Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131513 Τραγούδια, 269623 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Άσμα του Γιάννη και της Ευδοκίας      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Κύπρος

Ποφής εκτίσθην (κ)η(β)ωτό τζι’ εθεμελιώθην κόσμος,
εκτίσθην το τεράποδον, απού βαστά τον κόσμον,
εκτίσθην τζι’ Αμμόχουστός, της Κύπρου το ρηγάτον,
εκτίσθην τζ’ η Αγιά Σοφία με το Κωσταντινάτον,
εμαργελλώθην θάλασσα τριγύρου με τον άμμον,
τότε εσφάκτην όρνιθα τζι’ εδείχθην το ζιννάπιν,
εδείχθην πρώτα το φιλίν τζ’ η πικραμμένη αγάπη.
Αγάπαν τον τζ’ αγάπαν την χρόνους δεκατεσσάρους,
πάνω στους δεκατέσσερεις η Ευδοκιά εμαθέν το
τζ’ πολογειέται ο Γιαννακός της μάνας του και λέ(γ)ει:
«Κανεί, μανά, το φίλημαν, κανεί το τσίπημάν σου,
κανεί το σφικταγκάλιασμαν, τζι’ ο κόσμος νιελά μας.»
Τζ’ απολογειέται η λυ(γ)ερή, του Γιαννακού τζιαί λέ(γ)ει:
«Φίλεινε, υιέ μου, φίλειννε, τσίπαννε, Γιάννη, τσίμπα,
τζιαί σφικταγκάλιασμ’ με σφικτά, σαν ήσουν μαθημένος,
αν το `μαθεν τζι’ Ευδοκιά, άφες την να το μάθει.
Σηκώθου τζιαί που το πορνόν τζιαί νίφτου τζιαί στολίστου,
τζιαί πκιάσε το τσαππούριν σου τζιαί λέμνε στ’ άρκον όρος
για νά ΄βρεις κόρμην της ελιάς τζιαί κάμε την τζιούριν,
να πέψω τζιαί την Ευδοκιάν , ψουμίν για να σου φέρει,
τζιαί σκότωσ’ την τζιεί έξω τζιεί, κανείς να μεν το ξέρει.»
Θέλεις τζιαί εβαρήκουσεν ή καταυτίς το κάμνει,
σηκώθηκεν που το πορνόν τζι’ ενίφτην τζι’ εστολίστην
τζι’ έπκιασεν το τσαππούριν του τζι’ επή(γ)εν στ’ άρκον όρος,
τζιαί βρίσκει κόρμην της ελιάς τζιαί κάμνει την τζιούριν·
έπεψεν τζιαί την Ευδοκιάν, ψουμίν για να του πάρει,
απού μακρά τον χαιρετά τζιαί απού κοντά του λέ(γ)ει:
«Τίνος εν’ τούτον το θαφκειόν, τίνος εν’ το τζιούριν;»
Τζιαί απολογειέται Γιαννακός της λυ(γ)ερής τζιαί λέει:
«Δικόν σου ένι το θαφκειόν, δικόν σου το τζιούρι»,
τζιαί την κλοτσιάν της έδωκεν της λυ(γ)ερής τζιαί ππέφτει·
εξικουμπιάστην καζακάς τζι’ εφάνην το βυζίν της,
τότες είδεν ο Γιαννακός έναν κομμάτιν σσιόνιν.
Τζιαί παπολογειέται Γιαννακός της λυ(γ)ερής τζιαί λέ(γ)ει:
«Τζιαί σήκου, σήκου, λη(γ)ερή, εις την καλήν σου στράταν,
εγιώ θελώ που λλό(γ)ου σου πάντα καλά μαντάτα.»
Σηκώθηκεν η Λυ(γ)ερή εις την καλήν την στράταν,
εστάθηκεν εκεί χαμαί, για να της παραγγείλει:
«Το Σάββατον να μεν πλύννεις, με κυριακήν να αλλάξεις,
Κυριακήν που το πρωίν στην πεθεράν μεν πάεις.»
Θέλεις τζιαί εβαρήκουσεν ή καταυτίς το κάμνει,
το Σάββατον εν’ που `πλύννεν, την Κυριακήν αλλάσσει,
Κυριακήν που το πρωίν στην πεθεράν επή(γ)εν·
που την θωρεί η πεθερά αψώθην τζι’ εθυμώθην,
από την είδεν που κοντά επροσηκώθηκέν της:
«Καλώς ήρτεν η νύφη μου απού τα σσίλια μίλια,
εγιώ αγαπώ την νύφη μου παρά δουκάτα σσίλια.
Έλα να δεις νυφούλλα μου, είντα καλόν εγίνην!
Εγέννησεν η γάρα μας, κάμνει τρία μουλάρκα,
έναν εσέν, έναν εμέν, τζι’ έναν το κυρ Γιαννάκη.»
Σσιερκές, σσιερκές επκιάσασιν τζιαί πάσιν να τα δούσιν,
πρώτα στην τσάμπραν, τον σταμπρίν, που το τσαμπρίν στον σταύλον,
γοιόν σιούφαν που την άρπαξεν, γεράρκα την εσσίζει
τζιαί το φλαντζίν της έπκιασεν στον μά(γ)ειρον το πέρνει.
«Μά(γ)ειρα, πρωτομά(γ)ειρα τζιαί πρώτε τους μα(γ)είρους,
τουν το φλαντζίν που σού `φερα, καλού λα(γ)ού τζιγέριν,
να βάλεις κάγκιον αρτυσσιάν τζιαί κάγκιοναν πιπέριν, ,
νά ΄ρτει ο Γιαννακός να φα, κανείς να μεν το ξέρει.»
Τζιαί νάσου τζιαί τον Γιαννακόν που τ’ όρος κατεβέννει,
εκείνος, που το `ννοιάστηκεν, τρέχει για ν’ αρωτήσει:
«Ώρα καλή σου, ά μάνα, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
που `ν’ την εμέν την κάλην μου, τζι’ εσέν την Ευδοκιάν σου;»
«Τζιαί πέζα, γυιέ μου Γιαννακό, όπου τζι’ αν ένι εννά `ρτει.»
Απολογόθην Γιαννακός της μάνας του και λέγ(ε)ι:
«Αν μεν δω εγιώ την κάλην μου, δε γείρνω να πεζέψω.»
«Λλί(γ)ον νερόν ελείφτηκα τζιαί έπαψα την να φέρει.»
Εγύρισεν ο Γιαννακός στην βρύσιν τζιαί πααίννει,
Εύρεν τζιαί τες λυ(γ)ερές, στέκει τζι΄αναρωτά τες:
«Ώρα καλή σας λυ(γ)ερές, ώρα καλή τζιαί γεια σας,
που `ν’ την εμέν την κάλην μου τζιαί την γειτόνισσάν σας;»
Τζι’ απολογούνται λυ(γ)ερές του Γιαννακού τζιαί λέσιν:
«Θαυμάζουμέν σε Γιαννακό, στα λόγια που μας λέ(γ)εις
στες τσάμπρες την ανέγυιωσες, στην βρύσιν την γυρεύκεις!»
Εγύρισεν ο Γιαννακός στην μάνα του πη(γ)αίννει.
«Ώρα καλή σου, ά μανά, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
πού `ν’ την εμέν την κάλην μου τζι’ εσέν την Ευδοκιάν σου;»
Τζι, απολογήθην η λυγερή του Γιαννακού τζιαί λέ(γ)ει:
«Τζιαί πέζα, γυιέ μου Γιαννακό, όπου τζι’ αν είν’ εννά `ρτει.»
«Αν δε δω εγιώ την κάλη μου, δε γείρνω να παζέψω.»
«Λλί(γ)α ξύλα ελείφτηκα τζι’ έπεψα την να φέρει.»
Έγυρεν ο Γιαννακός στα όρη τζιαί πααίννει,
Εύρεν τζιαί τες λυ(γ)ερές, στέκει τζι’ αναρωτά τες:
«Ώρα καλή σας λυ(γ)ερές, ώρα καλή τζιαί γεια σας,
που `ν’ την εμέν την κάλην μου τζιαί την γειτόνισσάν σας;»
«Θαυμάζουμέν σε Γιαννακό, στα λόγια που μας λέ(γ)εις
στες τσάμπρες την ανέγυιωσες, στα όρη την γυρεύκεις!»
Εγύρισεν ο Γιαννακός στην μάνα του πη(γ)αίννει.
«Ώρα καλή σου, ά μανά, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
πού `ν’ την εμέν την κάλην μου τζι’ εσέν την Ευδοκιάν σου;»
«Τζιαί πέζα, γυιέ μου Γιαννακό, όπου τζι’ αν είν’ εννά `ρτει.»
«Αν δε δω εγιώ την κάλη μου, δε γείρνω να παζέψω.»
«Σήμμερα τρίτη τρεις έχει, στην μάνα της επή(γ)εν.»
Εγύρισεν ο Γιαννακός στην πεθθερά πη(γ)αίννει.
«Ώρα καλή σου ά κυρά, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
που `ν’ την εμέν την κάλην μου, τζι’ εσέν την Ευδοκιάν σου;»
«Θαυμάζουμαί σε Γιαννακό, στα λόγια που μου λέ(γ)εις
έσσω σου την ανέγυιωσες, κοντά μου την γυρεύκεις·
σήμμερον έσσει οχτώ μέρες και το πορνόν δεκάξι,
που δεν είδα εγιώ την κόρην μου έσσω μου να δκιαλλάξει!»
Εγύρισεν ο Γιαννακός στην μάνα του πη(γ)αίννει.
«Ώρα καλή σου, ά μανά, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
πού `ν’ την εμέν την κάλην μου τζι’ εσέν την Ευδοκιάν σου;»
«Τζιαί πέζα, γυιέ μου Γιαννακό, τζι’ η Ευδοκιά ποθαίνε.»
Εγύρισεν ο Γιαννακός στην εκκλησσιάν πη(γ)αίννει,
τρεις γυρούς εγύρισεν τζιαί μνήμαν δεν εβρίσκει,
εγύρισεν ο Γιαννακός στην μάναν του πη(γ)αίννει,
«Ώρα καλή σου, ά μανά, ώρα καλή τζιαί γεια σου,
πού `ν’ την εμέν την κάλην μου τζι’ εσέν την Ευδοκιάν σου;»
τζι’ απολογειέται η λυ(γ)ερή, του Γιαννακού τζιαί λέ (γ)ει:
«Τζιαί πέζα, γυιέ μου Γιαννακό, να πάω να σου τη φέρω.»
Έγειρεν τζιαί επέζεψεν πάνω σε μιάν τσαέραν,
εσφότζισεν τα αμμάδκια του με μιαν χρυσήν παρπέραν.
Εγύρισεν η μάνα του στον μά(γ)ειρον πη(γ)αίννει.
«Ώρα καλή σου μά(γ)ειρα, τζιαί πρώτε τους μα(γ)είρους,
τουν το φλαντζίν μου σού `φερα, καλού λα(γ)ού τσιγέριν,
έβαλες κάντιον αρτυσσιάν τζιαί κάντιοναν πιπέριν,
ήρτεν ο Γιαννακός να φα, τζείνος να μεν το ξέρει;»
Απολογήθην μά(γ)ειρας της λυ(γ)ερής τζιαί λέει:
«Τουν το φλαντζίν, που μού `φερες, καλού λα(γ)ού τζιγέριν,
έβαλα κάντιον αρτυσσιάν τζιαί κάντιοναν πιπέριν,
ήρθεν ο Γιαννακός να φα, τζείνος να μεν το ξέρει,
εννιά φορές το χόχλασα τζιαί το φλαντζίν εκόγγαν.»
'Επκιασεν τζιαί επήρεν το, έβαλεν το τραπέζιν,
απολογήθην το φλαντζίν του Γιαννακού τζιαί λέ(γ)ει:
«Αν είσαι σσύλος, τρώ(γ)εις με, Σαρατζηνός μασάς με,
αν είσαι ο κάλος μου μέν με φας, να μεν ηξιμαρίσεις.»
Τζιαί την κλοτσιάν της έδωσεν, εκεί χαμαί ΄σηκώθην,
πρώτα στην τσάμπραν, στο τσαμπρίν, που το τσαμπρίν στον σταύλον,
που την ζερβήν του τη μερκάν τζιαί δε θωρεί κανέναν,
την δεξιάν του τη μερκάν είδεν τζιαί την καλήν του·
έσσυψεν τζιαί εφίλησεν δκυό σσέρκα σταυρωμμένα
έσσυψεν τζιαί εφίλησεν δκυό σσείλη μαραμμένα.
Έτανυσεν την Κόξαν του, έβκαλεν το σπαθίν του,
στον ουρανόν το δέχτηκεν τζι΄έμπην εις στο φλαντζίν του.
«Άμε τζιαί σου ψυχούλλα μου μιτά της ιδικής μου,
όπως να κλαίν τ΄αδέρκια της, ας κλαίν τζιαί τα δικά μου,
όπως να κλαίει μάνα της, ας κλαίει τζιαί η δική μου,
ας κάμνουν τα μνημόσυνα οι δκυό οι πεθθεράες.»
Τζείνος ποθ μοθ το έμαθεν σαν ποιητής λο(γ)άται,
τζείνου πρέπει συγχώρεσιν, εμέναν τ’ ώς πολλά τε.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 243
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 07-07-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο