Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ποιήματα για το ίδιο βουνό
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130317 Τραγούδια, 269360 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ποιήματα για το ίδιο βουνό      
 
Στίχοι:  
Νικηφόρος Βρεττάκος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Ι
Όχι ακόμη, δεν ήρθα να σε αποχαιρετήσω
αδελφέ, που σε ανέβηκα
πρώτη φορά όταν ήμουν φως
σ’ ένα μίσχο. Οι περσότεροι
στίχοι μου είναι κτίσματα
πάνω σου. Κι αν ο λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θα μέναμε όρθιοι
τότε κ’ οι δυο σαν πέτρες
παράλληλες. Όμως μέσα
στο ανάστατο δάσος του κόσμου
σήμερα ο Λόγος δύσκολα
ακούγεται. Αλλά τα παιδιά
το ξέρω πως μέσ’ από τα
βιβλία μου αύριο θα μαζεύουν
λουλούδια και πως θα μιλούν
για το θαύμα - ζωή, κοιτώντας
τον κόσμο μες απ’ τους στίχους μου.

ΙΙ
Σε ανέβαινα, σε κατέβαινα, ουρανό
φορτωμένος για τις ανάγκες μου.
Οι λέξεις μου, κάλυκες, έπρεπε
να γιομίζουν με φως. Οι στίχοι μου
γλάστρες στου Θεού το παράθυρο.

ΙΙΙ
Όταν ήρθα στον κόσμο κ’ είδα
τον ήλιο, είπα: Θα πρέπει κάτι
ν’ αφήσω πίσω μου φεύγοντας.

Και το βρήκα αρκετό. Ν’ ανεβώ
στην κορφή σου, να πετάξω
στη γης ένα λουλούδι.

IV
Είδα τον κεραυνό, το φιδίσιο του
τίναγμα. Ταλαντεύονταν λάμποντας
από κάτω ως απάνω την κορφή σου,
μετέωρος. Κ’ η σκέψη μου έπαιξε
μες στο κρανίο μου σαν αστραπή:
Πηδώντας στο πρώτο του, ν’ ανεβώ
ένα - ένα, από κάτω ως απάνω
τα λοξά σκαλοπάτια του.

V
Η ουράνια δαντέλα,
η σχεδόν κυματίζουσα,
των γραμμών σου, θαρρείς
όταν δύει ο ήλιος
και γιομίζει αγγέλους.

Προχωρούν, ανεβαίνουν
απ’ τις δύο παρυφές
στη μεγάλη κορφή σου.

Συγκεντρώνονται πάνω της
σαν μια χορωδία.

Ως όπου τέλος,
κάποιος απ’ όλους
απλώνει το χέρι
κι ανάβει τον έσπερο.

VI
Εδώ πάνω είναι ο θάνατος άγνωστος
έλεγα κ’ έγραφα κάποτε. Κ’ ήταν
αλήθεια. Γινόταν συχνά.
Τα περάσματα έκλειναν.
Ο κρύος αέρας κ’ οι σκιές
της νυχτός δεν έβρισκαν
δίοδο.
.........Συναντιόνταν
το έξω και το μέσα μου φως
κι απλωνόταν δίχως όρια γύρω μου.

VII
Ήμουν δε κα χρονών όταν χάραξα
μ’ ένα σουγιά σε μια πλάκα σου
τ’ όνομά μου, μόλις βγαίνει να το
συλλαβίζει ο ήλιος. Ήταν τότε
που ακόμη είχα "εγώ" μα που
αργότερα το `σβησα, καθώς
η βροχή απ’ την πλάκα σου
τ’ όνομά μου.
..................Τ’ όνομά μου
η φωνή ενός αηδονιού
που βγαίνει απ’ το δάσος
χωρίς τ’ όνομά μου.

Μου αρκεί να γνωρίζω ότι
στάζει Θεό στις ψυχές
των παιδιών η λάμψη των λέξεων.

VIII
Υποσχόμουν στο ένα που ήταν όλα.
Χαμογελούσα στο ένα που ήταν όλα.
Δεν ήσουν το ένα, καλό μου βουνό.
Σε έκαμα πρόσωπο, σε είδα λαό
και σε είδα πλανήτη. Κ’ έκαμα
ένα όμορφο όνειρο: Να μεταβάλω
μ’ αυτό το χαμόγελο πάνω σου
σε κρόσσια ήλιου όλα τα σύννεφα,
σε φώσφορο ειρήνης μια καταιγίδα.

IX
Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω
ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.
Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,
αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή
ν’ ακουμπώ το χαρτί μου.

Μην αποσύρεις την πέτρα σου,
Κύριε, και μείνουν τα χέρια μου
στο κενό. Έχω ακόμη να γράψω.

X
Παλεύοντας διάσχισα ανέμους
πολλούς, που βρίσκαν το στήθος μου
ανοιχτό και με πάγωναν. Υδρορροές
κεραυνών το μέτωπό μου, φαγώθηκε,
έτσι που τώρα να στεκόμαστε
ο ένας μας αντίκρυ στον άλλο,
σαν δυο αδελφά γκρίζα
πετρώματα.
.................Η γαλήνη σου
όμως και η γαλήνη μου πάντοτε.
Καθισμένος στα πόδια σου,
γιομάτος πληγές, μακαρίζω
την ύπαρξη.
................Η μοίρα
μου επέτρεψε απ’ όλον τον μέγα
πλούτο που υμνώ, να έχω
κ’ εγώ στο σύμπαν μια πέτρα.

XI
Πολύ το προσπάθησαν οι άσχημοι
τούτοι καιροί, αλλά τέλος
δεν μου ρήμαξαν την ψυχή
για να μείνει εδώ, να στέκεται
δίπλα σου, να σε ντύνει,
σε ώρες χαρμόσυνων ημερών,
αγγελμάτων.
..................Θα `ναι
το γιορτινό σου πουκάμισο.


XII
Θέλω να υφάνω, ν’ αποδώσω με λέξεις
το ρυθμό του νερού, που χτυπάει
στα χαλίκια κάτω απ’ τις φτέρες σου.
Ν’ ακούγεται όμοια κ’ η ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τη λέξη, μέσα
στους στίχους μου, να ρέει
συνεχώς, καθαρά, τρυφερά,
(από δω ουρανός κι από κει ουρανός )
μουσική δωματίου μέσα στο χρόνο.

XIII
Με τις λέξεις σου μίλησα των τσοπάνηδων
που τις φύλαξα στο αίμα μου. Ήταν
γυμνές και τους φόρεσε ένδυμα
να ταιριάζουν στην ομιλία μου
με τον κόσμο - με τα ζωντα και μη,
που όλα μαζί σχηματίζουνε έναν
ποταμό ομορφιάς, που εδώ ακριβώς,
στους δυο μας ανάμεσα και γύρω από μας,
στο χώρο της γης, τέμνει την άβυσσο.

XIV
Το ξέρω ότι ήσουν και πριν
γεννηθώ. το ύψος σου
πάντως βγήκε από μέσα μου.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 1543
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 25-08-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο