Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Κυπριακόν ακριτικόν άσμα των τριών αδελφών Διαφυλάκτου ή Θεοφυλάκ
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130447 Τραγούδια, 269377 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Κυπριακόν ακριτικόν άσμα των τριών αδελφών Διαφυλάκτου ή Θεοφυλάκ      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό

Περιοχή:  
Κύπρος

Πουλλιά `που την Ανατολή κι’ άλλα πουλλιά της Δύσης,
κλαίσι τον μέ(γ)αν βασιλέα, κλαίσι τον μέ(γ)αν ρή(γ)αν,
κλαίν’ την Κωνσταντινούπολιν την πολλοκουρσεμένην,
απού την εκουρσεύσασιν εννιά φορές τον χρόνον.
Αφ’ ού δ’ αντρειωθήκασι τρία παιδιά τ’ Αντσούλη,
μηδέ η χώρα παίρνεται, με η πόλις πολεμάται.
Πρωτόμηρος εμήνυσε του μέ(γ)α βασιλέα,
'πού κείν’ τα τρία τα παιδιά θέλει και κείνος ένα.
Στήνει τραπέζι βάλλει τους τσαέρες κι’ ακουμπούσι,
χρουσόν γυαλλί στο χέρι τους και γύρνει τους να πιούσι.
Πάνω στο φαν ΄πάνω στο πιειν και πάνω στον χαβάν τους
επολοήθην κι’ είπεν τους και λέει και λαλεί τους·
Πρωτόμηρος εμήνυσε του μέ(γ)α βασιλέα,
΄που κείν’ τα τρία τα παιδιά θέλει και κείνος ένα.
Σαν τ’ άκουσεν ο Διαφύλακτος αψώθη κι’ εθυμώθη,
κλωτσιάν της τάβλας έδωκε κλωτσιάν και της τσαέρας,
τα γρυσοπροτσοκούταλα στους ουρανούς εβκήκαν,
κι’ επολοήθη κι’ είπεν τους και λέει και λαλεί τους·
Φέρτε μου τον μαύρον μου τον πέτροκαταλύτην,
όπου ρουφά τον άνεμον και πείνει τον Αφρήτην,
και `σαν πεινά ετσά καλά μιαν χώραν καταλεί την·
εφέραν του τον μαύρον του σελλοχαλινωμένον,
περίνουν έν ε(γ)ύρεψεν `σαν ήτο μαθημένος.
Ώστε να ΄πη έχετε γειαν έκοψε χίλια μίλια,
ώστε να `πουν εις το καλόν έκοψεν άλλα χίλια.
Ότε κι’ εκαλοκόντεψεν εις της Συρίας τα μέρη,
'που `χε φουσάτα περισσά, οι κάμποι γεμωσμένοι,
όσ’ άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα `χουν τα δέντρη,
όσον άμμον έχ’ η θάλασσα κι’ ακόμη `τουν `πετίττου,
από μακρά φωνάζει τους κι’ από κοντά λαλεί τους·
Σαρακηνοί αρματόννεσθε και Τούρκοι περιποιέσθε,
μεν δώκωμεν στην μέσην σας και `πήτ’ αρπάξαμέν σας.
Σαρακηνοί αρματόννονται και Τούρκοι περιποιούνται
κι’ έδωκαν εις στην μέσην τους φως των αντρειωμένων,
κι’ εκάπνιζε το στόμα του `σαν φούρνος πυρωμένος.
Καλά τους `πολεμήσασι τρεις νύχτες τρεις ημέρες,
'πα στα τρία μερόκυχτα, ΄πάνω στες τρεις ημέρες
τα δκυό α(δ)έρφια `θέλασι να `βκουν που τα φουσάτα·
'μα `χε παλιούς Σαρακηνούς δράκοντες ακουήτες,
εστήσαν τα λειόφρουρα κι’ επιάσασι τους μαύρους·
ο μαύρος του Διαφύλακτου έκοψε κι’ έφυέν τους.
Φτερνιστηρκάν του μαύρου του ΄πα στο βουνόν εβκαίννει,
βρίσκει μιάν μέτραν ριζιμιάν και γύρνει και πεζεύκει.
Ε(γ)ύρεψε να φα ψουμί κι’ ευρέθη μουχλιασμένον,
ε(γ)ύρεψε να πιή νερόν κι’ εβρέθη θολωμένον.
Δροκδκιάν της πέτρας έδωκε κι’ ανοίξαν πέντε βρύσες,
έφαν κι’ έπιεν ο μαύρος του κι’ εχόρτασε κι’ εκείνος,
και στήννει το ραβτάκι του, κάμνει `νοσιόν και πέφτει,
αννοίει τες αγκάλες του και τον Θεόν δοξάζει·
Θεέ κι’ αν είμαι πλάσμα σου και μένα πόκουσέ μου,
να `δωκε κι’ εξανέφανε τ’ α(δ)έρφι μου Αλιάντρης.
Ψίχα κι’ ο νεός ά(γ)ϊ(γ)ος ήτουν, Θεός κι’ επόκουσέν του,
κι’ έδωκε κι εξανέφανε τ’ α(δ)έρφι του Αλιάντρης.
Κι’ οι δκυό τες σκάλες σμίουσι κι’ οι δκυό τα χαλινάρκα,
κι’ οι δκυό τα μουττοκόνταρα παλαλητοί πη(γ)αίννουν.
Ότε και κοντοφτάννουσιν εις της Συρίας τα μέρη,
'που `χε φουσάτα περισσά, οι κάμποι γεμωσμένοι,
όσ’ άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα `χουν τα δέντρη,
όσον άμμον έχ’ η θάλασσα κι’ ακόμη `τουν `πετίττου.
Από μακράν φωνάζουν τους κι’ από κοντά λαλούν τους·
Σαρακηνοί αρματόννεσθε και Τούρκοι περιποιέσθε,
μεν δώκωμεν στην μέσην σας και `πήτ’ αρπάξαμέν σας.
Σαρακηνοί αρματόννονται και Τούρκοι περιποιούνται·
εδώκαν εις στην μέσην τους φως τους αντρειωμένους,
κι’ εκάπνιζε το στόμα τους `σαν φούρνος πυρωμένος.
Καλά τους `πολεμήσασι τρεις νύχτες τρεις ημέρες,
'πα στα τρία μερόκυχτα, ΄πάνω στες τρεις ημέρες
τα δκυό α(δ)έρφια `θέλασι να `βκουν που τα φουσάτα·
'μα `χε παλιούς Σαρακηνούς δράκοντες ακουήτες,
εστήνναν τα λειόφρουρα κι’ επιάννασι τους μαύρους.
Ο μαύρος του Διαφύλακτου έκοψε κι’ έφυέν τους,
φτερνιστηρκάν του έδωκε ΄πα στο βουνόν εβκαίννει,
κι’ εδώκασι κι επιάσασι τον μαύρον τ’ Αλιάντρη,
εδώκασι κι’ εκόψασι κεφάλι τ’ Αλιάντρη,
κανίσκιν το επήρασι `πάνω του βασιλέα.
Σαν το θωρεί ο βασιλεάς αψώθη κι’ εθυμήθη,
'που το σκαμνίν που κάθετουν τρεις φορές εσηκώθη.
Ο μαύρος του Διαφύλακτου έκοψε κι’ έφυέ τους.
Φτερνιστηρκάν του έδωκε ΄πα στο βουνόν εβκαίννει.
Βρίσκει μιάν πέτραν ριζιμιάν και γύρνει και πεζεύκει,
ε(γ)ύρεψε να φα ψουμί κι’ ευρέθη μουχλιασμένον,
ε(γ)ύρεψε να πιη νερόν κι’ εβρέθη θολωμένον.
Δροκδκιάν της πέτρας έδωκε κι’ ανοίξαν πέντε βρύσες,
έφαν κι’ έπιεν ο μαύρος του κι’ εχόρτασε κι’ εκείνος,
και στήννει το ραβτάκι του, κάμνει οσιάν και πέφτει,
αννοίει τες αγκάλες του και τον Θεόν δοξάζει.
Θεέ κι’ αν είμαι πλάσμα σου και μένα πόκουσέ μου,
να `δωκε κι’ εξανέφανε τ’ α(δ)έρφι μ’ ο Μανώλης.
Ψίχα κι’ ο νέος ά(γ)ϊ(γ)ος ήτουν, Θεός κι’ επόκουσέν του,
κι’ έδωκε κι εξανέφανε τ’ α(δ)έρφι τ’ ο Μανώλης.
Κι’ οι δκυό τες σκάλες σμίουσι κι’ οι δκυό τα χαλινάρκα,
κι’ οι δκυό τα μουττοκόνταρα παλαλητοί πη(γ)αίννουν.
Ότε και κοντοφτάννουσιν εις της Συρίας τα μέρη,
'που `χε φουσάτα περισσά, οι κάμποι γεμωσμένοι,
όσ’ άστρα έχει ο ουρανός και φύλλα `χουν τα δέντρη,
όσην άμμον έχ’ η θάλασσα κι’ ακόμη `τουν `πετίττου.
Από μακρά φωνάζουν τους κι’ από κοντά λαλούν τους·
Σαρακηνοί αρματόννεσθε και Τούρκοι περιποιέσθε,
μεν δώκωμεν στην μέσην σας και `πήτ’ αρπάξαμέν σας.
Σαρακηνοί αρματόννονται και Τούρκοι περιποιούνται
κι’ έδωκαν εις στην μέσην τους φως τους αντρειωμένους,
κι’ εκάπνιζε το στόμα τους `σαν φούρνος πυρωμένος.
Καλά τους `πολεμήσασι τρεις νύχτες τρεις ημέρες,
πάνω στα τρία μερόνυχτα, ΄πάνω στες τρεις ημέρες
τα δκυό α(δ)έρφια `θέλασι να `βκουν που τα φουσάτα·
είχε παλιούς Σαρακηνούς δράκοντες ακουήτες,
εστήνναν τα λειόφρουρα κι’ επιάννασι τους μαύρους.
Ο μαύρος του Διαφύλακτου έκοψε κι’ έφυέν τους.
κι’ εδώκασι κι επιάσασι τον μαύρον του Μανώλη·
παίρνουν τον ολοζώντανον στον βασιλέαν κανίσκι.
Σαν τον θωρεί ο βασιλεάς πολλά τον εφοήθη.
Άννοιξε στο στομάκι του γλυκά τους αποκρίθη·
Πη(γ)αίννετε φέρτε σί(δ)ερα και βάρτε του Μανώλη,
τα πιο με(γ)άλα και δυνατά, πη(γ)αίνετε και φέρτε,
κι’ αν δεν τα σώννετε εσείς, ας πάσι τούτοι ούλοι.
Ετρέξασι κι’ επιάσασι τριακόσιοι δκυό `νομάτοι,
κι εν’ `μπορούν να τα φέρουσιν κοντά εις το παλάτι.
Παρακαλώ σε βασιλεά μόνος μου να τα φέρω·
έδωκέν του την άδειαν να πάη να τα φέρη.
Εσώρεψεν τα σί(δ)ερα κι’ έκαμέν τα βουνάριν,
κι’ έδωκέν τα του βασιλέα επάνω στο κεφάλιν,
κι’ ευτύς εξέβην ο μυαλός μαζί με το καυκάλλιν.
Κείνους πρέπει το φούμισμα, τον άλλον συχχωρήτε,
κι’ αν έκαμα λάθος τίποτες να μεν μ’ αναελάτε,
κι αν έχετε γλυκό κρασί, πρέπει να μας κερνάτε.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 184
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 07-07-2019


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο