Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Αστραπόγιαννος
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130617 Τραγούδια, 269434 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Αστραπόγιαννος      
 
Στίχοι:  
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Λαμπέτη, εδείλιασα! Τα σωθικά μου
άσπλαχνο εθέρισε βόλι, πικρό.
Νεκρά στο σκάνδαλο τα δάχτυλά μου
βλέπεις, επάγωσαν Δώσ’ μου νερό

Λαμπέτη, εσβήστηκα! Ώραν την ώρα
φεύγ’ ανυπομόνη, πετά η ψυχή.
Στα κρύα τα χείλη μου στέκεται τώρα;
Σκύψε και πιε τηνε μ’ ένα φιλί.
Λαμπέτη, χόρτασε τη δύναμή μου.

Μέσα στα στήθια σου θέλω να βρω
στερνό λημέρι μου, θέλω η πνοή μου
να βρει στα σπλάχνα σου τον ουρανό.
Μόχτα κι επλάκωσαν σαν άγριοι σκύλοι
για το κεφάλι μου τι καρτερείς;

Φορτώσου τ’ άρματα, το καριοφίλι,
κόψε με γρήγορα μη μ’ αρνηθείς.
Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε με χώμα
το γιαταγάνι σου, κι είναι θολό
Πώς κλαις; Τι δερνεσαι; Τρίψε το ακόμα

Μην τρέμεις ζύγωσε δώσ’ μου να ιδώ.
Το αίμα τ’ άπιστο με το δικό μου
δε θέλω επάνω του ν’ ανταμωθεί,
φαρμάκι αγλύκαντο μες στο λαιμό μου
δε θέλω σύντροφο κάτου στη γη.

Χτύπα, Λαμπέτη μου! Άπλωσε, πιάσε,
σφίξε στα δάχτυλα τ’ άσπρα μαλλιά.
Τα χέρια εσταύρωσα. Μη με φοβάσαι
κόψε με πάρε με στην αγκαλιά".
Ολόρθο επέταξε τ’ άξιο λεπίδι,

τ’ αγέρι εξέσχισε, παίρνει φτερό,
άστραψ', εσφύριξε γοργό σα φίδι.
Το δέντρο ελύγισε στη γη νεκρό.
Βαριά σπαράζει, φοβερή στο χέρι του Λαμπέτη
η κάρα τ’ Αστραπόγιαννου. Το μάτι ανταριασμένο

του σκοτωμένου τρεις φορές ανεβοκατεβαίνει
και βασιλεύει σκοτεινό. Στο μέτωπό του η νύχτα
ξαπλώθηκε αξημέρωτη. Δεν άφηκε η ψυχή του
άλλο σημάδι οπίσω της παρά στ’ αχνό το στόμα,
σα μιαν αχτίδα φεγγαριού στο μάρμαρο του τάφου,

ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένο
στου γέροντα τ’ αρματολού τα κάτασπρα τα γένια.
Σπρώχνει στη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης,
κι αρπάζει το δισάκι του! Στη μια μεριά φορτώνει
το κρίθινό του το ψωμί, στην άλλη ματωμένο

το λείψανό του τ’ ακριβό. Το δάχτυλο του βάφει
στο αίμα π’ άφριζε στη γη, σταυρώνει το κουφάρι
και χάνεται στη λαγκαδιά Καπνός ο πεζοδρόμος.
Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι
πενήντα Λιάπηδες τον κυνηγούν.

Ο ίσκιος έφευγε, πετά, διαβαίνει.
Η νύχτα επλάκωνε, λυσσομανούν.
Στη ράχη εμαύρισε σα συγνεφάκι
Αδειάζουν τ’ άρματα στέκουν να ιδούν.
Βροχή τα βόλια τους μες στο δισάκι

τον Αστραπόγιαννο ψόφια χτυπούν.
Ο κλέφτης άνοιξε το πάτημα του,
πηδά χαλάσματα και λαγκαδιές,
παίρνει το λείψανο στην αγκαλιά του.
Κάλλιο στην πλάτη του χίλιες βολιές.

Αγριοπρίναρα, παλιούρια, βάτοι
τη σάρκα του `τρωγαν, οθε διαβεί.
Το αίμα του έβαφε το μόνοπάτι,
εμπρος τρισκοτιδο και πίσω εχθροί.
Στο χιόνι εβάλτωνε το παλληκάρι,

τη γλώσσα το φρυγε δίψα σκληρή.
Νύχτα θεότυφλη, χωρίς φεγγάρι,
και δεν απόσταινε, πάντα πατεί.
Περνούν μέσανυχτα κι η Πούλια σβηέται,
τα πλάγια ασπρίζουνε, σιμών’ η αυγή.

Στέκει ακουρμαίνεται δεν αγρικιέται
κανένα πάτημα παντού σιγή.
Ξυπνούν οι πέρδικες στο χαραμέρι
Στο λόγγο ερίχτηκε, γύρω θωρεί
γνωρίζει ανέλπιστα παλιό λημέρι,

τη βρύση εξάνοιξε που τρεχ’ εκεί.
Πάλ’ ακουρμαίνεται γέρνει τ’ αυτιά του,
πέφτει τ’ απίστομα, τη γη ρωτά
χτύπο δεν άκουσε μόν’ η καρδιά του
μέσα στα στήθια του βαρεί, πετά.

Του φάνηκε ότι εξέφυγε εμέτρησ’ ένα ένα
τ’ άρματα τ’ Αστραπόγιαννου δεν έχασε κανένα
το μαύρο το κλεφτόπουλο στο φοβερό του δρόμο.
Σιμά στη βρύση εκάθισε, κατέβασε απ’ τον ώμο
το έρμο το δισάκι του το μάτι του έχει αντάρα.

Απλώνει μες στο σάβανο το χέρι με λαχτάρα
σφίγγει τα κρύα τα μαλλιά ο νους του ανεμοζάλη
ξεσέρνει το κεφάλι.
Μ’ ανατριχίλα το θωρεί. Στα χόρτα το καθίζει,
παίρνει στη φούχτα του νερό, το νίβει, το χτενίζει.

Ζερβιά του βάνει το σπαθί, δεξιά το καριοφίλι,
πλένει το στόμα το βουβό και στα νεκρά τα χείλη
βρίσκει ο Λαμπέτης άσβηστο, σα να `ταν πετρωμένο,
του γέρου το χαμόγελο γλυκ’ αποκοιμημένο.
τότε εξαλάφρωσε η καρδιά, τότε ένα δάκρυ πέφτει

στο πρόσωπο του κλέφτη.
Ένιωσ’ οτ’ είχε την ευχή τ’ αρματολού μαζί του
και ξεσυγνέφιασε με μιας η θολερή ψυχή του.
Του φάνηκε ολοζώντανος εκεί με τ’ άρματα του
ο γέροντας του νηστικός οτ’ έστεκε σιμά του.

Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τη φτέρη ξεφυλλίζει,
παίρνει ένα κρίθινο ψωμί, στη μέση το χωρίζει
και τη μια σφήνα από τες δυο τη δίνει στο κεφάλι
κι αυτός κρατεί την άλλη.
Ξύπν', Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει.

Γιατί εκοιμήθηκες τοσο βαριά;
Ξύπνα, ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει
να ιδείς τα φράξα σου, τα κρύα νερά.
Τα μάτια άνοιξε, ψυχοπατέρα,
να ιδείς που σ’ έφερα σε μια βραδιά.

Μες στο λημέρι σου μ’ ηύρηκ’ η μέρα,
το `χω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά.
"Θυμάσαι, ανήλικο μ’ είχε πετάξει
στον δρόμο η μοίρα μου, μικρό μικρό
τη μάνα οι άπιστοι μου `χανε σφάξει,

στο λόγγο εκρύφτηκα γυμνό, ορφανό.
Εδώ επρωτόρθαμε Μ’ ακούς, πατέρα;
Εδώ μ’ ανάστησες νεκρό, φτωχό.
Εδώ με πότισες δροσιά κι αγέρα,
μ’ έκανες έλατο, πατέρα, εδώ.

Πρώτος συ μου `δειξες του εχθρού την όψη
και συ μ’ εβάφτισες μες στη φωτιά.
Ποιος να σου το `λεγε πως θα σε κοψει
το χέρι που `μαθες να πολεμά;
Ξύπν', Αστραπόγιαννε, και κοίταξέ με,

φάγε μ’ εμένανε λίγο ψωμί,
φόρεσε τ’ άρματα, χαιρέτησέ με,
ξύπνα, ζωντάνεψε κι ήρθ’ η αυγή.
Εσύ επρωτόδινες ψηλά στο βράχο
το καλημέρισμα στον αϊτό,

συ πρώτος έδειχνες σ’ εμέ, στο Ζάχο,
το γλυκόχάραμα στον ουρανό.
Τότ’ εξεφύτρωνες σαν κυπαρίσσι
στα καταράχια μας τρομαχτικό,
τον ίσκιο σου έστελνες να φοβερίσει

κάτου τα Σάλωνα και τώρα εδώ.
Ο Ζάχος έπεσε κι ήταν γραμμένο
εγώ, Αστραπόγιαννε, πάλ’ ορφανό,
το ξυλοκρέβατο για σε να γένω,
για σε, πατέρα μου, γη να ζητώ".

Κι εκεί που ο δύστυχος μοιρολογούσε
με μιας αυτιάζεται κι ένα σκυλί
μακρά του φάνηκε σα να αλυχτούσε,
κούφια σαν κι άκουσε ποδοβολή.
Τα δέντρα εσείστηκαν, τα χαμόκλάδια

σκιασμένα επρόβαιναν συχνά συχνά
πλατόνια, αγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια
μην επαγάνιζεν η Λιαπούριά;
Σκύφτει, ακουρμαίνεται σιμών’ η αντάρα
Του `βραν το πάτημα στο χιόνι οι εχθροί.

Αρπάζει τ’ άρματα, κρύβει την κάρα,
πετά, αναλήφτηκε σαν αστραπή.

Τρέχει εδώθ', εκείθε γέρνει
η έρμη φτέρνα στο βουνό,
μαύρο κύμα ανεμοδέρνει

και δε βρίσκει ένα γιαλό.
Τον επήρε γι’ αγωγιάτη
Χάρος άγρυπνος, σκληρός
σαλαγάει, βαρεί την πλάτη
πάντα πίσω του ο νεκρός.

Στο τυφλό το τρέξιμό του
μες στη φούχτα του αρπαχτά
για να βρέξει το λαιμό του
πίνει πάχνη και περνά.
Τον εθέριζε άγρια πείνα

και δεν έχει άλλο ψωμί
στο σακί του μέν’ η σφήνα
τ’ Αστραπόγιαννου ξερή.
Στ’ αχαμνά τα δάχτυλά του
την επήρε μια φορά

Θολωμέν’ είν’ η ματιά του
και τα χείλη του ανοιχτά.
Όλος έτρεμε στο στόμα
την εζύγωσε σκιαχτά
Δεν αμάρτησε, οχι ακόμα.

Αναστέναξε βαριά.
Με μιας του φυγ’ ένα δάκρυ,
την εφίλησε γλυκά
και στον κόρφο σε μιαν άκρη
την εγώνιασε βαθιά.

Πόσες μέρες και που τρέχει,
πόσες νύχτες δε μετρά,
μέσα ο νους του πάντα βρέχει
στην ψυχή του συγνεφιά.
Μες στο λόγγο αν σταματήσει

για να πάρει ανασασμό,
κάποιος λύκος θα χουμήσει
για ν’ αρπάξει το νεκρό.
Καλιακούδες και κοράκοι
το κεφάλι κυνηγούν,

με τα νύχια απ’ το δισάκι
να το κλέψουν πολεμούν.
Ανδρειεύεται η καρδιά του,
τρέχει ακόμη λίγο εμπρός,
μια κρυφή βρίσκει σπηλιά του,

μέσα ρίχνεται ο φτωχός.
Ξεφορτώνεται, δειλιάζει,
γέρνει αναίσθητος στη γη,
κλει τα μάτια του, πλαγιάζει
και το λείψανο κρατεί.

Κι εκεί που `τανε θαμμένος
μες στου ύπνου την νυχτιά,
στο πλευρό του ο σκοτωμένος
ανταριάζεται, ξυπνά.
Στέκει εμπρός του τα δυο μάτια,

κούφια χάσκουνε πλατιά.
Πέφτ’ η σάρκα του κομμάτια,
τα δυο χείλη λαγκαδιά.
Το γλυκό χαμόγελό του
λίγο λίγο είχε σβηστεί

και περνούν στο μέτωπό του
μαύρα γνέφη εδώ κι εκεί.

Παιδί μου, εγέρασε το λείψανό μου
τόσα μερονυχτα χωρίς ταφή,
ο Χάρος έφαγε το πρόσωπό μου

δώσ’ μου, Λαμπέτη μου, μια φούχτα γη.
Κάτου στα Σάλωνα, ξεψυχισμένος
ο εχθρός εφώλιασε μακρά απ’ εδώ
ξύπνα, Λαμπέτη μου, κι αποσταμένος
θέλω στο μνήμα μου να πάω κι εγώ.

Βλέπεις μυρίστηκαν το σκοτωμό μου
όρνια ανυπόμονα, μαύρα πουλιά,
πριν με ξεσχίσουνε στο σάβανό μου,
παιδί μου, κρύψε με στη γη βαθιά.
"Τώρα που εκόρνιασαν κι όλογυρά μου

σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί,
πάρ’ το δισάκι σου, πάρ’ τ’ άρματα μου,
ξύπνα να φύγομε πριν έρθ’ η αυγή.
Θέλω το χάραμα, που `βγαινε πρώτο
και μου καμάρωνε τη λεβεντιά,

τ’ αγέρι, που `τρεχε χνότο με χνότο
και μου ζωντάνευε τα σωθικά,
οι αριές, τα πεύκα μου, τα κρύα νερά μου,
θέλω, Λαμπέτη μου, να μη με ιδούν,
να μη γνωρίσουνε την ασχήμια μου

Έλα να φύγομε, μην πικραθούν.
Τώρα που μ’ έφερες ως τα Παλάτια,
σκάψε το λάκκο μου σ’ αυτήν τη γη.
Εδώ δε φτάνουνε του εχθρού τα μάτια
δεν ανεβαίνουν παρ’ αϊτοί.

Λαμπέτη, χώσε με με τ’ άρματά μου,
ολόρθα, στήσε τα, δεξιά ζερβιά.
Να `ναι στο μνήμα μου κερόδοσά μου,
πρωτοπαλίκαρα στην ερημιά.
Κι όταν, Λαμπέτη μου, με χωματίσεις,

έβγα στο Τρίκορφο γοργά γοργά
να πεις πως σ’ έστειλα να πολεμήσεις,
χαιρετίσματα στην κλεφτουριά.
Εχτές επιάστηκε κι εκεί τουφέκι,
στον ύπνο μου άκουσα το βογκητό

εγώ αποσβήστηκα κι αστροπελέκι,
Λαμπέτη, μ’ έμεινες εσύ στερνό.
"Μη μου πικραίνεσαι, κι είναι γραμμένο
μ’ εμένα γλήγορα ν’ ανταμωθείς,
τρέχα, πολέμησε και σε προσμένω

στο μνήμα μου άλιωτος οσο να `ρθεις".

ξυπνά, αλαφιάζεται, ο νους του ανάφτει;
βουβός επέρασε μια λαγκαδιά.
Βρίσκει έν’ απόγωνο, το χώμα σκάφτει
τα χείλη επέτρωσαν, πάντα βουβά.

Το νύχι αιμάτωνε μες στο στουρνάρι,
έχωσε τ’ άρματα και το ψωμί,
στο λείψανο έστρωσε χλωρό γρυπάρι,
το μνήμα εσφράγισε, σκύφτει, φιλεί.
Βαστά το δάκρυ του, το καταπίνει,

δεν εξανάσαινε μην προδοθεί;
κοιτάζει ολόγυρα, πετιέται, χύνει,
τρέμει στον πόλεμο μη δε βρεθεί.
Βλέπει το Τρίκορφο, σφίγγεται, φτάνει,
το λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό.

Σέρνει στα δόντια του το γιαταγάνι,
ρουφά ανυπόμονα φλόγα, καπνό.
Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα,
παρόμοιος σίφουνας ο εχθρός ρωτά.
Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα

πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά.
Χάρος ανέλπιστος περνά, θερίζει,
αναστυλώθηκε κι η κλεφτουριά.
Ρυάζετ’ η Ρούμελη στο μετερίζι
ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά.

Δεν τον επρόφταιναν τον ανακράζουν,
δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.
Τα χέρια του άκοπα χτυπούνε, σφάζουν,
σκορπά, ανταριάζεται, φεύγει ο εχθρός.
Στο δρόμο του άξαφνα του λυέται η χαίτη,

στην πλάτη ανέμισε σα δυο φτερά
τότε του φώναξαν: "Στάσου, Λαμπέτη,
άφησε κι ένανε γι’ άλλη φορά".
Κι αυτός δεν ένιωθε ποιος τονε κράζει,
πάντα εσαλάγαγε τη Λιαπουριά,

τ’ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει
Άστραψ', εβρόντησε μια πιστολιά.
Τον ελαβώσανε στο χώμα γέρνει,
το βόλι εχώνεψε μες στα πλευρά.
Πέφτει τ’ απίστομα, σιγά ξεσέρνει,

σα φίδι κρύβεται μες στα κλαριά.
Έβοσκε ο θάνατος τα σωθικά του
κι εκείνος έτρεχεν ολονυχτίς.
Πατεί, σωριάζεται, σβηέτ’ η καρδιά του
πού `σ', Αστραπόγιαννε, να τονε ιδείς;

Διαβαίνει ανήφορους και μονοπάτια,
βράχους απάτητους, νεροσυρμές,
εξημερώθηκε μες στα Παλάτια,
εψυχομάχησε χίλιες φορές.

Το μνήμα επρόσμενε λιγάκι ακόμα
να φτάσει τ’ όλειπε πετιέται ορθός,
πηδά, ανδρειεύεται το έρμο χώμα
σφίγγει στα δόντια του, πέφτει νεκρός.

Το βράδυ ανέλπιστα πιάνει το χιόνι
κι ο τάφος κρύβεται βαθιά βαθιά.
Λες κι εσαβάνωσαν σ’ ένα σεντόνι
τα δυο τα λείψανα σφιχτά σφιχτά.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1299
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 18-05-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο