Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Φιλοκτήτης (απόσπασμα)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
129965 Τραγούδια, 269273 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Φιλοκτήτης (απόσπασμα)      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Κείνος ό δρόμος ερημώθη ως το βάθος. Απ’ τις δυό πλευρές του

πηγάδια σκεπασμένα, μολυσμένα απ’ τούς νεκρούς. Ράγιζε η πέτρα

απ’ τη μεγάλη ζέστη. Τα τζιτζίκια ξεφώνιζαν. Ο ορίζοντας

ήταν ασβέστης και γλώσσες φωτιάς. Μέσα στην ανελέητη λιακάδα

σπίθιζαν στα σαμάρια των τειχών, όρθια, σπασμένα τζάμια,

χωρίζοντας συντρόφους, φίλους, συμπολεμιστές. Παρ’ όλη

την αιχμηρή, δοξαστική ακτινοβολία, δεν κρυβόταν τίποτα. Είδα άντρες γενναίους

να ρίχνουν στάχτη στα μαλλιά τους κ’ είδα τη στάχτη

ν’ ανακατεύεται με τα δάκρυα τους μαύρα αυλάκια

χώνονταν μες στα γένια τους, ως κάτω στα σαγόνια τους.



Αυτοί που πλέναν τ’ άλογα τους άλλοτε στ’ ακροθαλάσσι ολόγυμνοι

κι αλείβανε τις χαίτες με λάδι ξανθό, λάμποντας όλοι

άνθρωποι κι άλογα σέ μεγαλόφωτα πρωινά* αυτοί οι ίδιοι

πού χόρευαν τα βράδια πάνω απ’ τις φωτιές κι αστράφτανε

τα γυμνά πέλματα τους ολοπόρφυρα, — τώρα ζαρώνουνε

ανάμεσα στα βράχια, χολώνουν, γκρινιάζουν, βάζουν την παλάμη

μπροστά στα σκέλια τους, ντρέπονται, κρύβονται,

σα νάχουν φταίξει, σα να τούς έχουν όλοι φταίξει. Κ’ ίσως να φθονούν

τους νέους πολεμιστές για την ωραία ανυποψία τους, για την τόλμη τους, ]

για την ενθουσιαστική, αποστηθισμένη ευφράδεια τους, κ’ ίσως πιότερο απ’ όλα

για τα βαριά, στιλπνά μαλλιά τους, τα ογκωμένα από υγεία και έρωτα.



Κι όμως κι αυτοί ξεκίνησαν κάποτε με τη χαριτωμένη αφέλεια

και την κρυφή ματαιοδοξία ν’ αναμορφώσουν τον κόσμο. Ξεκίνησαν

όλοι μαζί, καθένας χώρια, και το ‘δαν και το ’βλεπαν: καθένας

για ένα δικό του λόγο, μιά ξεχωριστή φιλοδοξία, στεγασμένη

κάτω άπ6 μια μεγάλη ιδέα, έναν κοινό σκοπό, — διάφανη στέγη

πού κάτω της διακρίνονταν καλύτερα του καθενός το κομμάτιασμα,

η δυστυχία κ’ η μικροπρέπεια όλων. Πώς να ‘βαζες, φίλε μου, τάξη

σ’ αυτό το χάος; Πώς να σταθείς κοντά τους; Τώρα καταλαβαίνω.



Τις νύχτες, μες στα πλοία, όταν οι απλοί, κουρασμένοι στρατιώτες

κοιμόνταν σωριασμένοι σαν τσουβάλια στο κατάστρωμα,

αξιολάτρευτοι στην ευπιστία της νεότητας τους,

μέσα στην άγνοια, τη ζωώδη αγνότητα, στο σαρκικό τους κάλλος,

εύρωστοι από την άσκηση της χρήσιμης δουλείας, στους αγρούς,

στα εργαστήρια, στους δρόμους, υποταγμένοι στην ανάγκη και στην εύκολη ελπίδα,

με την πηγαία γενίκευση της δικής τους αθωότητας, σαν πρόβατα

που τα οδηγούν στη σφαγή για τα συμφέροντα άλλων, κι όμως

χαμογελώντας μες στον ύπνο τους, παραμιλώντας, ροχαλίζοντας,

βλαστημώντας μια ονειρική αγελάδα ή μουρμουρίζοντας πάλι και πάλι

ένα όνομα γυναικείο, ημίγυμνοι, σε νύχτια στύση,

περιχυμένοι τη μυστική αιωνιότητα της ωκεάνιας αστροφεγγιάς* —

αυτές τις νύχτες,



άκουσα, ανάμεσα στους παφλασμούς των κουπιών, τις φωνές, τους καυγάδες

των αρχηγών, για λάφυρα πού δεν είχαν ακόμη συναχτεί, για τίτλους

πού δεν είχαν ακόμη θεσπιστεί. Κ’ είδα στα μάτια τους

το μίσος για όλους, τ’ άγριο πάθος των πρωτείων,

και μέσα – μέσα, όπως στο βάθος σκοτεινής σπηλιάς ανίσχυρη πυγολαμπίδα,

είδα και τη δική τους μοναξιά. Πίσω απ’ τα γένια τους

σπίθιζε ολόγυμνη ή μοίρα τους, σαν πίσω απ’ τα γυμνά κλαδιά ενός δάσους

μια στεγνή πεδιάδα στο φεγγαρόφωτο, σπαρμένη μ’ άσπρα κόκκαλα.



Κ’ ήταν σα μια ευτυχία ή γνώση αυτή- — μια άφεση,

μια κατευναστική παραδοχή, μια αδρανής ευφροσύνη

απ’ την αφή του αιώνιου και του τίποτα. Λίγες στιγμές,

παρ’ όλ’ αυτά, μπορούσα ακόμη νάχω το προνόμιο:

να διακρίνω πίσω ή ανάμεσα από τις ασπίδες και τα δόρατα

Ένα κομμάτι θάλασσα, λίγο λυκόφως, ένα ωραίο γόνατο,

και να μ’ αρέσει, — ναι, παρ’ όλα αυτά- — μια ελάχιστη δικαίωση,

κι όλος ο φόβος, αναρίθμητος κι άγνωστος, διαλύονταν πέρα,

ένα βαθύ, ιλαρό σύννεφο στη μυθική απεραντοσύνη.



Θυμάμαι μια νύχτα, πού πλέαμε με πανσέληνο. Το φεγγαρόφωτο

απόθετε μια εντάφια, χρυσή προσωπίδα σ’ όλα τα πρόσωπα*

οι στρατιώτες, μια στιγμή, στάθηκαν και κοιτάχτηκαν

σα να μη γνώριζε ό ένας τον άλλον ή σα να γνωρίζονταν

γιά πρώτη τους φορά και, μεμιάς, όλοι στράφηκαν

και κοίταξαν ψηλά τό φεγγάρι,

ακίνητοι όλοι, πάνω στο αεικίνητο πέλαγος,

σιωπηλοί, μαγεμένοι, σαν πεθαμένοι κιόλας κι αθάνατοι.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 157
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο