Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Η Ελένη- Απόσπασμα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
129972 Τραγούδια, 269273 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Η Ελένη- Απόσπασμα      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω

να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ τό καλο¬καίρι•

σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν να πουν, — ανοησίες. Ή μιά τους

έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τούς κρί¬κους,

να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, — ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει

ολόκληρο το σπίτι κάπου άλλου — μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ λες τις γωνιές του

και μαζί του κ’ εγώ, παρ’ ότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη

απ’ τούς νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου κι αύτη μου ή αντί¬σταση,

ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ό δεσμός μου

μέ τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα• — είναι κι ό φόβος μου, σα να κρατιέμαι

ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα πού φοράω στο δείχτη.



Αύτη την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα —

μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει

μαύρα νερά, — τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν βουλιάζω,

όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό από κει πάνω

διακρίνω χαμηλά την κάμαρα μου, έμενα, τη ντουλάπα, τις δούλες

να διαπληκτίζονται άφωνες βλέπω τη μιά ανεβασμένη

σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη φωτογραφία της Λήδας

με ύφος τραχύ, εκδικητικό βλέπω το ξεσκονόπανο ν’ αφήνει

μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν και σπάζουν

με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατα μου.

Βλέπω κ’ εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο, τεθλασμένο

απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού, — πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται

το πρόσωπο σου με κίτρινες ραβδώσεις. Τά μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω

σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα υστέρα λέω: «είναι μονάχα μιά πέτρα,

μιά μικρή, πολύτιμη πέτρα». “Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,

στεγνώνει κ’ εντοπίζεται σ’ έναν ελάχιστο κόμπο, — τον νιώθω εδώ,

λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και να με πάλι

στην κάμαρα μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια

πού με κοιτούν ένα – ένα κατανεύοντας — είναι οι μόνοι βοηθοί μου

στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.

Εσύ τί κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο

για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα

κείνη ή ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος

με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,

τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπο σου

στα πισινά πόδια ενός άλογου κ’ ή ουρά του κρεμόταν ως κάτω

στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.

Πέρασε πια ό καιρός των ανταγωνισμών στερέψανε οι επιθυμίες

ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιό¬τητας

όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις — έστω αδιάφορες,

μα πάντα πραϋντικές — ή νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,

χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,

φτιάχνοντας πότε – πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,

ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.



Λίγο – λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, αδειάσαν άλλωστε

μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; — χαλαρωμένα, κούφια

εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,

να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν, — τα τραπέζια, οι καρέκλες,

τα κρεβάτια πού πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια — πάντοτε κούφια

σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των έμπορων —

απ’ έξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα πού περιέχουν

πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.



Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μιά πρόκα στη σκάλα

ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μιά τρύπα,

ξεχύνεται το αλεύρι — ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.

Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν

τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος

το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του- το τινάζει στον αέρα-

ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει- ασπρίζουν τα μαλλιά του-

ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.

Τίποτα δεν καταλαβαίνουν περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.

Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα- φεύγει

έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος

σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,

ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανα του.







 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 303
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο