|
Στίχοι: Νικόλας Ευαντινός
Μουσική: Αμελοποίητα
(απόσπασμα ενότητας Γ)
«Πράγματι τίποτα δεν είναι δικό μας
πίσω από την θάλασσα.
Για τούτο μην μαγαρίζετε με την Υπερβολή
το φευγιό των θνητών»
έλεγε στις Αθηναίες κυράδες
ο λυσίκομος Επιμενίδης,
κι ίσως τούτα τα λόγια αιώνες μετά
σκόνη να έγιναν στα έπιπλα
της οικίας Εμμανουήλ και Μαρίας,
εκεί όπου
πυρπολήθηκε το μοιρολόι
και λαμπάδιασεν ο τόπος
για τον Γιάννη που μίκρυνε
κι απώλεσε το κουβεντολόι της βλαστήμιας
και της πρωινής ρακής. Στ’ αλήθεια
ο Γιάννης μίκρυνε
και λυθήκανε οι κάβοι για το μελανό βαπόρι
προς το μεγάλο άχι:
«σε γέννησα, σ’ ανάθρεψα, γλιστράς
σαν το νερό και χάνεσαι και πας.»
-λυσσομανάει ο βοριάς
και το Μαριώ του Βασαρμίδη,
η μάνα η ξεριζωμένη,
κοχλίας της ξερολιθιάς
σε νάρκης μπαίνει το σκοτίδι
που το θέρος δεν προσμένει.
Στα ψάρια τρέμει το μαχαίρι.
Τα ψήνουν τ’ αναφιλητά.
Λέπια νεκρά έχει στο χέρι.
Βουλιάζουμε από την ευωδιά.
Τέτοιες οι διδαχές του Κήτους της Αγάπης
γιατί «η ζωή συνεχίζεται» λένε
μα το ίδιο κι ο θάνατος, κι ας μην το λένε.
Και παρακαλώ πολύ, μακριά από μένα δοξασίες
περί αθανασίας της ψυχής κι άλλα τέτοια λαϊκίστικα.
Ο Θάνατος είναι Το αποσιωπητικό των ζωντανών.
Έτσι τρέπεται σε Ζωή.
Εξού και το « η ζωή συνεχίζεται»,
το λεγόμενο και Κοινότοπο.
Κι όσο και αν καθυβρίζεται,
δεν παύει να είναι παρηγορία
ένας κοινός τόπος.
Το παράδοξο; μας κεντρίζει περισσότερο
ο μη κοινός τόπος
ίσως γιατί είμαστε πλάσματα της πιθανότητας
κι ως τέτοια λατρεύουμε να εξερευνούμε
μέσα από ρωγμές
ή ακουμπώντας ποτήρια στο πάτωμα
μιαν άλλη ζωή
έναν ξένο θάνατο.
Γι’ αυτό και ο Ύπνος
-το ταυτόχρονό κι ανάμεσό τους-
όταν διαρκεί πενήντα εφτά χρόνια
γίνεται Ίδη
να σκαρφαλώνεις.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 110 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|