Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131210 Τραγούδια, 269570 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το τραούδιν της Εμινές: Η αγάπη ενός Ελληνοκύπριου για μια Τουρκο      
 
Στίχοι:  
Παραδοσιακό
Μουσική:  
Παραδοσιακό


Έστραψεν η Ανατολή τζι’ εβρόντησεν η Δύση
τζι΄εχαμηλοπουμπούρισεν η Πέτρα του Λιμνίση.
Που ΄σσει πλαζίριν* τζι’ όρεξην ας έρτη ν’ αγροιτζήση,
να κάμω τ’ αμματάτζια του να τρέξουν σαν τη βρύσην.
Ο καημένος ο Πιδκιάς* όσον να ξησσειλήση,
να πα στα Πρασκειοσίουρα* τζι ούλα να τα ποτίση
γιατ’ έσσει σσήρες τζι’ ορφανά τζι’ εν να τα κετσσιντίση*.
Τον Γριστοφήν μας τον φτωχόν, που μπέρτεψεν στην κρίσην!
Πκοιος εί(δ)εν μαρμαρόλακκον νερόν να ξησσειλήση,
πκοιος εί(δ)εν τζιαι τον Γριστοφήν Τούρτσσισσαν ν’ αγαπήση!
Μα μιαν α(γ)ΐαν Τζερκατζήν, δεσποτιτζήν ημέραν,
που τράφηκεν τζι’ εξάλλαξεν τ’ όμορφον παλληκάριν,
σαν έλαμπεν ο ήλιος, σαν λάμπει το φεγγάριν.
Σηκώννεται τζι’ ο Γριστοφής τζιαι πάει στο παζάριν·
η πρώτη τ’ αγορά ΄ντα ΄τουν; της Εμινές ζωνάριν!
Μα που τον εί(δ)αν τα σκυλιά*, που μέσα του το βάλλει.
Έναν Τουρτσσίν, καλόν Τουρτσσίν, πόθελεν το καλόν του,
στέκει τζιαι παραντζέλλει του σαν τον πνεμματικόν του.
Ο Γρηστοφής μήτ΄άκουσεν, μήτ’ επαραντζελλιέτουν·
εις στο στενόν της Εμινές πάει τζι’ εδκιατζινιέτουν*.
Εί(δ)εν τον το Μουσουρμανιόν, που μέσα του το βάλλει,
που μέσα τους εβάλασιν να κάτσουν να τον πκιάσουν.
Πάνω που τα μεσάνυχτα το κόλιν* ένωσέν τους.
Αππόξω βάλουν τους φωνήν τζιαι πόσσω πολοέται·
- Ά, Εμινέ, κιούλ- Εμινέ*, λαμπάδα καφουρένη,
καδένα στους ενιά γυρούς τζιαι παραβουττημένη,
αν θέλης το χαττίριν μας τζι’ αν θέλης την τιμήν σου,
έβκαρ’ μας τον κιαούρ- ογλού* που μέσα στην αυλήν σου
τζιαι παίρνουμε σε στου βαλή τζιαι πα’ η τζεφαλή σου.
- Τζιαι θέλω το χαττίριν σας τζιαι θέλω την τιμήν μου
τζιαι θέλω τα μαντήλια μου ψηλά στην τζεφαλή μου.
Αν έχοντας τζι’ έχω Ρωμιόν εγιώ μεσ’ στην αυλή μου,
επάρτε με εις του βαλή τζι’ ας πα’ η τζεφαλή μου.
- Ά, Εμινέ, κιούλ- Εμινέ, λαμπάδα καφουρένη,
καδένα στους ενιά γυρούς τζιαι παραβουττημένη,
αν θέλης το χαττίριν μας τζι’ αν θέλης την τιμήν σου,
έβκαρ’ μας τον κιαούρ- ογλού* που μέσα στην αυλήν σου
τζιαι παίρνουμε σε στου βαλή τζιαι πα’ η τζεφαλή σου.
- Τζιαι θέλω το χαττίριν σας τζιαι θέλω την τιμήν μου
τζιαι θέλω τα μαντήλια μου ψηλά στην τζεφαλή μου.
Αν έχοντας τζι’ έχω Ρωμιόν εγιώ μεσ’ στην αυλή μου,
επάρτε με εις του βαλή τζι’ ας πα’ η τζεφαλή μου.
Να μ’ έπλασεν ο Πλάστης μου μιαν ώραν παλληκάριν,
να πα’ στον Μουχασίλααν* να κάμω αρζεχάλιν*,
πως ήρταν τζι’ επατήσασιν τα σπίδκια του σερντάρη*.
Πόκουσεν το Μουσουρμανιόν, εγύρισεν να πάη.
Έναν Τουρτσσίν, καλόν Τουρτσσίν, πολλά του κακοφάνην·
κλωτσιάν της πόρτας έ(δ)ωκεν, έξω ΄τουν τζι’ έσσω μπαίννει,
την σκάλαν εν που έπκιασεν τζι’ εξέ(β)ην πα’ στ’ ανώϊν.
Γιον τρέμει το καρκόφυλλον, γιον τρέμει το κουλούτζιν*,
έτσ’ έτρεμεν ο Γρηστοφής αππέσω στο σεντούτζιν.
Σσίλια ριάλλια του `δωκεν, για να της τον χαρίση,
τζιαι τζείνον το κακόν σκυλλίν έθθεν να καϊλίση*.
- Μου δώκης το κκεμέριν* του τζιαι να σου τον χαρίσω.
Τζιαι πολοάτ’ ο Γρηστοφής τζιαι λέει τζιαι λαλεί του·
- Αν πκιάσεις το κκεμέριν μου, να σ’ είδα σκοτωμένον,
τζι’ αππεξωθκιόν της Εμινές να σ΄είδα κρεμασμένον.
Τζιαι τζείνον το κακόν Τουρτσσίν πολλά του κακοφάνην
τζιαι μιαν φωνήν εν πόριξεν όσην τζι’ αν εδυνάστην:
- Βουράτε, το Μουσουρμανιόν, τζι’ ο Γριστοφής επκιάστην!
Είσσεν ευτζήν που τον Θεόν τζι’ ευτζήν της Παναΐας,
πκιάννουν τζιαι δκιαζυώννουν τον πάνω σε μιαν σανίαν
τζιαι τζείνου του κακού Τουρτσσιού εκόψαν του κοντόσσιν*
Εράψαν του τ’ αμμάδκια του με μια ψιλή ραφίαν,
πκιάννουν καβαλλιτζεύκουν τον πα’ στην κουτσοκαμήλαν.
Τζι’ επολοήθην Γριστοφής τζιαι λέει τζιαι λαλεί τους·
- Ούλην την Χώραν* πάρτε με, κάμετε χωρκο(γ)ΰριν,
εις το στενόν της Εμινές εν θέλω παναΰριν.
Θέλεις επαρακούσασιν, θέλεις καταύτυς κάμνουν,
ούλην την Χώραν πέρνουν τον, κάμνουν τον χωρκοΰριν
εις το στενόν της Εμινές κάμνουν τον παναΰριν.
Μα μια τζυρά τζι΄αρκόντισσα απού το παναθύριν,
εσφόντζιζεν τ’ αμμάδκια της μ’ έναν γρουσόν μαντήλιν.
- Εν είσσεν, γυιέ μου, Γριστοφή, Ρωμαΐσσαν ν’ αγαπήσης,
τζι’ αγάπησες την Τούρτσσισαν τζιαι να τουρκομανίσης;
'Οσοι πιστεύκετε Θεόν τζι’ όσοι την Παναΐαν,
τον έρωταν να φεύκετε τζιαι φέρνει πεζαρίαν*.
- Αν αγαπώ την Τούρτσσισσαν, θέλει τζιαι μαρτυρίαν.
Τζιαι να σου τζιαι την Εμινέν τζι΄ήρτεν στο παναθύριν
τζι’ εσφόντζιζεν τ’ αμμάδκια της μ’ ένα ψιλόν μαντήλιν.
- Έσσε τον νου σου, Γριστοφή, να μεν Τουρκομανίσης
ούτε την πίστη ν΄άρνηθής ούτε σταυρόν πατήσης.
Μα σσίλια γρόνια τζι’ αν-ι-ζης, αμμά `ντα `ν να κερτίσης;
- Ά, Εμινέ, κιούλ- Εμινέ, λαμπάδα καφουρένη,
τζι’ εγιώ εσέν αγάπουν σε, π’ αφ’ ης ήμουν κοπέλλιν.
- `Α, Γριστοφή μου, μάνα μου, τζιαι τσσελεπή αγά μου,
που σ’ είχα μεσ’ στ’ αγγάλια μου τζι’ εσβήνναν τα λαμπρά μου.
- Ά, Εμινέ, κιούλ- Εμινέ, τζιαι τρυφερόν μ’ αγρέλλιν,
πο ούλλες ποσ’ ο κασαπάς είχα σε δκιαλεμένην.
- Ά, Γριστοφή μου, μάνα μου, κάθεσαι στην κουτσοκαμήλαν
τζιαι λάμπουν οι βουκκούες σου σαν της μηλιάς τα μήλα.
Ποττέ καράβιν εν περνά, χωρίς να βάλουν σ’ άγιον,
πο τζαχαμαί σηκώννουν τους, παίρνουν τους στο σαράγιον*.
- Τζιαι έλα, πε μας, Εμινέ, εσού πέρκι γλιτώσης,
του Γριστοφή ελάλες του ΄ξα* ΄ρκετουν με το ζόριν;
- Είντα `φελούν τα ψέματα, βελή μου, να τα πούμεν,
μα ο Ρωμιός δεν έρκετουν δίχως να ην του πούμεν.
Επήαν τζι’ εκρεμμάσαν τους τζει πάνω πον τα τζιόνια
τζι’ ασπρίσαν τα κριάτα τους περίτου που τα σσίονια.
Τζιαι τζείνους εκρεμμάσαν τους τζιαι δεν ελοαρκάσαν κρίμαν,
τζείνους τους δκυο εβάλαν τους, τους δκυο τους έναν μνήμαν.
Βλαστά η κόρη λεμονιά τζι’ ο νέος τζυπαρίσσιν
τζιαι καθ’ αγίαν Τζερκατζήν γύρνουσιν τζιαι φιλούσιν.
Δκυο λυ(γ)ερές τους εί(δ)ασιν που `γυρναν τζι΄εφιλούνταν:
- Ά(δ)ε τα, κόρη, ά(δ)ε τα, τα δκυο αγαπημένα,
σαν εφιλούσαν ζωντανά, φιλούν τζιαι πεθαμμένα.
- Ρέξετε*, κόρη, ρέξετε, περνάτε στη δουλιά σας
τζι΄εμείς νεότην είχαμεν οσάν την αφεγκιάν σας.
Σ΄έναν περβόλιν δασερόν σκαρτίλια* τζιλαδούσιν,
ζωήν τζιαι χρόνια να `χουσιν όσοι τζι’ αν τα γροικούσιν.
Τζιαι τζείνος που μου το `μαθε σαν ποιητής λοάται,
τζείνου πρέπει συχχώρηση τζι’ εμέναν τ’ ως πολλά `τε.


Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου


* πλαζίριν = ευχαρίστηση
* Πιδκιάς = ο ποταμός Πεδιαΐος
*Πρασκειοσίουρα = το χωριό Πρασκειό + Σίουρη, περιοχή στο χωριό

* κετσσιντίζω = διατρέφω, αναγιώννω
* σκυλιά = Τούρκοι
* εδκιατζινιέτουν = έκανε βόλτες
* κόλιν = περίπολος (τουρκική λέξη)
* κιούλ- Εμινέ = Τρανταφυλλένια - Εμινέ (τουρκικά)
* κιαούρ- ογλού = γυιος των απίστων, δηλ. των Ελλήνων (τουρκικά)
* Μουχασίλαος = 0 κυβερνήτης της Κύπρου επί Τουρκοκρατίας

* αρζεχάλιν = αναφορά (τουρκική λέξη)

* Σερδάρης = αξιωματικός (για φύλαξη παραλιών) επί Τουρκοκρατίας

* κουλούτζιν = κουταβάκι

* καϊλίζω = δέχομαι, δίνω την συγκατάθεσή μου (από την τουρκ. λέξη kail)

* κκεμέριν = ζωνη µε θήκη για χρήµατα

* κοντόσσιν = αμοιβή, μισθός

* Χώρα = Λευκωσία

* πεζαρία = τρέλλα

* Σαράγιον = το μέγαρον του Τούρκου κυβερνήτη

* ξα = όξα (τουρκική λέξη) = ή

* ρέξετε, από το ρέσσω = περνώ, διαβαίνω

* σκαρτίλια ή ζαρτίλια = καρδερίνες




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 437
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   NOCTOC @ 28-11-2016


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο