Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Καραϊσκάκης
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130585 Τραγούδια, 269418 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Καραϊσκάκης      
 
Στίχοι:  
Γιώργος Θέμελης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
Σολωμός

Θυμούνται τα ξαφνιασμένα αγριοπερίστερα
Τον άγνωστο άνεμο που σηκώθηκε στο κλειστό περιβόλι
Κι έκαμε κάτω τα νερά να σπάσουν τα βιολιά
Κι έκαμε πάνω τα σήμαντρα να σβήσουν τ’ όνομά τους.

Το αγγελικό σχήμα ξεκούμπωσε την πανοπλία,
Το αγγελικό σχήμα ταράχτηκε κι άλλαξε τάξη
Κι η μαύρη νύχτα σκέπασε το μυστικό της.

***

Ποιος είδεν ήλιο σκοτεινό,
Πλατόνι να ματώνεται μ’ εφτά κομμένα ράμφη.
Ποιος είδε ζωντανό νεκρό να βγαίνει στο σεργιάνι.

Δεν ήταν καράβι του βοριά να τρώει πικρό χαλάζι.
Είχε το φόβο του νερού, του σκοταδιού τον τρόμο,
Είχε στο αίμα του το αίμα των γιασεμιών που κόπηκαν
Και μιαν απόκρυφη πληγή στη ρίζα της αγάπης.
Τον πόνο και τον κίνδυνο σπαθιού ξεγυμνωμένου.

Είχε έναν ίσκιο πίσω του σωματοφύλακα,
Έναν μεγάλον ίσκιο, που έγερνε πάνω στις πλάτες του,
Να του κρεμνάει τ’ άρματα, να του φυλάει τη δόξα,
Να του σελώνει τ’ άλογο, να βγαίνει καβαλάρης.
Να τονε λένε Χάροντα, να τονε λένε Αϊγιώργη,
Να τονε βλέπει η Λεφτεριά να ρίχνει τα φτερά της.

Τις νύχτες τον παράστεκαν αλύπητα κεριά.
Τις νύχτες χαροπάλευε να σώσει την ψυχή του,
Να σώσει το νεκρό κορμί που πήγαινε να λιώσει,
Που πήγαινε να σκεπαστεί το ασήκωτο φτερό του.

Μα σαν τον πρόφταινε η αυγή
Και σήκωνε την καταχνιά, σβούσε τ’ αχνά φαντάσματα,
Και σαν κεντούσε τη σκληρή μαύρη φοράδα του,
Που μύριζε το χώμα κι έσκαφτε να βρει γκρεμούς και λάκκους,
Σήκωνε το κεφάλι του ψηλά ψηλά μέσα στον άνεμο
Κι αγνάντευε τον ουρανό, μιλούσε με τον πληγωμένο του Άγγελο.

Τα δέντρα απλώναν την κρυφή χαρά τους και τον σκέπαζαν,
Τον κάναν αγαπητικό, του ανθίζαν τα μαλλιά,
Τούβαζαν πράσινη στολή και λουλουδένιο στόμα
Και τα κοράκια φεύγαν, σέρναν μακριά τη σκοτεινή μαυρίλα τους.
Στους λόφους φύτρωναν σταυροί, στα μάρμαρα ανεμώνες,
Και τα ποτάμια τα στεγνά θυμόντανε τη μάνα τους.

Ένα πουλί, ωραίο πουλί, χαμήλωνε τον ουρανό
Κι άπλωνε χιόνια, ζύγιαζε βροχές στους ματωμένους βράχους
Και κιλαϊδούσε κι έλεγε για ήλιους και φεγγάρια.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 34
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 23-02-2024


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο