Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131210 Τραγούδια, 269570 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Κωσταντάς: Ακριτικόν Κυπριακόν Άσμα      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Σήμμερα στράφτει τζιαι βροντά τζιαι πάει για να βρέξη,

σήμμερα ο Σκλερόπουλος εν να καβαλλιτζέψη·

Τρέσσιει τζιαι πα στον τζύρην του, ευτζήν να του χαρίση·

«Μα, γυιέ μου, εν σου δκιώ ευτζήν, αν μεν σ’ αστρονομήσω».

Σε πέντε ώρες της νυχτούς βκαίννει τζι αστρονομά τον,

σε δκυό ώρες της ημερούς βκαίννει καλημερά τον.

«Τζιαι καλημέρα, γυιούλλη μου, τζι’ εσού κορμίν θωράτον,

στου Κωσταντά να μεν παής, γιατ’ ηύρα σε παρκάτου.

Ο Κωσταντάς εν άδρωπος, μα’ ναι τζιαι παλληκάριν,

καλλιό σου παίζει το σπαθί, καλλιό σου το κοντάριν,

καλλύττερα σε πολεμά στ’ άστρη τζι’ εις το φεγγάριν».

Τζιαι πολοάται νιούλλικος τζιαι τζαχαμαί τζιαι λέει·

«Ούλλοι παν εις τον τζύρην τους, ευτζήν να τους χαρίση,

τζι΄εγιώ `ρτα στον πατσσόγερον να μου παραλαλήση».

- Τζιαι άμε, άμε, γυιούλλη μου, τζι’ ο Θεός να σου βουθήση·

Στο άμε τζι’ εις το έλα σου πόλεμος να σου τύσση,

να κάμουν τα κομμάδκια σου μιτσσιά ωσάν τ΄αφκιά σου».

Χτυπά σκαλιάν του μαύρου του στην μάναν του τζιαι πάει.

«Μανά, τζιαι δος μου την ευτζήν στου Κωσταντά να πάω».

- Μα, γυιέ μου, δε σου δκιώ ευτζήν, αν δε σ΄αστρονομήσω».

Σε πέντε ώρες της νυχτούς βκαίννει τζι΄αστρονομά τον,

σε δκυό ώρες της ημερούς βκαίννει καλημερά τον.

«Τζιαι καλημέρα, γυιούλλη μου, τζι εσού κορμίν θωράτον,

στου Κωσταντά να μεν παής, γιατ’ ηύρα σε παρκάτου.

Ο Κωσταντάς εν άδρωπος, μα’ ναι τζιαι παλληκάριν,

καλλιό σου παίζει το σπαθί, καλλιό σου το κοντάριν,

καλλύττερα σε πολεμά στ’ άστρη τζι’ εις το φεγγάριν».

Τζιαι πολοάται νιούλλικος της μάνας του τζιαι λέει·

«Ούλλοι παν εις τη μάναν τους, ευτζήν να τους χαρίση,

τζι’ εγιώ `ρτα στην πατσσολεγκούν, να μου παραλαλήση·

-Τζιαι άμε, άμε, γυιούλλη μου, τζι’ Θεός να σου βουθήση.

Στο άμε τζι’ εις το έλα σου πόλεμος να σου τύσση,

να κάμουν τα κομμάδκια σου μιτσιά ωσάν τ΄αφκιά σου».

Χτυπά σκαλιάν του μαύρου του, στης αδελφής του πάει.

«Αδέλφιν, δος μου την ευτζήν, στου Κωσταντά να πάω,

να φέρω την γεναίκαν του σκλάβαν να μας δουλεύκη».

- Αδέλφιν, δε σου δκιώ ευτζήν, αν δε σ΄αστρονομήσω».


Σε πέντε ώρες της νυχτούς βκαίννει τζι αστρονομά τον,

σε δκυό ώρες της ημερούς βκαίννει καλημερά τον.

«Τζιαι καλημέρα, αδέρφι μου, τζι’ εσού κορμίν θωράτον,

στου Κωσταντά να μεν παής, γιατ’ ηύρα σε παρκάτου.

Ο Κωσταντάς εν άδρωπος, μα’ ναι τζιαι παλληκάριν,

καλλιό σου παίζει το σπαθί, καλλιό σου το κοντάριν,

καλλύττερα σε πολεμά στ’ άστρη τζι’ εις το φεγγάριν».

Τζιαι πολοάται νιούλλικος τζιαι τζαχαμαί τζιαι λέει·

«Ούλλοι παν εις τ΄αδέρκια τους, ευτζήν να τους χαρίσουν,

τζι΄εγιώ `ρτα στην βρωμαδελφήν να μου παραλαλήση.

- Τζιαι άμε, άμε αδελφέ, τζι’ Θεός να σου βουθήση.

Στο άμε τζι’ εις το έλα σου πόλεμος να σου τύσση,

να κάμουν τα κομμάδκια σου μιτσιά ωσάν τ΄αφκιά σου».

Ο σσύλλος τζι’ αντάν έβκηκεν τζιαι πάει ν’ αρμενίση,

παντές τζι΄ήταν από `βκαλεν κουπάϊν να βοσσήση·

Χτυπά σκαλιάν του μαύρου του, ψηλόν βουνόν-ι-βκαίννει,

αννοίει τες αγκάλες του τζιαι τον Θεόν δοξάζει.

«Θεέ, τζι’ αν είμαι πλάσμα σου, Θεέ, τζι’ απάκουσέ μου.

Τζιαι να `βρα τζιαι τον Κωσταντάν έξω που τ’ άρματά του,

τζιαι να `βρα το κοντάριν του τρεις δίπλες τσακκισμένον

τζιαι να `βρα το σπαθάτζιν του στον πηξαξήν δοσμένον

τον άδρωπον τον αδροφά στον λόκκον κρεμμασμένον,

τη σσύλλα τη λαμπρόστομη στον άλυσο δημμένη,

τζιαι να `βρα την γυναίκα του

απού κλησιάν τζι’ απού λουτρού λαμπάδα καφουρένην».

Θέλεις ο νιός αγιός ήταν, Θεός επάκουσέν του.

Ηύρεν τζιαι το κοντάριν του τρεις δίπλες τσακκισμένον,

ηύρεν τζιαι το σπαθάτζιν του στον παξαξήν δοσμένον,

τον άνδρωπον τον αδροφά στον λάκκον κρεμμασμένον,

την σσύλλαν τη λαμπρόστομην στον άλυσο δημμένην

τζιαι ηύρεν τζιαι τον Κωσταντάν να `ναι τζιαι μεθυσμένος

τζι΄ηύρεν τζιαι τη γεναίκαν του

απού κλησιάν τζι απού λουτρού λαμπάδα καφουρένην.

Απού τον είδ’ ο Κωσταντάς, εβαροφάνηκέν του.

«Καλώς ήρτες, Σκλερόπουλλε, να φας, να πκής μιτά μου,

να φάης άγρη του λαού, να φας οφτό περτίτζιν,

να πκης γλυκόποτο κρασί, που πίννουν φουμισμένοι,

που πίννουσιν οι άρωστοι τζιαι βρέθουνται γειαμμένοι».

Τζιαι πολοάται νιούλλικος του Κωσταντά τζιαι λέει·

«Μα `γιώ εν τζι΄ήρτα Κωσταντά, να φα, να πκιώ μιτά σου,

μόνον εν που’ ρτα, Κωσταντά, τη κάλη σου να πάρω».

Που τ’ άκουσεν ο Κωσταντάς, ορκώθην τζι΄εθυμώθην.

«Έπρ’ μου λλίην πομονήν, να μπω να την αλλάξω».

- Μα δε σου παίρνω πομονήν, γιατ’ εν να με κουμπώσης,

να μπης έσσω ν’ αρματωθής, να βκης να με σκοτώσης.

- Μα κρόκατσε τον μαύρο σου, να την καβαλλιτζέψης.

Που τ΄άκουσεν η λυερή, εβαρυφάνηκέν της.

«Θαμμάζουμαί σε, Κωσταντά, τα λόγια που του λέεις!

Εν είσ’ εσού, που μου’ μοννες, εν είσ’ εσού, που λάλες,

πώς δε με βκάλλεις δκυό ώρες που τες δικές σ’ αγκάλες;

- Έπαρε λλίην πομονήν, έπερε λλίην ώραν,

να βκουν έξω ν’ αρματωθώ, να μεν βρομήσ΄η χώρα.

Εκρόκατσεν τον μαύρον του τζιαι καβαλλίτζεψέν την,

ο Κωσταντάς εν που’ γυρεν απάνω στο τραπέζιν.

Ο Κωσταντάς εξύπνησεν του ύπνου μαραμμένος,

ήταν πολλά βαρύκαρτος τζιαι παραπονημένος.

Εσκόπησεν στην πούγγαν του, απού `ταν τα κλειδκιά του,

τζι΄επήεν τζι’ αρματώθηκεν τζι’ έβαλεν τα σπαθκιά του.

Κατέβην εις στον σταύβλον του, απού `ταν τ΄άλοά του,

μίαν φωνήν τους έβαλεν τζι΄ούλλα εσηκωθήκαν·

όσα εξέραν που πόλεμον εγύρναν τζιαι ψοφούσαν.

Τζιαι του΄πεν ο παλιάππαρος που την αππέσω πάγνην·

«Μα να’ κλιθθάριν τζι΄άσσερον, πάει τζι΄στα πουλάρκα,

τώρα γυρίν εν που `ππεσεν πάνω στα παλιαππάρκα.

Εγιώ ’ μ ’ άξιος τζιαι πότορμος, να φτάσω την τζυρά μου,

γιατί με κρυφοτάϊζεν κλιθθάρι στην ποδκιάν της,

γιατί με κρυφοπότιζεν μεσ’ στ’ αρκυρήν την λέενην.

Βέλε μου χάσσες δεκαχτώ τζιαι μπροστιλλίνες δέκα

τζιαι πισιλλίνες δώδεκα τζιαι φτερνιστήρκα όϊ».

Μα θέλεις επαράκουσεν, θέλεις καταύτυς κάμνει,

βάλλει του χάσσες δεκαχτώ τζιαι μπροστιλλίνες δέκα

τζιαι πισιλλίνες δώδεκα

τζιαι πάνω στο ποδάριν του γέρημον φτερνιστήριν.

Ππηά τζιαι καβαλλίτζεψεν παίδκιος αντριωμένος.
Φτερνιστηρκάν του έδωκεν, ψηλόν βουνόν-ι-βκαίνει,

ετρέμασιν τα μέλη του σγιαν τρέμει το κουλούτζιν.

Τζιαι πολοάτ΄ο Κωσταντάσς του μαύρου του τζιαι λέει·

«Μαύρε μου, μαυροπόδα μου, μαύρε μ΄ανεμοπόδα,

εσού στα παιδκιοσύνια σου κακόν εν πον μου `καμες

τζι’ εις τα γεροντοσύνια σου κακόν εν να μου κάμης».

Τζιαι πολοάτ’ ο μαύρος του, του κωσταντά τζιαι λέει·

«Ασκόπα εις την κόξαν σου τζι’ εσ’ αρκυρόν φηκάριν

τζιαι μεσ’ στ΄αρκυροφήκαρον εσ’ αρκυρόν μασσαίριν,

κόψε το φτερνιστήριν σου, στην γην να κατεβούμεν».

Ασκόπησεν στην κόξαν του, βρίσκ’ αρκυρόν φηκάριν

τζιαι μεσ’ στο αρκυροφήκαρον βρίσκ’ αρκυρόν μασσαίριν.

Κόβκει το φτερνιστήριν του στην γην τζι΄εκατεβήκαν.

«Έπαρ΄μου λλίην πομονήν, έπαρ΄μου λλίην ώραν,

να πνάσουσιν τα μέλη μου, να πκιάσουμεν την στράταν».

Παίρνει του λλίην πομονήν, πέρνει του λλίην ώραν,

επνάσασιν τα μέλη του τζι επκιάσασιν την στράταν.

Χαλιναρκάν του έδωκεν σσοιροβοσκόν-ι-βρίσκει.

Πρώτ’ αχτυπά του μουστουνιάν τζι΄ύστερις αρωτά τον·

«Είδες, μωρέ σσοιροβισσέ, έναν μιτσίν φουσάτον,

μ’ εξηνταπέντε βλάμπουρους των εκατόν σσιλιάων;»

Τζιαι πολοάται σσοιροβοσκός τζιαι τζαχαμαί τζιαι λέει·

Θαμμάζουμεν τους άρκοντες μανιέραν που κρατούσιν

πρώτ’ αχτυπούσιν μουστουνιάν τζι΄ύστερις αρωτούσιν!»

Χαλιναρκάν του έδωσεν τζι΄εφάνηκεν τ’ ασκέριν.

Σσισσίνισεν ο μαύρος του, σγιάν ήταν μαθημένος.

Που τ΄άκουσεν ο νιούλλικος εβαρυφάνηκέν του,

τζιαι πολοάται νιούλλικος της λυερής τζιαι λέει·

«Κάπου στράφτει, κάπου βροντά, κάπου χαλάζι ρίβκει,

κάπου Θεός εθέλησεν χώρες για να χαλάση».

Τζιαι πολοάτ’ η λυερή του νιούλλικου τζιαι λέει·

«Μηδέ στραφτεί μηδέ βροντά μήτε χαλάζι ρίβκει,

μόνον εν ο Κωστάκης μου τζιαι κάπου πολεμίζει».

Τζιαι πολοάτ’ ο λυερός της λυερής τζιαι λέει·

«Ο Κωσταντάς σου εν καλός κρασίν ρατζίν να πίννην».

Τζιαι νάσου τζιαι τον Κωσταντά τζι΄επλάκωσέν τον τζείνον.

«Τζιαι πε μου αν σ’ ετσίμπησεν κόβκω τα δκυό του σσέρκα

τζιαι πε μου αν σ’ εφίλησεν, κόβκω τα δκυό του σσείλη,

τζιαι πε μου αν σ’ ενεψεν, βκάλλω το’ ναν τ’ αμμάτιν».

Τζιαι πολοάτ’ η λυερή του Κωσταντά τζαι λέει·

«Θαμμάζουμαί σε, Κωσταντά, τα λόγια που μου λέεις.

Γεράκα πκιάννει το πουλλίν τζιαι τρω το για μαθκιά το,

για βάλλει το μέσ΄στο κλουβίν τζιαι πολλοτυρανά το.

Με φίλησεν, με τσίμπησεν τζι’ ό,τι ήθελεν επήρεν,

μονάχα πάνω στην τιμήν τίποτες εν εκάμεν».

Εκρόκατσεν τον μαύρον του τζι΄εκαβαλλίτζεψεν την·

χτυπά του μιαν με το σπαθίν, βκάλει το’ ναν’ τ΄αμμάτιν,

χτυπά του μιαν με το σπαθίν, κόβκει τα δκυό του σσέρκα,

χτυπά του μιαν με το σπαθίν, κόβκει τα δκυό του σσείλη,

ξαναδιπλώννει τ΄άλλη μιαν τζι’ έκαμεν τον κομμάδκια.

Βαβαλλικά τον μαύρον του τζιαι πκιάννει την τζιαι πάει

τζι’ εις τα κλωθοΰρίσματα τον πεθθερόν του βρίσκει.

«Αλάρι’ αλάρια, πεθθερέ, μη σε καταδικάσω,

γιατ’ έβρασεν το σσέριν μου τζιαι τρέμει το κορμίν μου,

πον ηύρεν το σπαθάτζιν μου να φα τζιαι να χορτάση·

- Αν έβρασεν το σσέριν σου, τζιαι τρέμει το κορμίν σου,

τζι’ εν ηύρεν το σπαθάτζιν σου να φα τζιαι να χορτάση,

έσσει αβρόσσιλλες πολλές τζιαι κόψε να χορτάση».

Διά του μιαν με το σπαθίν τζι έκαμεν τον κομμάδκια .

Τζιαι πολοάτ’ η λυερή του Κωσταντά τζιαι λέει·

«Θαμμάζουμαί σε, Κωσταντά, ως τζιαι τον πεθθερό σου;

- Σιώπα σου που δαχαμαί τζιαι πάει τζι’ η δική σου».




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 648
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 28-11-2016


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο