Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η Λυερή: έτερον κυπριακόν άσμα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130398 Τραγούδια, 269368 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η Λυερή: έτερον κυπριακόν άσμα      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Κύπρος

Πάνω στην πάνω γειτονιάν, κει πάνω, στην απάνω
μια λυερή ψυχομαχεί και πάμεν να την δούμεν.
Οι τρεις της συνομήλικες πάσιν, για να την δούσιν,
η μια πκιάννει βασιλικιάν κι η άλλη το μερσίνιν
η τρίτη κι η καλύττερη τα μήλα στο μαντήλιν.
Ούλην την στράταν πκιάννουσιν στη λυερήν και πάσιν,
η μια’ κατσεν εις στο σκαμνίν κι η άλλη στην σεντούκαν
η τρίτη κι η καλύττερη πάνω στην μαγουλούκαν.
Γυναίκα που’ ταν φρένιμη, φρένιμα πολοήθην,
κι επολοήθην κι είπεν της και λέει και λαλεί της:
- Ούλες, κόρη αγαπήσαμεν, ούλες κορ’ , αγαπούμεν,
εσού’ δωκες κι αγάπησες αγάπην του θανάτου;
Επολοήθην κι είπεν της και λέει και λαλεί της:
- Εσού’ δωκες κι αγάπησες που τίποτε παρκάτου,
εγιώ’ δωκα κι αγάπησα της Βενεδκιάς δουκάτον
εσού’ δωκες κι αγάπησες από τους κοσκινάδες,
εγιώ’ δωκα κι αγάπησα από τους αφεντάδες
εσού’ δωκες κι αγάπησες από τους κωμοδρόμους,
εγιώ’ δωκα κι αγάπησα από τους ζιντολόμους.
Επολοηθήκαν λυερής και λέουν και λαλούν της:
-Μυρίστου την βασιλικιάν και δάκκα και το μήλον,
σείστου, λυίστου, λυερή, κι έλα στο παναθύριν.
Ενέβην έσσω κι άλλαξεν ρούχα της φορεσιάς της,
με μακριά, μήτε κοντά, ίσια της ελικιάς της
π’ αππέσω φόρησεν χρυσά, π΄αππέξω χρυσταλλένια,
τέλεια π΄αππέξω φόρησεν τα μαρκαριταρένα
και καζακάν ολόχρυσον, κι εσκέπασεν τα τέλεια.
Σαν την παπίραν έτρεχεν, σαν το τρυγόνιν πάει,
σκειέται και λυγίζεται, στο παναθύριν πάει
και επολοήθην λυερή και λέει και λαλεί τους:
- Θωρείτε κείνον το βουνόν το πράσινον λαγκάδιν;
Κει πάνω εν τούτος που αγαπώ, το καθαρόν χρυστάλλιν.
Επκιάσασιν κι οι λυερές τα προς τα πίσω πάσιν,
ούλην την στράταν πκιάσασιν, ούλον το μονοπάτιν
το μονοπάτιν βκάλει τες στου νιούλλικου τον πύρκον.
Και που τες είδεν νιούλλικος, επροσηκώθηκεν τους:
- Καλώς ήρταν οι λυερές, να φαν να πιούν μετά μας
να φάσιν άγριν του λαγού, να φαν οφτόν περτίκιν,
να φαν αρκοκεράμιδον, που τρων οι αργγωμένοι
να πιούσιν και γλυκόποτο κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρωστοι και βρέθουνται γιαμένοι.
Γυναίκες πού΄ταν φρένιμες, φρένιμα πολοούνται:
- Κι εμείς δαμέ εν ήρταμεν να φάμεν για να πιούμεν,
να φάμεν άγριν του λαγού, να φάμ’ οφτόν περτίκιν
να φάμ’ αρκοκεράμιδον, που τρων οι αργγωμένοι,
να πιούμεν και γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι
που πίννουν το οι άρωστοι και βρέθουνται γιαμένοι.
Κι α γυιό της καρκιοζύμωτης, κι α παραδιαρτισμένε,
κι α μονογυιέ της μάνας σου, και νιέ χαριτωμένε
την νέαν απ’ αγάπησες την ορφανήν, την ξένην,
μέσ’ στο κρεβάτιν νκίσε της, σγοιάν να΄τουν πεθαμμένη!
Κι επολοήθην νιούλλικος και λέει και λαλεί τους:
- Πήρα τρία φιλήματα που μέσα στο παλάτιν,
κείνα ήταν τα πρώτα της και τα υστερινά της!
Εστράφησαν οι λυερές με δκυό χείλη καμένα
ούλην την στράταν πκιάνουσιν, ούλον το μονοπάτιν,
το μονοπάτιν βκάλλει τες στης λυερής το σπίτιν.
Κει που τες είδεν λυερή, επροσηκώθηκεν τους:
-Καλώς ήρταν οι λυερές με τα καλά μαντάτα,
καλώς ήρταν οι λυερές με τα κακά μαντάτα.
Κείνες επολοήθησαν και λέουν και λαλούν της:
- Κείνον πήαμεν και ηύραμεν στο φέγγος κι εδειπνιέτουν,
χρυσές ήταν οι τάβλες του και τ’ αργυροσινιά του
χρυσοί ήτουν οι ανθρώποι του, που κάθουνταν κοντά του.
Κει που μας είδεν νιούλλικος, επροσηκώθηκεν μας:
-Καλώς ήρταν οι λυερές, να φαν να πιούν μετά μας
να φάσιν άγριν του λαγού, να φαν οφτόν περτίκιν,
να φαν αρκοκεράμιδον, που τρων οι αργγωμένοι
να πιούσιν και γλυκόποτο κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι,
απού το πίννουν άρωστοι και βρέθουνται γιαμένοι.
Κι του επολοηθήκαμεν, λαλούμεν κι είπαμεν του:
- Κι εμείς δαμέ εν ήρταμεν να φάμεν για να πιούμεν,
να φάμεν άγριν του λαγού, να φάμ’ οφτόν περτίκιν
να φάμ’ αρκοκεράμιδον, που τρων οι αργγωμένοι,
να πιούμεν και γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι
που πίννουν το οι άρωστοι και βρέθουνται γιαμένοι.
Κι α γυιό της καρκιοζύμωτης, κι α παραδιαρτισμένε,
κι α μονογυιέ της μάνας σου, και νιέ χαριτωμένε
την νέαν απ’ αγάπησες την ορφανήν, την ξένην,
μέσ’ στο κρεβάτιν νκίσε της, σγοιάν να΄τουν πεθαμμένη!
Κι επολοήθην νιούλλικος και λέει και λαλεί μας:
- Πήρα τρία φιλήματα που μέσα στο παλάτιν,
κείνα ήταν τα πρώτα της και τα υστερινά της!
Κει, που τ΄ακούει λυερή, και το ριόν την πκιάννει,
βάλλει της μάνας της φωνήν’ που κάτω στο κατώιν:
- Φέρ’ μου την αραβώναν μου την παραχρυσωμένην,
να τη φιλήσω μιαν και δκυό, να γείρω να πεθάνω.
Κι ο νέος που την αγαπά, στην πόρταν εν που στέκει,
κι επολοήθην και είπεν της και λέει και λαλεί της:
- Και κόρη πόσο μ΄αγαπάς, κόρη να σ΄αγαπήσω;
Κι επολοήθην κι είπεν του και λέει και λαλεί του:
- `Οσ’ άστρα έχει ο ουρανός κι η θάλασσα τα ψάρκα.
Εδώσαν κι αγκαλιάστησαν και χορτασμόν εν είχαν.
ότι κι εποχωρίστησαν, πολλήν καμόν αφήκαν.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 127
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 05-08-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο