|
Στίχοι: Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική: Αμελοποίητα
Στην Πόλη, έρημο πουλί
με μάτι δακρυσμένο
απλώνει το καημένο
το χέρι του με συστολή.
Θαρρείς δεν έχ’ αναπνοή.
Ταλαίπωρο παιδάκι!
Λίγο ξερό ψωμάκι
το ξαναφέρει στην ζωή!
—Καλέ μου συ, αφεντικό
με την χρυσή καδένα!
Λυπήσου με κ’ εμένα,
που `μαι γυμνό και νηστικό!
Στην Κύπρον η καλοκαιριά
τα κεραμίδια λιώνει
κ’ εδώ – πώς με παγώνει
το κρύο του παλειοβοριά!...
Για δώστε με λίγο ψωμί,
να ιδώ αν με ζεσταίνει!
Να ιδώ αν ανασταίνει
το κουρασμένο μου κορμί!...
Πώς με μυρίζουν τα φαγιά
και τα ζεστά ψωμάκια!
Για νηστικά παιδάκια,
τι θέαμα τα μαγεριά!...
Θυμούμαι πρώτα, στο χωριό
επείνασα λιγάκι;
Χαλούμι και ψωμάκι
κ’ ευθύς εγίνηκα θεριό!
Μα πέρασαν `κείν’ οι καιροί!
Η Κύπρο μας καμίνι
νομίζεις πως εγίνη,
για να μας λιώσει σαν κερί!
Τα σύννεφα, τόσον καιρό,
ξεχάσανε την στράτα
που τα `φερνε γεμάτα
κ’ εμείναμε χωρίς νερό.
Κι’ αυτό που σπέρνουν οι γεωργοί
φοβάται να φυτρώσει,
γιατί θα το κορώσει
ο ήλιος κ’ η ψημένη γη...
Τα ρούχα μου τα γιορτερά,
—πώς τα θυμούμ’ ακόμα!
Το πάπλωμα, το στρώμα,
τα `δώσαμε στον αλευρά.
Τη μάνα μου μια χαραυγή,
σαν δάφνη μαραμένη,
—πεινούσεν η καημένη!—
Την `θάψαμε στην μαύρη γή!...
Πώς μ’ εγελούσεν ο παππάς!
Με είπε, —θα σε φέρει
απ’ του Θεού το χέρι
ψωμάκι κι ό,τι αγαπάς.—
Κ’ επήγα τόσες πρωινές
στο μαύρο της το μνήμα
κ’ εφώναξα (Τι κρίμα!
Ήσαν αδύνατες φωνές).
—Πεινώ, μανούλα μου, πεινώ!
Έβγα `ξ’ από το χώμα!
Δεν έψησαν ακόμα
κά’ `να ψωμί στον ουρανό;..—
Εκεί, με σήκωσε χλωμό,
σαν έκλαια μια μέρα,
το χέρι του πατέρα,
που μ’ εφιλούσε με καημό.
Πώς μ’ ήρθε μια κρυφή χαρά!
Είπα πως θα με δώσει
καμιά κουλούρα, τόση,
που να χορτάσω μια φορά!
Μα `κείνος μ’ όψη νεκρική
σε βάρκα μ’ έχει βάλει
και ο βαρκάρης πάλι
σε μια φρεγάδα τουρκική.
Και μ’ έχουν φέρει μοναχό
να βρω ψωμί να φάγω
να βρω ψωμί να `πάγω
και στον πατέρα τον φτωχό!..—
Ω, σπλαχνισθήτε το μικρό!
Δότε ψωμί να φάγει,
ψωμάκι να του `πάγει,
πριν τον ευρεί κι αυτόν νεκρό!
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 458 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|