Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Προσκυνητής III
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130610 Τραγούδια, 269430 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Προσκυνητής III      
 
Στίχοι:  
Κώστας Βάρναλης
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Όσες φορές μεγάλοι ανάψαν ήλιοι
στου ανθρώπου την ψυχή (εκκλησιές οι λόγοι!),
διδάχος του λαού ήτανε τα χείλη
και το παντοτινό του μοιρολόγι.

Με το δικό του εσύρανε μαντίλι
Όμηρος, Σολωμός, τ’ αρχοντολόγι
των αρετών Σου: ολίγη αγάπη δώσ’ μου
και μένα, Ελλάδα, Στόμα όλου του κόσμου.

Σε θρόνον από πέτρα, λαών ποιμένας

με τους πρωτάρχους πλάγια του —όλ’ ηρώοι!—
πό `χει νυφάδες εκατό καθένας
κι ένα σφαχτό στη μοιρασιά του τρώει,
ακούν το ραψωδόν, ολύμπιας γέννας,
στο ραβδί κρεμασμένον, πώς οι Τρώοι

βαστάξαν τους Αργίτες χρόνια δέκα
για μια μάργελη, Αιώνιο Φως, γυναίκα!
Κι αντιβογκάει το χάλκωμα στους τοίχους,
και τα φτενά, γραμμένα, σειούνται ελάφια,
όταν, μαζί με τους αντρίκειους στίχους,

του Σκάμαντρου κυλάνε τα χρυσάφια.
Και λάμπει στους τετράχρονους τους ήχους,
του Έχτορα ο γιος, αστέρι και τα εντάφια
τα κλάηματα του Πρίαμου, πώς ξεσκίζουν!
Την ίδια Ανάγκη ανθρώποι, θεοί, γνωρίζουν.

Εδώ το Γέλιο είχε βωμό και φλόγα
που κάπνιζε από κέρατα και ξίγκια
η Τρέλα εδώ με βούκινα αχολόγα
και φούσκωνε από σκέψη τα μελίγγια
εδώ ήταν κόσμος άστρινος η Ρώγα

που βράχνιαζε και θέωνε τα λαρύγγια
κι ένας φαλλός, αγριοσυκιάς κλωνάρι,
επήδαε μπρος να φτάσει το φεγγάρι.
Κατακάθι το πρόσωπο αλειμμένο
και τράγια ορά σαλεύοντας στη μέση,

πηδώντας σε τουλούμι λαδωμένο,
ποιος θα σταθεί ορτός χωρίς να πέσει;
όλο το μαυροζούμι θυμωμένο
η αγέμιστη κοιλιά θαν το κερδέσει!
Αλλά στερνά, μ’ αίμα κι αφρούς, το χώμα

δαγκάνοντας, στριγκά `κλαιγε το στόμα.
Όλοι μαζί-ν επάσκανε το θρύλο
του ξαναγεννημού και του θανάτου
όλοι μαζί βοηθήσαν τον Αισχύλο
να ξεγείρει τον Όλυμπο εδώ κάτου

και στο ραβδί με του πευκιού το μήλο
αεροκινούσαν τη χρυσή καρδιά του
και γνώριζαν στο στίχο τον καυτό του
καθένας τον καλύτερον εαυτό του.
Ρηγαδικός ο Λόγος που τον Αιώνα

σε ξύλινο παπούτσι είχε βαστάξει
κι ως μια καρδιά όλος ράγιζε κι επόνα!
Μήτρα όλων των Μουσών, ήτανε Πράξη,
του Κόσμου τ’ Ανεθώρητου κολόνα,
της πολιτείας θεμέλιωμα στην τάξη,

γνώμη του λαού που στη θυμέλη γύρα
σεμνά πηδώντα εδίκιωνε τη Μοίρα.
Κι οι νέοι, που τους εδένανε τα ωραία
έργατα κι ιερό των όπλων τάμα,
τη νυχτιάν ακλουθώντας τη μοιραία,

πό καιε τις ρούγες του κρασιού το ανάμα,
εστήναν τον ξυλένιο Ελευτερέα
στην ορχήστρα, για να χαρεί το δράμα
μ’ όλους ίσα, αυτοπρόσωπα, και να `ναι
βουβός κριτής μ’ αυτούς που ξεφωνάνε!

Οι λύκοι των Αγράφων οι Όσες φορές μεγάλοι ανάψαν ήλιοι
στου ανθρώπου την ψυχή (εκκλησιές οι λόγοι!),
διδάχος του λαού ητανε τα χείλη
και το παντοτινό του μοιρολόγι.

Με το δικό του εσύρανε μαντίλι
Όμηρος, Σολωμός, τ’ αρχοντολόγι
των αρετών Σου: ολίγη αγάπη δώσ’ μου
και μένα, Ελλάδα, Στόμα όλου του κόσμου.

Σε θρόνον από πέτρα, λαών ποιμένας

με τους πρωτάρχους πλάγια του —όλ’ ηρώοι!—
πὄχει νυφάδες εκατό καθένας
κι ένα σφαχτό στη μοιρασιά του τρώει,
ακούν το ραψωδόν, ολύμπιας γέννας,
στο ραβδί κρεμασμένον, πώς οι Τρώοι

βαστάξαν τους Αργίτες χρόνια δέκα
για μια μάργελη, Αιώνιο Φως, γυναίκα!
Κι αντιβογκάει το χάλκωμα στους τοίχους,
και τα φτενά, γραμμένα, σειούνται ελάφια,
όταν, μαζί με τους αντρίκειους στίχους,

του Σκάμαντρου κυλάνε τα χρυσάφια.
Και λάμπει στους τετράχρονους τους ήχους,
του Έχτορα ο γιος, αστέρι και τα εντάφια
τα κλάηματα του Πρίαμου, πώς ξεσκίζουν!
Την ίδια Ανάγκη ανθρώποι, θεοί, γνωρίζουν.

Εδώ το Γέλιο ειχε βωμό και φλόγα
που κάπνιζε από κέρατα και ξίγκια
η Τρέλα εδώ με βούκινα αχολόγα
και φούσκωνε από σκέψη τα μελίγγια
εδώ ηταν κόσμος άστρινος η Ρώγα

που βράχνιαζε και θέωνε τα λαρύγγια
κι ένας φαλλός, αγριοσυκιάς κλωνάρι,
επήδαε μπρος να φτάσει το φεγγάρι.
Κατακάθι το πρόσωπο αλειμμένο
και τράγια ορά σαλεύοντας στη μέση,

πηδώντας σε τουλούμι λαδωμένο,
ποιος θα σταθεί ορτός χωρίς να πέσει;
όλο το μαυροζούμι θυμωμένο
η αγέμιστη κοιλιά θαν το κερδέσει!
Αλλά στερνά, μ’ αίμα κι αφρούς, το χώμα

δαγκάνοντας, στριγκά `κλαιγε το στόμα.
Όλοι μαζί-ν επάσκανε το θρύλο
του ξαναγεννημού και του θανάτου
όλοι μαζί βοηθήσαν τον Αισχύλο
να ξεγείρει τον Όλυμπο εδώ κάτου

και στο ραβδί με του πευκιού το μήλο
αεροκινούσαν τη χρυσή καρδιά του
και γνώριζαν στο στίχο τον καυτό του
καθένας τον καλύτερον εαυτό του.
Ρηγαδικός ο Λόγος που τον Αιώνα

σε ξύλινο παπούτσι είχε βαστάξει
κι ως μια καρδιά όλος ράγιζε κι επόνα!
Μήτρα όλων των Μουσών, ήτανε Πράξη,
του Κόσμου τ’ Ανεθώρητου κολόνα,
της πολιτείας θεμέλιωμα στην τάξη,

γνώμη του λαού που στη θυμέλη γύρα
σεμνά πηδώντα εδίκιωνε τη Μοίρα.
Κι οι νέοι, που τους εδένανε τα ωραία
έργατα κι ιερό των όπλων τάμα,
τη νυχτιάν ακλουθώντας τη μοιραία,

πό `καιε τις ρούγες του κρασιού το ανάμα,
εστήναν τον ξυλένιο Ελευτερέα
στην ορχήστρα, για να χαρεί το δράμα
μ’ όλους ίσα, αυτοπρόσωπα, και να `ναι
βουβός κριτής μ’ αυτούς που ξεφωνάνε!

Οι λύκοι των Αγράφων οι Ελυμπίσοι
αϊτοί, που θρέφαν πιθαμή το νύχι
του Ταΰγετου οι αστρίτες, που `χαν βρύση
την καρδιά και της Ρούμελης τα ρήχη
που αρίφνητον Αράπη ειχαν σαπίσει

ο Διγενής με λιονταρίσο βρύχι-
σμα, από το Χάρο με χωσά ριγμένος,
καλάδερφος και πάντα λαλημένος—
απ’ όλες τις κορφάδες, Ρωμιοσύνη,
τραγουδομάνες σ’ είχανε κυκλώσει!

Το λεύτερό σου πνέμα, η αντρειοσύνη,
η γλυκιά του θανάτου κι άγια γνώση
(αχός τα παίρνει, στον αχό τα δίνει!)
τον καθαρό σου στίχο ειχαν φουντώσει,
που του `δωκε άπλα πιότερη και θάρρος

με ρίμες κελαηδίστρες ο Κορνάρος.
Όλα ήταν ένας ποταμός με χίλια
στόματα χίλιοι αντίλαλοι, μια γλώσσα.
Φιαμπόλια, ταμπουράδες, καριοφίλια,
μέσα στον ίδιον άνεμο εκορώσα'.

Με μάτια μαυρογάλαζα, με χείλια
ακροσυρμένα, σε αχολόγια τόσα
έκλινε ο Σολωμός νερό να πάρει,
την ίδια του ομορφιάν είδε κι εχάρη.
Κι ανέβασέ την, φως περιγραμμένη,

στα ουράνια – Ελλάδα εσένα, άσειστο Μάτι
πνεματικής ημέρας! Ανοιγμένη
στα έσχατα βάθη της ψυχής, γεμάτη
ψυχές εφάνης! Κι άλλη δεν ξεβγαίνει
τη νίκη σου για ένα ψωμιού κομμάτι!

Και του σεισμού τα χάσματα στη γη σου
κλείσαν ευτύς μ’ ανθούς του Παραδείσου!
αϊτοί, που θρέφαν πιθαμή το νύχι
του Ταΰγετου οι αστρίτες, που `χαν βρύση
την καρδιά και της Ρούμελης τα ρήχη
που αρίφνητον Αράπη είχαν σαπίσει

ο Διγενής με λιονταρίσο βρύχισμα,
από το Χάρο με χωσά ριγμένος,
καλάδερφος και πάντα λαλημένος—
απ’ όλες τις κορφάδες, Ρωμιοσύνη,
τραγουδομάνες σ’ είχανε κυκλώσει!

Το λεύτερό σου πνέμα, η αντρειοσύνη,
η γλυκιά του θανάτου κι άγια γνώση
(αχός τα παίρνει, στον αχό τα δίνει!)
τον καθαρό σου στίχο είχαν φουντώσει,
που του `δωκε άπλα πιότερη και θάρρος

με ρίμες κελαηδίστρες ο Κορνάρος.
Όλα ήταν ένας ποταμός με χίλια
στόματα χίλιοι αντίλαλοι, μια γλώσσα.
Φιαμπόλια, ταμπουράδες, καριοφίλια,
μέσα στον ίδιον άνεμο εκορώσα'.

Με μάτια μαυρογάλαζα, με χείλια
ακροσυρμένα, σε αχολόγια τόσα
έκλινε ο Σολωμός νερό να πάρει,
την ίδια του ομορφιάν είδε κι εχάρη.
Κι ανέβασέ την, φως περιγραμμένη,

στα ουράνια – Ελλάδα εσένα, άσειστο Μάτι
πνεματικής ημέρας! Ανοιγμένη
στα έσχατα βάθη της ψυχής, γεμάτη
ψυχές εφάνης! Κι άλλη δεν ξεβγαίνει
τη νίκη σου για ένα ψωμιού κομμάτι!

Και του σεισμού τα χάσματα στη γη σου
κλείσαν ευτύς μ’ ανθούς του Παραδείσου!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 664
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 01-09-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο