Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Το δίχτυ (απόσπασμα)
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
129943 Τραγούδια, 269269 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το δίχτυ (απόσπασμα)      
 
Στίχοι:  
Γιάννης Ρίτσος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


ΕΤΣΙ, λοιπόν,

αυτός,

μόνος, μοναδικός, μονήρης,

άδειος,

πλήρης,

αποκλεισμένος, εξαναγκασμένος

αντίστροφα ελεύθερος —

Αυτός,

ρίχνοντας το μεγάλο δίχτυ

βαθιά, βαθιά,

στο πιο κατακόρυφο μέρος της νύχτας, ανεβάζοντας

ως τη στάθμη των μυστικών νερών,

ως τη στάθμη της σιδερένιας κλίνης,

τη γυμνή γυναίκα

το γυμνόν άντρα

σμιγμένους σ’ ένα σώμα,

στο δικό του το σώμα,

λάμποντας όλος,

λάμποντας όλοι,

λάμποντας όλα

με τα δικά του τα μάτια —



Δεν μπορεί να τα κλείσει,

δεν μπορεί να πεθάνει,

γιατί ή γυναίκα φορούσε

στο μικρό δάχτυλο του αριστερού ποδιού της

ένα λεπτό δαχτυλίδι με πράσινη πέτρα,

γιατί ό άντρας φορούσε

ολόγυρα στη μέση του

τρεις γύρους

το σκοινί απ’ το κατάρτι τού Οδυσσέα —

η μιά του άκρη κρεμόταν στο μηρό του.

Αυτό ήθελε να πει

Τίποτε’ άλλο.



Κ’ έλεγε : φτάνει.



Κι αυτό ακριβώς δικαιολογούσε τη μεγάλη λάμψη παρ’ όλα τα κακά συμβάντα

τα σημερνά

τα χτεσινά

τ’ αυριανά,

με τούς φρουρούς εντειχισμένους στις εφτά πύλες των Θηβών

με τα σπίτια μετέωρα στα βίντζια,

με τις Μυκήνες βουλιαγμένες στις πέτρες.



Τις χρυσές προσωπίδες τις κατέβαζαν, νύχτα,

από την πίσω σιδερένια σκάλα της υπηρεσίας

σε σχήμα σκουριασμένης σπείρας.

Τ’ αστέρια κοίταζαν άλλου.



Κι αυτός

συντροφευμένος, ασυντρόφιαστος πάντα, επικοινωνώντας

(διά μέσου της κοινής μοναξιάς μας — έλεγε)

μ’ αυτούς πού ανάστησε,

μ’ αυτούς πού είχαν πνιγεί

στον ουρανό ή στη θάλασσα ή στο χώμα —

γιατί, βέβαια, όλοι

είχαν πνιγεί

κι αυτός μαζί,

και, βέβαια, όλοι

κι αυτός μαζί

χρειάζονταν μιαν ανάσταση,

το ίδιο και τα κουμπιά του σακακιού τους,

το ίδιο και το σταχτοδοχείο κ’ ή λάμπα τους,

κι ό καπνός του τσιγάρου τους.



Κ ίσως γι αυτό

κανένας δεν πεθαίνει

μέσα στην ποίηση —

μήτε το μπρίκι πού ψήναμε καφέ

Ιούλιος μήνας στο πευκόφυτο της Καλαυρίας

ανάβοντας μικρές ευωδιαστές φωτιές μέ ξερό θρούμπι



Έτσι,

με το ‘να χέρι του στα φρύδια να σκιάζει τα μάτια, αγναντεύοντας

τα βενζινόπλοια πού αρμένιζαν στον Ελλήσποντο,

με τ’ άλλο βυθισμένο στην τσέπη του,

σφίγγοντας τα κλειδιά του

ζεσταμένα απ’ το ίδιο του το σώμα.



Καλημέρα, – είπε.

Κι ο άλλος (παράξενο) αποκρίθηκε,

μακριά, απ’ το καράβι,

κι ο άλλος απ’ το άλλο καράβι,

πιο πέρα :



Καλημέρα.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 129
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-09-2021


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο