|
Στίχοι: Αρετή Γκανίδου
Μουσική: Αμελοποίητα
Καθόταν στο μισοσκόταδο χαμηλοτάβανου κελιού κι άναβαν γύρω του
δώδεκα φλόγες σε άφαντα καντήλια (μύριζε η καπνιά τους ψαλμωδία).
Ο ήρεμος καλόγερος τακτοποιούσε τις πτυχές του ράσου του,
με τα μακριά λευκά του δάχτυλα. Έκλινε το κεφάλι του αριστερά
κι ύψωσε θαλασσινό αέρα τη ματιά του. Τι ομορφιά, σκεφτόμουν, και πόσο πένθιμη.
Σβήστηκαν τότε οι δώδεκα προσευχές κι ένιωσα μες στο σκοτάδι πως ηθελα πολύ να πιστέψω.
Μα έξω απ’ το κελί – και στην ψυχή μου – έλαμπε ο ήλιος αδιάντροπος
κι ο σκονισμένος δρόμος ανέβαινε στο βουναλάκι με τις οχιές και τα κυπαρίσσια.
Ο αέρας μύριζε ρίγανη και λεβάντα,
τα μελισσάκια προς περνούσαν τις καυτές πέτρες της άσπρης παραλίας
κι ανέβαιναν, ολοένα ανέβαιναν,
σαν τη λαχτάρα μου να ζήσω στις αγέννητες λέξεις
διαβάζοντας το δέρμα που γλυκαίνεται στο χρόνο,
πιο πέρα απ’ αμαρτία κι αγιοσύνη. Μεθόρια.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 458 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|