Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ανδρείκελα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130257 Τραγούδια, 269338 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ανδρείκελα - 1994       
 
Στίχοι:  
Κώστας Καρυωτάκης
Μουσική:  
Υπόγεια Ρεύματα


Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.

Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: 95%  (4 ψήφοι)
      Αναγνώσεις: 20413
      Σχόλια: 5
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Δισκογραφία 
 
[1] Ο μάγος κοιτάζει την...
1994 & 2004
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   Yol @ 24-05-2006
   μουσόφιλος
30-05-2018 02:21
Το ποίημα «Ανδρείκελα» περιέχεται στη συλλογή «Ελεγεία και σάτιρες» του Κώστα Καρυωτάκη, η οποία τυπώθηκε το 1927.
Με μια πικρή αίσθηση ηττοπάθειας να κυριαρχεί στους στίχους του ποιήματος, και με την εύλογη εντύπωση πως πρόκειται για τα λόγια ενός ανθρώπου αφημένου στην απαισιοδοξία και τη μοιρολατρία, ο Καρυωτάκης δίνει επί της ουσίας ένα αριστοτεχνικά συγκαλυμμένο πολιτικό σχόλιο για την εποχή του. Τα ανδρείκελα δεν είναι παρά οι πολίτες εκείνης της περιόδου, οι οποίοι βιώνοντας τον πρωτοφανή αντίκτυπο της αποτυχημένης εκστρατείας στη Μικρά Ασία, μένουν αδύναμοι παρατηρητές μιας βίαιης αλλαγής στη ζωή τους. Αντιμέτωποι με μια διαρκή πολιτική αστάθεια, με την οικονομική ένδεια της χώρας και με μια απρόσμενη αλλαγή στην ανθρώπινη γεωγραφία του τόπου, αισθάνονται περισσότερο ως πιόνια, ως μαριονέττες παρά ως ενεργά μέλη της πολιτείας τους.
Με όλες τις κρίσιμες αποφάσεις να λαμβάνονται σχεδόν ερήμην τους, με τις συνέπειες των επιλογών αυτών να είναι κατά πολύ ευρύτερες των αναμενόμενων, οι πολίτες εκείνης της περιόδου ζουν μια διαβρωτική ανασφάλεια που κλονίζει συθέμελα κάθε πρότερη βεβαιότητα και τους δημιουργεί την επώδυνη αίσθηση πως δεν έχουν κανένα έλεγχο σε όσα συμβαίνουν γύρω τους, όσο άμεσα κι αν τους αφορούν. Έτσι, τα «Ανδρείκελα» του Καρυωτάκη είναι μια ματιά σε ό,τι φέρνει η ιστορία -εν προκειμένω ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και η Μικρασιατική Εκστρατεία- στην ψυχή του απλού ανθρώπου -όχι του αγέρωχου και αποφασιστικού πολιτικού- αλλά του απλού πολίτη που καλείται να ζήσει με τις συνέπειες των γεγονότων αυτών.
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.

Ο ποιητής χρησιμοποιώντας το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο ενώνει τη φωνή του με αυτή των υπόλοιπων ανθρώπων της εποχής του, των υπόλοιπων πολιτών που βιώνουν την πλήρη απουσία ελέγχου στην ίδια τους τη ζωή. Άνθρωποι που αισθάνονται τόσο απόλυτα εκμηδενισμένοι, ώστε είναι σα να μην έχουν γεννηθεί καν, σα να παραμένουν ακόμη στην ανυπαρξία. Ακούσια εντοπισμένοι σε μια αδιέξοδη κατάσταση όπου δεν υφίσταται καμία ελπίδα -στοιχείο που υποδηλώνεται με το σκοτάδι- επιβιώνουν, χωρίς ωστόσο να ζουν πραγματικά.
Η υπόστασή τους έχει ολότητα μόνο στη φαντασία των άλλων ανθρώπων, καθώς επί της ουσίας οι ίδιοι νιώθουν κενοί, ατελείς και το δίχως άλλο στερημένοι εκείνης της ψυχικής δύναμης που ωθεί τον άνθρωπο να ξεπερνά τις δυσκολίες στη ζωή του. Άλλωστε, η αιτία αυτής της ηττοπάθειας και παραίτησης, δεν είναι μια προσωπική έλλειψη ή αδυναμία, είναι πολύ περισσότερο η απαξίωση που δέχονται απ’ την πολιτεία στην οποία κινούνται. Ό,τι έχει κλονίσει το αυθύπαρκτο και το αυτόνομο του εαυτού τους δεν είναι παρά η διαπίστωση πως είναι έρμαια ενός κρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού που αποφασίζει και πράττει κατά βούληση, φέρνοντας ολοένα και μεγαλύτερες ανατροπές στη ζωή των πολιτών, ακυρώνοντας στην πράξη κάθε πιθανή συμμετοχή τους στη λήψη αποφάσεων ή στο σχεδιασμό των επόμενων κινήσεων.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό,
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.

Χάρτινα ανδρείκελα -μηδαμινής αξίας και ισχύος- φτιαγμένα με δισταγμό, σα να μην έπρεπε καν να δημιουργηθούν, σα να μην έχει κανένα νόημα η ύπαρξή τους. Έρμαια στα τυφλά χέρια της Μοίρας, έρμαια στις αδιάκοπες αλλαγές της τύχης, η οποία ουδόλως ενδιαφέρεται για τις ανάγκες ή τα συναισθήματα των ανθρώπων, μένουν παθητικοί παρατηρητές του σαρώματος που επέρχεται στην ίδια τη ζωή τους. Τραγική διαπίστωση που βρίσκει την επαλήθευσή της τόσο σε προσωπικό επίπεδο, αν θυμηθούμε απλώς το πρόβλημα υγείας του ίδιου του ποιητή, ο οποίος ήρθε αίφνης αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο της κατάπτωσης των νοητικών του λειτουργιών και του θανάτου του (σύφιλη), όσο και σε εθνικό επίπεδο, όπου η αποτυχία της μικρασιατικής εκστρατείας είχε επιφέρει μια αιφνίδια επιδείνωση στην καθημερινή διαβίωση των πολιτών και φυσικά στις μελλοντικές τους προοπτικές.
Οι πολίτες της εποχής του ποιητή ζώντας τις συνεχείς πολιτικές και οικονομικές ανατροπές αισθάνονται αφημένοι σ’ έναν καταιγισμό ασυδοσίας, όπου η πρόσφατα ανακηρυγμένη Δημοκρατία (1924) δεν είναι παρά ένας διάτρητος μανδύας αδύναμος να καλύψει την πλήρη απαξίωση των αναγκών και των επιθυμιών τους. Κι είναι τέτοια η εκμηδένιση των πολιτών, ώστε οι ίδιοι μένουν αμέτοχοι παρατηρητές να χορεύουν ως άβουλες μαριονέτες στο ρυθμό μιας άνωθεν επιβεβλημένης μοίρας. Αντιλαμβάνονται, φυσικά, τον εις βάρος τους εμπαιγμό απ’ την αδιάφορη μοίρα ή καλύτερα την τραγική κατάσταση που διαμορφώνεται απ’ το πολιτικό σύστημα, στην οποία οι πολίτες καλούνται να επιβιώσουν όπως μπορούν, εντούτοις δεν έχουν το ψυχικό σθένος να αντιδράσουν. Στέκουν εξουθενωμένοι απ’ την πληθώρα των ταλαιπωριών και των απρόσμενων αλλαγών και κοιτάζουν παθητικά και χωρίς καμία δύναμη πια τ’ αστέρια.
Η παθητικότητα αυτή των πολιτών, απόρροια της συνεχούς ανασφάλειας και επιδείνωσης του βιοτικού τους επιπέδου, γέννημα της συντριβής κάθε μελλοντικής τους προσδοκίας και ελπίδας, δίνεται ως σύμπτωμα της γενικότερης ηττοπάθειας και παραίτησης που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους της εποχής, χωρίς ωστόσο να λαμβάνει δικαιολόγηση ή άφεση από τον ποιητή. Είναι σίγουρα κατανοητή η μοιρολατρική παραίτηση των πολιτών, ενυπάρχει σ’ αυτή όμως κι ένα ποσοστό δικής τους ευθύνης, καθώς θα ανέμενε κανείς πως θα είχαν επιλέξει την αντίδραση και τον ξεσηκωμό.

Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Δέσμιοι μιας αδιέξοδης κατάστασης οι νέοι της εποχής αδυνατούν να γνωρίσουν την ανέμελη και αισιόδοξη θέαση των πραγμάτων που αρμόζει στη φύση τους. Μην έχοντας ελπίδα για το μέλλον τους και στερούμενοι των στοιχείων εκείνων που θα τους επέτρεπαν να φτιάξουν τη ζωή τους, όπως τη θέλουν και όπως τους αξίζει, απομένουν θλιβεροί μάρτυρες του χρόνου που περνά ανεκμετάλλευτος και ανούσια βιωμένος. Το γεγονός και μόνο πως είναι νέοι δεν αρκεί για να τους φέρει την αίσθηση της ευδαιμονίας και την αισιοδοξία, που με τόση αποτελεσματικότητα τους αποστερεί η οικονομική ένδεια και η πολιτική αστάθεια της χώρας.
Ό,τι άλλωστε δίνει τον κυρίαρχο τόνο στη σκέψη των νέων της εποχής είναι η αίσθηση της ισοπέδωσής τους, η αίσθηση πως δεν έχουν καμία αξία στα μάτια της πολιτείας τους. Ανίσχυροι και απρόθυμοι να αντιδράσουν, αφήνονται σε μια ολέθρια παραίτηση, που τους καθιστά έρμαια των δυσμενών εξελίξεων. Οι νέοι ποδοπατούνται, καθώς η ανάγκη να δοθεί διέξοδος στη δημιουργική τους ισχύ, η ανάγκη να τους δοθούν οι κατάλληλες ευκαιρίες ώστε να μπορέσουν να χτίσουν τη ζωή τους, βρίσκει οδυνηρή ματαίωση μπροστά στην ανικανότητα των πολιτικών της εποχής να αντιμετωπίσουν τις αναταράξεις που προκάλεσε η καταστροφή του 1922.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...

Η απόγνωση του ποιητή λαμβάνει στην τελευταία στροφή τραγικές διαστάσεις∙ το μόνο που υπενθυμίζει στους ανθρώπους πως υπάρχουν ακόμη, πως συνεχίζουν να ζουν, είναι ο πόνος κι η λύπη. Στερημένοι απ’ την ελπίδα ενός καλύτερου αύριο και μη έχοντας τον έλεγχο της μοίρας τους, βρίσκονται εκτεθειμένοι σε μια κατάσταση συνεχούς απελπισίας.
Η ζωή τους περνά, ο καιρός των δυνατοτήτων παρέρχεται και ό,τι απομένει είναι η σκέψη κι η επίγνωση πως το γύρισμα του χρόνου τους βρίσκει εξίσου διψασμένους για την ευτυχία που στερήθηκαν, για τη δημιουργία που δεν κατόρθωσαν, για τα όνειρα που έμειναν απρόσιτα. Αφημένοι στο έλεος της απρόσωπης Μοίρας -την οποία ο ποιητής παρουσιάζει ως δύναμη ελέγχουσα τις ζωές των ανθρώπων, ωστόσο πίσω απ’ αυτή κρύβεται το όλο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, οι δυσμενείς συγκυρίες, το πληγωμένο ηθικό των Ελλήνων κι η κατεστραμμένη οικονομία της χώρας- μένουν άπραγοι παρατηρητές της ίδιας τους της φθοράς.
Το βύθισμα στην απόλυτη αυτή εγκατάλειψη, η παραίτηση που τόσο έντονα διαφαίνεται σ’ όλο το ποίημα, δεν είναι παρά μια προσπάθεια του ποιητή να παραστήσει με τον πλέον σαφή τρόπο την απελπισία στην οποία έχει φτάσει ο ίδιος κι οι συγκαιρινοί του. Σε μια περίοδο όπου η δημοκρατία είτε καταλύεται είτε αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της απέναντι στους πολίτες∙ σε μια εποχή όπου όλα αλλάζουν και ανατρέπονται με ταχύτατους ρυθμούς, κι οι πολίτες νιώθουν πως δεν έχουν, όχι μόνο λόγο σε όσα γίνονται, αλλά ούτε την παραμικρή δυνατότητα αντίδρασης, ο Καρυωτάκης επιχειρεί να φωτίσει το πώς αισθάνονται όλοι αυτοί οι κατ’ όνομα πολίτες ενός κράτους που ελάχιστα τους λαμβάνει υπόψη.
Η υπό κατάρρευση οικονομία, οι ανταγωνισμοί των πολιτικών -άλλοτε ουσιώδεις κι άλλοτε με μόνο στόχο την κατάληψη της εξουσίας- έχουν ως «παράπλευρες» απώλειες χιλιάδες πολιτών που αναγκάζονται να ζήσουν με πλείστες δυσκολίες και το κυριότερο χωρίς την προοπτική μιας ουσιαστικής βελτίωσης στο άμεσο μέλλον. Μια γενιά σαρωμένη απ’ την αστάθεια που προκάλεσαν οι συνεχείς πολεμικές συγκρούσεις, μια γενιά που εν αγνοία της βαδίζει προς έναν νέο ακόμη μεγαλύτερο πόλεμο. Μέρος αυτής της γενιάς κι ο ποιητής που θέλει να δώσει με το λόγο του την τραγικότητα των συναισθημάτων του απλού πολίτη, εκείνου που βιώνει τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, εκείνου που πληρώνει τις λανθασμένες εκτιμήσεις και την αβάσιμη αισιοδοξία των πολιτικών ηγετών της χώρας.
Το ποίημα κλείνει με την αίσθηση ενός ψιθύρου, ενός χαμηλώματος της φωνής, κάτι που γίνεται φανερό τόσο με τη χρήση μικρού γράμματος για το δεύτερο επιφώνημα (ω!), όσο και με τα αποσιωπητικά του τελευταίου στίχου. Ο ποιητής μοιάζει ν’ αφήνει ανείπωτη την τελευταία του σκέψη, μοιάζει να μη βρίσκει τον τρόπο να αποτυπώσει την ένταση του πόνου που δονεί την ψυχή του [https://latistor.blogspot.com].
   natassaki
14-10-2017 05:42
https://www.youtube.com/watch?v=1hNnEK0GX-U
   Gabri_gk
23-08-2009 06:25
Ο πεσιμισμός του Καρυωτάκη βρωμάει σύγχρονη πραγματικότητα.
"άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει"
   Pink Floyd
11-11-2007 17:28
Teleio
Teleia kai i mousiki diaskeyi tou apo ta Ypogeia Reymata...
   nikgavros
18-09-2006 17:30
Ο αιώνιος πεσιμισμός του Καρυωτάκη...γι'αυτό μ'αρέσει...
Αφιερωμένο σε όλα τα ανδρείκελα που.."δέχονται τον εμπαιγμο"..."κοιτώντας παθητικά τ'αστέρια".


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο