασσιονώννει = βάζει το φαγητό στο πιάτο
προτσιάζει = πηρουνιάζει
φλαντζίν = συκώτι
κουφή = οχιά
ξιμαρίζεις = λερώνεσαι, μολύνεσαι
φραχτή = περιφραγμένος κήπος
Σκοπά = ερευνά, κοιτάζει
(ε)ρέχτην = πέρασε
νοδκιά = υγρασία, δρόσος




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 210
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 07-07-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο