Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Δενδρόκηπος Ι
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130619 Τραγούδια, 269439 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Δενδρόκηπος Ι      
 
Στίχοι:  
Γιώργος Θέμελης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


I
Κανείς δεν έρχεται να μας φιλήσει,
Να μας κλάψει, να μας καλωσορίσει
Σας καρτερούσε, σας είχε στην καρδιά.
Έβγαινε στον εξώστη και σας φώναζε.
Όπως στο σπίτι σας, καθίστε.
Απόψε αναπαυθείτε κι αύριο βλέπουμε.
Αποκοιμήθηκε με τ’ όνειρό σας.
Μπορείτε να βγάλετε τα παπούτσια σας,
Μπορείτε να πλύνετε τα πόδια σας.
Τριζοβολούν τα θυρόφυλλα καθώς τα σπρώχνουμε.
Μην ενοχλείσθε για τίποτα.
Κάμετε τον σταυρό σας. Καλή νύχτα.

Είναι κάτι παλαιά πορτρέτα που θαρρείς θα σου μιλήσουν.

Εδώ ήταν μια δίφυλλη πόρτα,
Εδώ, ένας καθρέφτης.
Εδώ μια παλιά κορνίζα σκαλισμένη.

Μπορείτε να μου πείτε τι έγινε
Κάποιος που καθόταν εδώ;
Πού τον έχουν βάλει, πού τον έχουν θάψει;

***

Το ταξίδι που τελείωσε δεν έχει τελειώσει,
Συνεχίζεται μέσα μας όπως η μουσική.
Δεν είσαι πια εκείνος που ήσουν.

Μη με ρωτάτε, δεν ξέρω ποιος είμαι
Και πού πάω, έχασα το σπίτι μου.
Δεν έχω τόπο να ταφώ, γυρίζω
Στον εαυτό μου κυκλωμένος από θάλασσα,
Ποντισμένος, διασχισμένος από θάλασσα.
Μπαίνουν τα νερά και με πατούν ως την ψυχή.

Θέλω να μιλήσω και να πω
Μια ιστορία σα μια εικόνα.
Ένα ταξίδι συγγενεύει με τον θάνατο.
Κι εδώ κι εκεί σε παίρνουν και σε παν.
Είχα πεθάνει κι έχω αναστηθεί.
Κι εδώ κι εκεί σε μνημονεύουν.
Δεν είναι μόνο ο δρόμος που κόβεις.
Κι εδώ κι εκεί σου κάνουν κενοτάφιο.
Είναι που γίνεσαι δρόμος εσύ, μια λεωφόρος,
Με φωνές, αμάξια και μεθυσμένους.

Θέλω ν’ αρχίσω και να πω:
Δεν παίρνει τέλος, δεν έχει αρχή.

Η ξενιτιά είναι μια δύσκολη αγγαρεία.
Σηκώνεις τα ερείπιά σου, σέρνεις τα ερείπιά σου.

Να ζεις και να μη ζεις: ν’ απουσιάζεις.

Η ξενιτιά είναι σαν τη γυναίκα
Την κακιά: σε τρώει η ηδονή, σε τρώει η τύψη,
Σου κόβει μ’ ένα ψαλίδι τα μαλλιά.

Μια ξένη ψυχή μέσα στο σώμα.

Η ξενιτιά είναι τα μάτια των ανθρώπων,
Άγνωστα μάτια, καταθλιπτικά.
Σε κοιτάζουν χωρίς να σε βλέπουν.

Είναι ακόμα και κάτι συναντήσεις
Νεκρών, που έρχονται και μπερδεύουν
Τα λόγια τους με τα δικά σου, με τη σάρκα σου.

Ύστερα είναι τα λογής χέρια: παίρνεις-δίνεις.
Χίλια χέρια, χίλια μυστικά.

Κάποιο σε κυνηγά σαν ένα τραγούδι
Παράφορο, δεν ξέρεις πού να πας.

Άλλο περνά απαλό σα λουλουδένιο,
Αφήνοντας στη φούχτα σου τη γύρη μιας ψυχής.

Άλλο σε προκαλεί, σου υπόσχεται,
Σε κάνει μ’ ένα του άγγιγμα όργανο μουσικής.

Επιφυλακτικό εκείνο, ανεξιχνίαστο,
Όμοια με πάχνη νοτίζοντας τα δάχτυλα.

Τούτο βαρύ από ουσία, όπως μια πέτρα,
Μπορεί να σε βαραίνει για πάντα.

Διάφανο τούτο από μια στέρηση, μαρτυρικό,
Σε απασχολεί, σου αφήνει μια λάμψη.

Είμαστε πιο πολύ απ’ το πρόσωπο στο χέρι.
Εκεί πηγαίνει ό,τι μας ξεχωρίζει.
Σημείο αρχαίου φτερού.

Ελάτε κοντά να ζεστάνουμε τα χέρια μας,
Ελάτε να πιαστούμε χέρι με χέρι.

Μετά από κάθε πράξη και συνάντηση
Μας απασχολούν τα χέρια μας, τα πλένουμε∙
Μετά από κάθε κοίταγμα μέσα στα μάτια.

(Ποιος θα σηκώσει τα σταυρωμένα χέρια μας
Και τα κατασχισμένα φορέματά μας.)

Η ξενιτιά είναι σαν την αγρύπνια,
Όταν αργεί να ξημερώσει,
Όταν σηκώνεσαι και πέφτει, πέφτεις και σηκώνεσαι.

Πληθαίνουν τα καθημερινά μας ερείπια, γεννιούνται τα μυστικά μας
Και μεγαλώνουν, γίνονται ανυπόμονα,
Όπως παιδιά που παίζουν και πηδούν.
Ανυπομονησία περνά μέσα στα χέρια,
Όπως ένα όργανο που δοκιμάζεται
Και ποτέ δεν τελειώνει, δε φτάνει το μελλοντικό του ανάστημα.

Τίποτε δε βολεί να πάρει τέλος.
Βαρύς έρχεται ο θεός και κουρασμένος.

Από νύχτα σε νύχτα γυρεύοντας το φως.

Ποιος είν’ αυτός που μας προφταίνει στην πόρτα,
Κατάκοπος και σιωπηλός, γυρίζοντας απ’ το ταξίδι του,
Με λασπωμένα χέρια και όψη σκοτεινή.

Ως να γυρίζει το βαρύ κλειδί και μπαίνει,
Χωρίς να ρωτήσει, ακούμε τα βήματά του,
Με τα παλιά χοντρά παπούτσια σέρνοντας τον ίσκιο του.
Ακούμε σπίρτο που χτυπά ν’ ανάψει τη λάμπα του.

Η ξενιτιά είναι σαν ένας ξένος που έρχεται.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 44
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 21-02-2024


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο