Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Δελφοί (απόσπασμα)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130309 Τραγούδια, 269359 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Δελφοί (απόσπασμα)      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Κάποτε, τούτες οι κολώνες, μέσα στο θειαφένιο φεγγαρόφωτο, μοιάζουν

με τα σπασμένα δόντια ενός θεόρατου θεού, κ οι κερκίδες του θεάτρου

είναι σαν τα γυμνά σαγόνια πεθαμένων γιγάντων

γυμνά σαγόνια, γαλήνια κι αδιάφορα

χωρίς καθόλου πια την ταπεινωτική ανάγκη

της τροφής, του φιλιού, της ιαχής, χωρίς καθόλου

τον εξευτελισμό της ήττας, την υπεροψία της νίκης, μόνο

με την ασάλευτη κι απρόσωπη νίκη της γυμνότητας.



Λοιπόν, τι χρειάζονται όλα αυτά;-σχόλια, επαναλήψεις,

ερμηνείες, μεταφράσεις, αναβιώσεις, μιμήσεις; Το απόγευμα, πρόσεξα

πάνω στα μάρμαρα του αρχαίου θεάτρου στηριγμένα

τα σύγχρονα μας σκηνικά, φτηνά, μπογιατισμένα, από χαρτί και λινάτσα,

μέσα στο φως της μέρας που έφευγε-χαρτονένιες κολώνες,

χαρτονένιοι πυρσοί για μια παράσταση του Αισχύλου ή του Ευριπίδη-δεν καλοπρόσεξα

τέλειωνε το έργο, οι θεατές χειροκροτούσαν, θορυβούσαν,

στριμώχνονταν κιόλας στην έξοδο, αγόραζαν στραγάλια

ενώ το λιόγερμα έπεφτε τριγύρω ροδίζοντας τις σκιές και τα μάρμαρα.



Κι όμως, επάνω απ’ όλο αυτό το θόρυβο, τη σύγχυση, τις μεταφράσεις

θαρρείς κι απομένει αναλλοίωτη κι ακέρια η σιωπηλή ιαχή του Αμετάφραστου

ανήκουστη, βαθειά, επιβλητική, μακρινή, ξένη,

ωστόσο δική μας-σου γεννάει και πάλι

τη νέα επιθυμία να τη μεταφράσεις κι ανακαλύπτεις κιόλας

κάποια γλυκιά συγγένεια ανάμεσα στο φως της εσπέρας και στα μάρμαρα,

ανάμεσα στις φτωχιές χαρτονένιες κολώνες και στο ναό του Απόλλωνα,

ανάμεσα στις αρχαίες προσωπίδες, τους κοθόρνους, τα σκήπτρα

και σε τούτα τα ραβδιά των χωρικών και στα μαύρα μαντήλια των μανάδων.



Όλα ανασαίνουν μια βαθιά συγκίνηση πάνω απ’ τις συγκινήσεις μας,

όταν αδειάζει ο χώρος απ’ τους ξένους κ η μεγάλη ησυχία ξαναγυρνάει στον κύκλο της,

όταν σ’ ένα σπασμένο κιονόκρανο απομένουν δυό άδεια μπουκάλια λεμονάδας

αντιφεγγίζοντας ήρεμα το πρώτο φέγγος των άστρων.



Τι ήσυχη που κατεβαίνει η νύχτα. Σώπασε κ η κρήνη.

Αδελφική σιωπή, ξεκούραστη κούραση, απέραντη,

ύστατη ευπείθεια, ολιγαρκής απελπισία-ίσως και ολιγωρία. Και πάντα

αυτή η ευγένεια και η γενναιότητα να κοιτάμε κατάματα τη Μοίρα.

Άκου, στο δρόμο κάτω, φωνές, αυτοκίνητα, οι προβολείς στα δέντρα

κι αυτό το τραγούδι,-σε τι τάχα αποκρίνονται;

σε τι τάχα αντιστέκονται; Το φεγγάρι ανεβαίνει.

Μια μυρωδιά από ψάρι και ρετσίνι-τη νοιώθεις;-

πλανιέται πάνω στα μάρμαρα. Σα νάχω πεινάσει.

Ώρα να κατεβούμε. Τι λες; Πέφτει λίγη υγρασία.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 574
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο