Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Του κουμπάρου τ’ άχερα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130617 Τραγούδια, 269434 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Του κουμπάρου τ’ άχερα      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


—Για `πες μας το! Για `πες μας το, παππού, το παραμύθι!
Ακόμη μια και φθάνει.—
Κι αυτός, τάχα δεν άκουσε, και δεν απολογήθη.
Επίτηδες το κάνει.

Οχτώ παιδάκια με ματιές, με την γλυκιά φωνή τους
τόνε πολιορκούνε.
Και η γριά του στα κρυφά συμμάχησε μαζί τους,
σαν νόνα τους οπού `ναι.

'Μπορεί να τ’ αποποιηθεί; Μα έλα που τ’ αρέσει
ν’ ακούει παρακάλια;
—Παππούλη, έλα, να χαρείς! Θρονίσου `δώ στην μέση
κι’ αρχίνα. Μα, αγάλια!

—Καλά λοιπόν! Ακόμη μια! Ο γέρος απεκρίθη.
Μα, το `χω λησμονήσει
για ποιαν αιτία `γένηκεν αυτό το παραμύθι.
Ποιος θα με το `νθυμίσει;

—Για του Κουμπάρου τ’ άχερα!—Δια τον Γαλαξία!—
Καθένα ξεφωνίζει.
Κι ο γέρος `πήρ’ απ’ τα οχτώ στο πλάγι του δυο τρία,
κ’ εκάθησε κι’ αρχίζει.

—Ήταν μεγάλη χειμωνιά κι η ώρα περασμένη.
Ο μαύρος αγωγιάτης
ακούει κάποιον και βροντά στην θύρα την κλεισμένη
και σειεί την κλειδωνιά της.

—Βόηθα, Χριστέ! Τέτοιον καιρό μόν’ ο ληστής κι’ ο Χάρος
εβγαίν’ απ’ τη φωλιά του!—
Ανοίγει λίγο και θωρεί, ο ίδιος τ’ ο κουμπάρος
και η βραχνή λαλιά του!

—Κουμπάρε, άνοιξε, να ζεις! Να ζήσουν τα παιδιά σου!
Απέθαν’ απ’ το κρύο!
Κι ο Βάθιος μ’ αποστάθηκε. Νηστεύουμε, στοχάσου,
από τα χθες κ’ οι δύο!—

Τον λόγο δεν απόσωσε, τον έμβασε στην θύρα
ο μαύρος αγωγιάτης.
Κ’ επρόφθαξ’ η γυναίκα του κ’ ετρέξανε στην γύρα
τ’ ανήλικα παιδιά της.

—Φέρτε ψωμί! Φέρτε φαγί! Φέρτε κρασί, να πάρει
δυνάμωση, να ζήσει!
Βάλτε τον Βάθιο στα ζεστά και δώστε του κριθάρι,
μην τύχει και ψοφήσει!—

Κι εβάλαν ό,τι `φύλαγαν δια τον εαυτό τους
στ’ αμίλητό του στόμα
και `σώσαν απ’ τον θάνατο τον δόλιον εδικό τους,
και τ’ άλογό τ’ ακόμα.

Και σαν τον εχορτάσανε, τον `στρώσαν κ’ εκοιμήθη
στην ίδια τους την στρώση.
Κι’ αυτός `σηκώθη κ’ έφυγε, προτού λαλήσ’ ορνίθι,
προτού κανένας νιώσει.

—Γριά, παρακοιμήθηκες! Και πριν η σούπα γείνει
μας άφηκ’ ο κουμπάρος.
—Μας άφηκε; Τόσο πρωί, τόσο κρυφά αφήνει
μόν’ ο ληστής κι’ ο Χάρος!

Μα, ως για σούπα, σήμερα του κάκου θέν’ αργούσε
εδώ στα φτωχικά μας.
Εψές τον `φίλεψες μ’ αυτό, που τρεις φορές θ’ αρκούσε
σ’ εμάς και τα παιδιά μας.

Χούμ! Χούμ! Λοιπόν ούτε ψωμί, για σήμερα, γυναίκα;
Καλά! Καταλαμβάνω.
ο μαύρος ήταν νηστικός κ’ εχόρτασε για δέκα,
και `κόμα παραπάνω.

Χαλάλι του! Χαλάλι του!—Κ’ επήγε να ταγίσει
το γέρο του μουλάρι,
για να τ’ ανέβει πρόθυμο, στην χώρα να κινήσει,
ψωμί φαγί να πάρει.

Μα `κεί που `πάγει, τι να διεί! Του `κλέψαν απ’ τ’ αχούρι
όλο το άχερό του!
Δυο σάκους! Χθες τ’ αγόρασε! Ούτ’ ένα καλαθούρι
δεν μένει για το ζω’ του!

Τώρα; Η μούλα νηστικιά κ’ έξω Χιονιάς, φοβέρα!
Πώς να καβαλικέψει;
Κι αν δεν το κάμει, πού θα βρει στην ερημιά `δώ πέρα
τα τέκνα του να θρέψει!

Πετιέται πάνω στο χτηνό, και ρίχνεται στην μπόρα
και τρέχει, τρέχει, τρέχει!
Μα `ναι τα χιόνι’ αδιάβατα κ’ είναι μακράν η χώρα,
η μούλα δεν αντέχει.

Πάγ’ ένα μίλι, πάγει δυο—οι λύκοι την `γροικάνε,
της ρίχνουνται στην πλάτη!
Τρώγουν το ζω’ τ’ αδύνατο, και `κόντεψε να φάνε
κι’ αυτό τον αγωγιάτη!

Το πώς εξέφυγε πεζός, το πώς δεν τον εφάγαν,
μόν’ ο Θεός το ξέρει.
Μα τα παιδιά του νηστικά τρεις μέρες εφυλάγαν,
ψωμάκι να τα φέρει.

Σταις τέσσαραις επρόφθαξε, στα δόντια την ψυχή του,
για να γλιτώσ’ εκείνα.
Μα, ήρθ’ ο δύστυχος αργά! Το πιο μικρό παιδί του
απέθαν’ απ’ την πείνα!...

—Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά!—Στα γόνατά του πέφτει,
μεγάλα δάκρυα χύνει.
—Κι αν δεν βοηθήσεις να τον `βρω τον αίτιο, τον κλέφτη,
που `ναι Δικαιοσύνη;—

Τον λόγο δεν απόσωσεν, αγέρας παραρειόνει
της συννεφιάς το στρώμα.
Κ’ εβγήκ’ ο ήλιος στ’ αψηλά κι’ ανάλ—Για `πές μας το! Για `πές μας το, παππού, το παραμύθι!
Ακόμη μια και φθάνει.—
Κι αυτός, τάχα δεν άκουσε, και δεν απολογήθη.
Επίτηδες το κάνει.

Οχτώ παιδάκια με ματιές, με την γλυκιά φωνή τους
τόνε πολιορκούνε.
Και η γριά του στα κρυφά συμμάχησε μαζί τους,
σαν νόνα τους οπού `ναι.

'Μπορεί να τ’ αποποιηθεί; Μα έλα που τ’ αρέσει
ν’ ακούει παρακάλια;
—Παππούλη, έλα, να χαρείς! Θρονίσου `δώ στην μέση
κι’ αρχίνα. Μα, αγάλια!

—Καλά λοιπόν! Ακόμη μια! Ο γέρος απεκρίθη.
Μα, το `χω λησμονήσει
για ποιάν αιτία `γένηκεν αυτό το παραμύθι.
Ποιος θα με το `νθυμίσει;

—Για του Κουμπάρου τ’ άχερα!—Δια τον Γαλαξία!—
Καθένα ξεφωνίζει.
Κι ο γέρος `πήρ’ απ’ τα οχτώ στο πλάγι του δυο τρία,
κ’ εκάθησε κι’ αρχίζει.

—Ήταν μεγάλη χειμωνιά κι η ώρα περασμένη.
Ο μαύρος αγωγιάτης
ακούει κάποιον και βροντά στην θύρα την κλεισμένη
και σειεί την κλειδωνιά της.

—Βόηθα, Χριστέ! Τέτοιον καιρό μόν’ ο ληστής κι’ ο Χάρος
εβγαίν’ απ’ τη φωλιά του!—
Ανοίγει λίγο και θωρεί, ο ίδιος τ’ ο κουμπάρος
και η βραχνή λαλιά του!

—Κουμπάρε, άνοιξε, να ζεις! Να ζήσουν τα παιδιά σου!
Απέθαν’ απ’ το κρύο!
Κι ο Βάθιος μ’ αποστάθηκε. Νηστεύουμε, στοχάσου,
από τα χθες κ’ οι δύο!—

Τον λόγο δεν απόσωσε, τον έμβασε στην θύρα
ο μαύρος αγωγιάτης.
Κ’ επρόφθαξ’ η γυναίκα του κ’ ετρέξανε στην γύρα
τ’ ανήλικα παιδιά της.

—Φέρτε ψωμί! Φέρτε φαγί! Φέρτε κρασί, να πάρει
δυνάμωση, να ζήσει!
Βάλτε τον Βάθιο στα ζεστά και δώστε του κριθάρι,
μην τύχει και ψοφήσει!—

Κι εβάλαν ό,τι `φύλαγαν δια τον εαυτό τους
στ’ αμίλητό του στόμα
και `σώσαν απ’ τον θάνατο τον δόλιον εδικό τους,
και τ’ άλογό τ’ ακόμα.

Και σαν τον εχορτάσανε, τον `στρώσαν κ’ εκοιμήθη
στην ίδια τους την στρώση.
Κι’ αυτός `σηκώθη κ’ έφυγε, προτού λαλήσ’ ορνίθι,
προτού κανένας νιώσει.

—Γριά, παρακοιμήθηκες! Και πριν η σούπα γίνει
μας άφηκ’ ο κουμπάρος.
—Μας άφηκε; Τόσο πρωί, τόσο κρυφά αφήνει
μόν’ ο ληστής κι’ ο Χάρος!

Μα, ως για σούπα, σήμερα του κάκου θέν’ αργούσε
εδώ στα φτωχικά μας.
Εψές τον `φίλεψες μ’ αυτό, που τρεις φορές θ’ αρκούσε
σ’ εμάς και τα παιδιά μας.

Χούμ! Χούμ! Λοιπόν ούτε ψωμί, για σήμερα, γυναίκα;
Καλά! Καταλαμβάνω.
ο μαύρος ήταν νηστικός κ’ εχόρτασε για δέκα,
και `κόμα παραπάνω.

Χαλάλι του! Χαλάλι του!—Κ’ επήγε να ταγίσει
το γέρο του μουλάρι,
για να τ’ αναίβει πρόθυμο, στην χώρα να κινήσει,
ψωμί φαγί να πάρει.

Μα `κεί που `πάγει, τι να διεί! Του `κλέψαν απ’ τ’ αχούρι
όλο το άχερό του!
Δυο σάκους! Χθες τ’ αγόρασε! Ούτ’ ένα καλαθούρι
δεν μένει για το ζω’ του!

Τώρα; Η μούλα νηστικιά κ’ έξω Χιονιάς, φοβέρα!
Πώς να καβαλικέψει;
Κι αν δεν το κάμει, πού θα βρει στην ερημιά `δώ πέρα
τα τέκνα του να θρέψει!

Πετιέται πάνω στο χτηνό, και ρίχνεται στην μπόρα
και τρέχει, τρέχει, τρέχει!
Μα `ναι τα χιόνι’ αδιάβατα κ’ είναι μακράν η χώρα,
η μούλα δεν αντέχει.

Πάγ’ ένα μίλι, πάγει δυο—οι λύκοι την `γροικάνε,
της ρίχνουνται στην πλάτη!
Τρώγουν το ζω’ τ’ αδύνατο, και `κόντεψε να φάνε
κι’ αυτό τον αγωγιάτη!

Το πώς εξέφυγε πεζός, το πώς δεν τον εφάγαν,
μόν’ ο Θεός το ξέρει.
Μα τα παιδιά του νηστικά τρεις μέρες εφυλάγαν,
ψωμάκι να τα φέρει.

Σταιςς τέσσαραις επρόφθαξε, στα δόντια την ψυχή του,
για να γλιτώσ’ εκείνα.
Μα, ήρθ’ ο δύστυχος αργά! Το πιο μικρό παιδί του
απέθαν’ απ’ την πείνα!...

—Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά!—Στα γόνατά του πέφτει,
μεγάλα δάκρυα χύνει.
—Κι αν δεν βοηθήσεις να τον `βρω τον αίτιο, τον κλέφτη,
που `ναι Δικαιοσύνη;—

Τον λόγο δεν απόσωσεν, αγέρας παραρειόνει
της συννεφιάς το στρώμα.
Κ’ εβγήκ’ ο ήλιος στ’ αψηλά κι’ ανάλυωσε το χιόνι,
που `σκέπαζε το χώμα.

—Θωρείς το σκόρπιο τ’ άχερο, που λάμπει δρόμο δρόμο;
είναι Θεού δαχτύλι!
Ο κλέφτης έφυγ’ απ’ εδώ με τα σακκιά στον ώμο,
και `χύθηκ’ απ’ τα χείλη!—

Παίρνει την στράτα το στρατί, με τον μπαλτά στο χέρι
και μ’ όψ’ αγριωμένη.
Κ’ η στράτα στου κουμπάρου του το σπίτι τόνε φέρει,
με τ’ άχερα `στρωμένη.

—Κουμπάρε, έπιες κ’ έφαγες κ’ επλάγιασες, χαλάλι
'μπρός στον Θεό που βλέπει!
Μα μ’ έκλεψες και τ’ άχερο. Αυτό, κακό κεφάλι,
να το πληρώσεις πρέπει!

Μ’ εκόστισε τη μούλα μου μια φρίκη ένα κόπο,
κ’ ένα παιδί!... Σ’ αρέσει;—
Μια μπαλταδιά τον έδωκε, τον άφησε στον τόπο!
—Θεός να τον σχωρέσει!—

Εκτότ’ η στράτ’ απέμεινε στον ουρανό, για θάμα,
με τ’ άχερα `στρωμένη.
Για να στοχάζετ', όποιος πά’ να κλέψει ξένο πράμα,
το τι τον περιμένει.

—Θωρείς το σκόρπιο τ’ άχερο, που λάμπει δρόμο δρόμο;
είναι Θεού δαχτύλι!
Ο κλέφτης έφυγ’ απ’ εδώ με τα σακιά στον ώμο,
και `χύθηκ’ απ’ τα χείλη!—

Παίρνει την στράτα το στρατί, με τον μπαλτά στο χέρι
και μ’ όψ’ αγριωμένη.
Κ’ η στράτα στου κουμπάρου του το σπίτι τόνε φέρει,
με τ’ άχερα `στρωμένη.

—Κουμπάρε, έπιες κ’ έφαγες κ’ επλάγιασες, χαλάλι
'μπρός στον Θεό που βλέπει!
Μα μ’ έκλεψες και τ’ άχερο. Αυτό, κακό κεφάλι,
να το πληρώσεις πρέπει!

Μ’ εκόστισε τη μούλα μου μια φρίκη ένα κόπο,
κ’ ένα παιδί!... Σ’ αρέσει;—
Μια μπαλταδιά τον έδωκε, τον άφησε στον τόπο!
—Θεός να τον σχωρέσει!—

Εκτότ’ η στράτ’ απέμεινε στον ουρανό, για θάμα,
με τ’ άχερα `στρωμένη.
Για να στοχάζετ', όποιος πά’ να κλέψει ξένο πράμα,
το τι τον περιμένει.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 450
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 05-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο