Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Μικροκωνσταντίνος: Ακριτικόν Άσμαν Κύπρου
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130430 Τραγούδια, 269371 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Μικροκωνσταντίνος: Ακριτικόν Άσμαν Κύπρου      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Κύπρος

Ο Κωσταντάς τζι’ ο Μικροκωσταντάς τζι’ ο Μικροκωσταντίνος
αχνά `τρώεν. αχνά `πιννεν τζι’ αχνήν γεκαίκα πέρνει.
Τζι’ ήρτεν βουλή που τον Θεόν να πάη στο ταξίδιν.
Τζι’ άππαρος τ’ ακαλλύκωτος τζι΄η ώρα του ΄τουν λλίη.
Πκιάννει τζιαί καλλικώννει τον στ’ άστρα τζει στο φεγγάριν.
Τζι’ η κόρη που τον α(γ)απά τζι’ η κόρη που τον θέλει,
άφτει τζερίν τζιαί φέντζει του, ποτήριν τζιαί τζερνά του,
κάθε πιννιάν που του διά τζι’ έναν λόον του λέει.
- Τζιαί πού πάεις αφέντη μου τζιαί μέναν πού μ’ αφίννεις;
- Εις τον Θεόν σ’ αφείνω κάλη μου τζι’ ύστερις στην Παρτέναν,
'φίννω σε τζι’ εις τη μάναν μου τρζπεζοκαθησμένην·
- Έγλεπε την άσπρη μου, μάνα μου, την τζυράν μου,
να της ηστρώννης ΄πο ΄νωρίς να ππέφτη που τ’ ανώρας,
να την ξυπνάς νάκκον πορνόν με τη μαράν’ ο ύπνος.
- Πήαιννε, γυιέ μου στο καλόν, την έννοιαν της μεν έσσιεις.
Όσον τζι΄επαρεξέβηκεν τζιαί πα’ καμπόσον τόπον,
έπεψεν στον ψαλλιάν τζιαί φέρνει μιαν ψαλλίαν,
έπεψεν στον τσαεράν τζιαί φέρνει μιαν τσαέραν
τζιαί που το φτιν την έπκιασεν τζει πάνω την καθίσκει.
Τζιαί κόβκει τα μαλλάτζια της γύρω - γυρ’ ως τα φκιά της,
μιαν σκούφκιαν της εφόρησεν, καλοηρίν την κάμνει.
Τζιαί δκιά της πέντε πρόβατα τζιαί δκιά της πέντε γίδκια,
δκιά της πεντέξι καυκαλιές τζιαί κάμποσα κρομμύδκια
τζι’ έδωκέν της αρφανής ακόμα τζιαί μια σσύλλαν.
- Έσσιε τον νούν σου, άσπιστη, έσσιε τον νουν σου σσύλλα,
τζι’ αν μεν σσιλιάσουν πρόβατα, τζι’ αν μεν σσιλιάσουν γίδκια
τζι’ αν μεν σσιλιάσουν τα σσυλλιά στον λάκκον μεν τα φέρεις.
Όσον τζι’ επαρεξέβηκεν τζιαί πα’ κόμποσον τόπον,
βρίσκει μιαν πέτραν ριζιμιάν τζιαί γέρνει τζιαί κουμπίζει.
κροννοίει τες αγγάλες της τζιαί τον Θεόν δοξάζει.
- Δοξάζω σε καλέ Θεέ, πού `σαι στα ψηλωμένα,
απού γινώσκεις τα κρυφά τζιαί τα φανερωμένα,
Θεέ τζι’ αν είμαι πλάσμαν σου, πόκουσ’ μου τζι’ εμέναν,
για να σσιλλιάσουν πρόβατα, για να σσιλλιάσουν γίδκια,
τζιαί να σσιλλιάσουν τα σσυλλιά στον λάκκον να τα πάρω.
Θέλεις άγιος Θεός ήτουν, Χριστός τζι’ επάκουσέν της.
Τ’ αρνί αρνίτσιν έκαμεν τζιαί μάνα από πέντε
τζι’ η σσύλλα η λαμπρόστομη κάθε τζοιλιάν `κοσπέντε.
Τζι’ έτσι σσιλλιάσαν πρόβατα τζι’ έτσι σσιλλιάσαν γίδκια
τζι’ έτσι σσιλιάσαν τα σσυλλιά στον λάκκον να τα πάρη.
Τζιαί βάλλει τα μερτσάνια της κου(δ)ούνια των σφαχτών της
τζιαί βάλλει τα βρασσόλλια της λητάρκα των σσυλλιών της,
τζιαί μιαν σφυρκάν τους έβαλε στον λάκκον καταιβαίνουν.
Τζιαί νά σου τζιαί τον Κωσταντά που `ρτεν που το ταξίδιν.
- Βρε πκοιού `ναι τουν’ τα πρόβατα τα χρυσοκου(δ)ουνάτα
τζιαί πκοιού `ναι τούτα τα σσυλλιά τα γρυσοληταράτα;
- Άτε να πάης, Κωνσταντά, να πάης στη δουλειά σου,
όϊ τωρά στα ύστερα να εύρης τον πελά σου.
- Πκοιού εν’ τούτα τα σφαχτά τα γρυσοκου(δ)ουνάτα
τζιαί πκιού εν τούτα τα σσυλλιά τα χρυσοληταράτα;
Λέμνε να πάης Κωσταντά, να πάης στην δουλειά σου,
τζιαί λιματεύκω τα σσυλλιά τζιαί σσίζουν τα μερκά σου.
- Σύρε νερόν καλοηρίν να πκιώ τζι’ εγιώ τζι’ ο μαύρος.
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στην μάναν του τζιαί πάει.
- Μάνα τζιαί ΄πού ν’ την κάλη μου τζιαί πού `ναι την τζυρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να σβήσουν τα λαμπρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να γύρω να πεζέψω.
Γύρε τζιαί πέζα γυιούλλη μου, να φας να γιοματίσης
τζιαί σήμμερις η κάλη σου επήεν εις την βρύσιν.
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στην βρύσι καταιβαίνει,
στο τρέξιμον του μαύρου του, γύρισμαν του σπαθκιού του,
βρίσκει τες συνομίλισσες τζι’ έρκουντουν που τη βρύσιν.
- Γεια σας συνομίλισσες τζι’ εμέν που’ ν’ την τζυράν μου;
Θαμμάζουμεν σε, Κωσταντά, στα λόγια που μας λέεις·
'π’ αφίς τζι’ αντάν εξέβηκες, η κάλη σου εχάθη.
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στην μάναν του τζιαί πάει.
- Μάνα τζιαί ΄πού ν’ την κάλη μου τζιαί πού `ναι την τζυρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να σβήσουν τα λαμπρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να γύρω να πεζέψω.
Γύρε τζιαί πέζα γυιούλλη μου, να φας να γιοματίσης
τζιαί σήμμερις η κάλη σου επήεν εις τα ξύλα.
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στο όρος καταιβαίνει·
στο τρέξιμον του μαύρου του, γύρισμαν του σπαθκιού του,
μπάζει των συνομήλισσων τζι’ έρκουντουν που τα ξύλα.
Θαμμάζουμεν σε, Κωσταντά, στα λόγια που μας λέεις·
'π’ αφίς τζι’ αντάν εξέβηκες, η κάλη σου εχάθη.
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στην μάναν του τζιαί πάει.
- Μάνα τζιαί ΄πού ν’ την κάλη μου τζιαί πού `ναι την τζυρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να σβήσουν τα λαμπρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να γύρω να πεζέψω.
Γύρε τζιαί πέζα γυιούλλη μου, να φας να γιοματίσης
τζιαί σήμμερις η κάλη σου στην μάνα της επήεν.
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στην πεθθεράν του πάει.
- Τζυρά τζιαί που ν’ την κάλη μου τζι’ εσέναν το παι(δ)ΐν σου;
Θαμμάζουμαί σε, Κωσταντά, στα λόγια που μου λέεις,
'π’ αφίς τζι’ αντάν εξέβηκες, εν εί(δ)α το παι(δ)ΐν μου.
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στην μάναν του τζιαί πάει.
Σσύλλα ΄πού ν’ την κάλη μου τζιαί πού `ναι την τζυρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να σβήσουν τα λαμπρά μου,
να τη φιλήσω μιαν τζιαί δκυό να γύρω να πεζέψω.
Γύρε τζιαί πέζα γυιούλλη μου, να φας να γιοματίσης
τζι’ η κάλη σου επέθανεν είντα μπορείς να ποίσης;
Φερνιστηρκάν του μαύρου του στην εκκλησσιάν πααίννει.
Χτυπά γυρόν της εκκλησσιάς μνήμαν νωστόν δεν ήυρεν
τζι’ εις την δεξιάν της εκκλησσιάς στέκει τζιαί `κρολοάται
τζι’ άκουσεν τότες του παπά `πο’ `σσω να ψουψουράται.
Εσύ παπά, τρουλλόπαπα, πού `θαψεις την τζυρά μου;
Θαμμάζουμαί σας άρκοντες, όπου τζι’ αν ηυρεθήτε,
πρώτ’ αχτυπάτε πασπαλιάν τζι’ ύστερις αρωτάτε·
να κάμης μιαν γιορτήν μιτσιάν τζιαί μιαν γιορτήν μεάλην
τζι’ εις τη μεάλην σου γιορτήν να πκιάσεις να καλέσης,
που δύσιν, ως ανατολήν τζι’ όσους έσσ’ ο κόσμος,
καλιείς τζιαί το καλοηρίν για να σου τραουδήση.
Έκαμεν μιαν γιορτήν μιτσιάν τζιαί μιαν γιορτήν μεάλην
τζιαί στην μεάλην την γιορτήν εξέ(β)ην να καλέση.
Εξέ(β)ητζεν τζ’ εκάλεσεν `π’ ανατολήν ως δύσιν,
καλιεί τζιαί το καλοηρίν για να του τραουδήση.
- Τραούδα μου, καλοηρίν, για να περιχαρήσω
τζι’ αν εξημιώσουν πρόβατα, εγιώ `χω να μετρήσω.
Ο Κωσταντάς, ο Μικροκωσταντάς, ο Μικροκωσταντίνος
αχνά `τρώεν. αχνά `πιννεν τζι’ αχνήν γεκαίκα πέρνει.
Τζι’ ήρτεν βουλή που τον Θεόν να πάη στο ταξίδιν.
Τζι’ άππαρος τ’ ακαλλύκωτος τζι΄η ώρα του ΄τουν λλίη.
Πκιάννει τζιαί καλλικώννει τον στ’ άστρα τζει στο φεγγάριν.
Τζι’ η κόρη που τον α(γ)απά τζι’ η κόρη που τον θέλει,
άφτει τζερίν τζιαί φέντζει του, ποτήριν τζιαί τζερνά του,
κάθε πιννιάν που του διά τζι’ έναν λόον του λέει.
- Μα πού πάεις αφέντη μου τζιαί μέναν πού μ’ αφίννεις;
- Φίννω σε πρώτ στον Θεόν τζι’ ύστερις στην Παρτέναν,
'φίννω σε τζι’ εις τη μάναν μου τρζπεζοκαθησμένην·
- Φύλαε την κάλη μου, μάνα μου, την τζυράν μου,
να της ηστρώννης `π’ ανωρίς να ππέφτη που τ’ ανώρας,
να την ξυπνάς νάκκον πορνόν με τη μαράν’ ο ύπνος.
- Πήαιννε, γυιέ μου στο καλόν, την έννοιαν της μεν έσσιεις.
Όσον τζι΄επαρεξέβηκες τζιαί πας καμπόσον τόπον,
έπεψεν στον ψαλλιάν τζιαί φέρνει μιαν ψαλλίαν,
έπεψεν στον τσαεράν τζιαί φέρνει μιαν τσαέραν
τζιαί που το φτιν την έπκιασεν τζει πάνω την καθίσκει.
Τζιαί κόβκει τα μαλλάτζια της γύρου - υρού στα φκιά της,
μιαν σκούφκιαν της εφόρησεν, καλοηρίν την κάμνει.
- Σήκου να πας καλοηρίν, να πας εις την δουλειά σου,
τζι’ αν ηζημιώσουν τα σφαχτά εν’ να `βρης τον πελά σου.
Να πά, να πάω το φτωχόν, να πάω στη δουλειά μου,
τζι’ αν ηζημιώσουν τα σφαχτά εν’ να `βρης τον πελά μου.
- Τραούδα μου καοηρίν για να περιχαρήσω
τζι’ αν εξημιώσουν πρόβατα, εγιώ `χω να μετρήσω.
Τζιαί δκιά της πέντε πρόβατα τζιαί δκιά της πέντε γίδκια,
δκιά της πεντέξι καυκαλιές τζιαί τέσσερα κρομμύδκια
έδωσέν μου της αρφανής τζιαί τζείνης μια σσύλλαν.
- Έσσιε τον νουν σου, άσπιστη, έσσιε τον νουν σου σσύλλα,
τζι’ αν μεν σσιλιάσουν πρόβατα, τζι’ αν μεν σσιλιάσουν γίδκια
τζι’ αν μεν σσιλιάσουν τα σσυλλιά στον λάκκον μεν τα φέρεις.
Όσον τζιαί παρεξέβηκεν τζιαί πα’ κόμποσον τόπον,
βρίσκει μιαν πέτραν ριζιμιάν τζιαί γέρνει τζιαί κουμπίζει.
- Δοξάζω σε καλέ Θεέ, πού `σαι στα ψηλωμένα,
απού γινώσκεις τα κρυφά τζιαί τα φανερωμένα,
Θεέ τζι’ αν είμαι πλάσμαν σου, πόκουσ’ μου τζι’ εμέναν,
για να σσιλλιάσουν πρόβατα, για να σσιλλιάσουν γίδκια,
τζιαί να σσιλλιάσουν τα σσυλλιά στον λάκκον να τα πάρη.
- Σήκου να πας καλοηρίν, να πας εις την δουλειά σου,
τζι’ αν ηζημιώσουν τα σφαχτά εν’ να `βρης τον πελά σου.
Να πά, να πάω το φτωχόν, να πάω στη δουλειά μου,
τζι’ αν ηζημιώσουν τα σφαχτά εν’ να `βρης τον πελά μου.
- Τραούδα μου καοηρίν για να περιχαρήσω
τζι’ αν εξημιώσουν πρόβατα, εγιώ `χω να μετρήσω.
Τζιαί βάλλει τα μερτσάνια της κου(δ)ούνια των σφαχτών της
τζιαί βάλλει τα βρασσόλλια της λητάρκα των σσυλλιών της,
τζιαί μιαν σφυρκάν τους έβαλε στον λάκκον καταιβαίνουν.
Τζιαί νά σου τζιαί τον Κωσταντά που `ρτεν που το ταξίδιν.
- Πκοιού ένι τουν’ τα πρόβατα τα χρυσοκου(δ)ουνάτα
τζιαί πκοιού εν τούτα τα σσυλλιά τα γρυσοληταράτα;
- Σύρε να πάης, Κωνσταντά, να πάης στη δουλειά σου,
μήπως τωρά στα ύστερα να εύρης τζιαί τον πελά σου.
- Μα πκοιού εν’ τούτα τα σφαχτά τα γρυσοκου(δ)ουνάτα
τζιαί πκιού εν τούτα τα σσυλλιά τα χρυσοληταράτα;
Λέμνε να πάης Κωσταντά, να πάης στην δουλειά σου,
τζιαί λιματεύκω τα σσυλλιά τζιαί σσίζουν τα μερκά σου.
- Σήκου να πάς καλόηρε, να πας εις την δουλειά σου,
πκιάννω τζείν’ το χονρόξυλον τζιαί σπάζω τα μυαλά σου.
Μάνα εν εν’ καλόηρος, παρά ένι η τζυρά μου,
που `γύρευκα τζιαί εν ήυρα να σβήσουν τα λαμπρά μου.
Δήννει τα πόδκια της μάνας του εις μιάν αρκόμουλαν,
τα σσιέρκα της στην άλλην.
τζιαί μιαν ξυλιάν τους έδωσεν στο όρος την καταιβάζουν.

Εκ Κώμα του Γιαλού
3 Αυγούστου, 1918




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 134
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 07-07-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο