Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
131355 Τραγούδια, 269586 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Το Σεϊτάν-ακυντησί      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Βιζυηνός
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Επ’ ευώδους κλίνης, μαλθακών στρωμάτων,
κείται κόρη του σουλτάνου τρυφηλή.
Ύπνος δεν της έρχετ’ επί των ομμάτων,
νωχελώς ρεμβάζει κι ονειροπολεί.
Μάτην των ευμόλπων χανεντίδων η φωνή,
των οργάνων η βοή τον νουν μεθύσκει.
Μάτην τους λευκούς τασούς περιδινεί
εις ρυθμούς χορών η οδαλίσκη.
Κρυφή θλίψις την σουλτάναν τυραννεί,
τέρψιν δεν ευρίσκει.

Εστηρίχθ’ εις τον αγκώναν τον μικρόν,
το ρεμβόν, το μαύρον όμμα της ανοίγει
κύκλω με μειδίαμ’ απαντά πικρόν,
νεύει, κ’ η βοή της συναυλίας λήγει.
Χαίρων ο χορός των δούλων διαβαίνει,
προσκυνεί ταχύς και φεύγει κατ’ ευθύ.
Είν’ αργά, το μισονύκτιον σημαίνει,
ο καθείς την κλίνην του ποθεί.
Μόνον μία γραία παραμένει
μ’ όψιν εμβριθή.

Σύννους επί την χλιδήν της κλίνης νεύει,
της δεσποίνης μελετώσα τη μορφήν
των αβρών τριχών τον έβενον θωπεύει,
των λεπτών της πέπλων ψαύει την υφήν:
"Δεν ενδίδ’ εις ύπνον τ’ όμμα σου γλυκύν;
Το καλλίλοφόν σου στήθος πώς κυμαίνει!
Υπό την χιόνα, κόρη, την λευκήν
θάλασσα φλογών σπαργά κλεισμένη!
Ποίος με χαράν—με θλίψιν μυστικήν
πόθος σε φλεγμαίνει;

"Στρέψον κύκλω τ’ όμμα, τ’ άστρον το γλυκύ,
εις τους ουρανούς των ανακτόρων τούτων:
Όλ’ η ευτυχία της Εδέμ οικεί
με της γης εδώ την δόξαν και τον πλούτον.
Ποίαι της ψυχής σου προσφιλείς ορέξεις
δεν επέτυχον ως τώρα χορτασμού!
Πάσχεις, απορούσα ποίαν να εκλέξεις
ηδονήν, εκ τόσου πληθυσμού;
Ω! Το πυρ μη πάλιν αναφλέξεις
του παροξυσμού!

"Εις τον αχανή της φαντασίας κήπον
παύσ’ επιπλανώσα τ’ όμμα της ψυχής.
Πλήρης είν’ ανθών και μύρων παυσιλύπων,
εκλογή σοι λείπει μόνον ευτυχής.
Αραξον του νου σου τ’ άστατον πτερόν
εις της γραίας πείρας μου τας παραλίας.
Ύπνον θα σ’ ανθολογήσω γλυκερόν
από κήπου ξένης φαντασίας
θέλγουσα με μύθους το σκληρόν
πάθος της καρδίας".

"Μη θαρρείς απόψε ν’ αποκοιμηθώ,
βαυκαλιζομέν’ υπ’ ανοήτων μύθων.
Μ’ εκπτοεί τον ύπνον, γραία, που ποθώ,
σμήνος σκέψεων αγρίων, ασυνήθων!...
Δυστυχείς εσμέν εξ όλων των πλασμάτων
αι της άγαρ θυγατέρας, δυστυχείς!
Τας ανοίξεις της ζωής μας αποφράττων
νόμος εις τ’ ανήλια τραχύς,
θάνατοι το χρώμα, τ’ άρωμά των:
τ’ άνθη της ψυχής!

"Ένδον φθονερών φραγμών του χαρεμίου,
ως παρθένος, φθισιώμεν φρουρηταί.
Ευτυχείς, αν δούλ’ ενός αδνρός, δημίου
της καρδίας, αποθάνωμεν ποτέ.
Τούτο ο ύπνος έπειτα, κ’ εις τον φαιδρόν
της Εδέμ και τρυφηλόν λειμώνα,
ο απάνθρωπός μας νόμος, επιδρών
εφ’ ημάς τ’ ανδράποδά του μόνα,
μας δωρεί—εταίρας των ανδρών,
πάντα τον αιώνα!...

"Χθες εκ των δικτιωτών μ’ ανιαρά
του Βοσπόρου τους εξελυγμούς εώρων:
Έκρουον εμπόθως τα γλαυκά νερά
τον χρυσούν πυλών αυτών των ανακτόρων.
Κι ο τερπνός των φλοίσβος μ’ εξεκάλει,
ως μυστηριώδης, έλεγες, φωνή:
Έως πότε, σουλτανίς, τ’ αβρά σου κάλλη
τοίχοι θ’ αγκαλίζονται στενοί;
Δε σε συνεφέλκεται μεγάλη
της Ζωής σκηνή;

"Ίδε πώς σφριγών το έαρ επεχύθη,
ως περί την ερωμένην του, την γην!
Μ’ εύοσμ’ άνθη της υπερπληρεί τα στήθη,
με ζωήν και δρόσον κάθε της πηγήν.
Της χαράς αυτών οι ψάλται πτερωτοί
ανά δύο τους αιθέρας διασχίζουν.
Ανά δύο φίλος έρως τους κρατεί
εις τας φωλεάς που τώρα κτίζουν.
Ταύτα, νέον πλάσμα, κάτι τι
δεν σ’ υπενθυμίζουν;

"Και ιδού μακρόθεν γδούπος αντηχεί:
Δύο κώπ’ ερρύθμως πλήττουν τα πλευρά του,
εποχούσ’ επί τον Βόσπορον ταχύ
το στενόν και κούφον σώμα της ακάτου.
Κ’ εντός ταύτης – άχ! Συμπλέγδην δύο φίλοι
ευτυχείς τον ρουν επέρων της ζωής:
Νέαν κόρην περιέβαλλε κ’ εφίλει
νεανίας ηλιοκαής.
Και αυτή, του τ’ ανταπέδιδ’ ερωτύλη.
Γραία! μ’ εννοείς;

"Τον εφίλει, δίχως βάσκανος τις δαίμων
την χαράν να τη λυμαίνηται σκληρά.
Την εφίλει και ριπαί λεπτών ανέμων
εις το φίλημά των έδιδον πτερά,
όπως πλήττει την καρδίαν της πτωχής,
ωσεί ξένος πλούτος αντηχών εντός μου!
Όπως μ’ είπει, πως υπάρχω δυστυχής,
βασιλεύς εγώ τοσούτου κόσμου,
επειδή θεσμός πολύ τραχύς
είναι τύραννός μου!

"Πόσα πλούτη δε θα έδιδαν ψυχρά,
πόσας δέσμας και δεσμά μ’ εξ αδαμάντων,
όπως εν καλύβει λάβω πενιχρά
την χρυσήν ελευθερίαν, την χαράν των!
Όπως είς Θεός μ’ εκείνον μ’ ευλογήσει,
ον θα μ’ έδιδε καρδίας εκλογή.
Κ’ εις δικαίωμα και χρέος ίση,
ευτυχίαν πλέξω συμπαγή,
ην αδυνατεί να διαλύσει
κ’ η του τάφου γη!..."

Κ’ ημίκλειστ’ ανεπαύθησαν τα χείλη
επ’ οδόντων, ως μαργαριτών σειράς.
Τ’ όμμα της θαμβόν ο νυσταγμός εκήλει
με ονείρων απολαύσεις γλυκεράς.
Επί την ωχράν μορφήν της τη μικράν
εν ερύθημα ζωήν περιεχύθη.
Εις την ηρεμίαν μόνα την νεκράν
κυματούνται τα θερμά της στήθη.
Αίφνης πλην, ηχών από μακράν,
κώδων εβομβήθη!

"Πόθεν ήλθε των Ταρτάρων η φωνή
εις τους ουρανούς των σιγηλών μ’ ονείρων!
Τις ο της χαράς το ίνδαλμ’ αποινεί
κ’ εκ του ύπνου μου φθονών και διασπείρων;—
Εις την άκατόν του πώς μ’ επήρεν είδον
νέος από της θαλάσσης της γλαυκής
και, μακράν ευνούχων μαύρων κι’ οντατζίδων,
μετά φλεγμονής ερωτικής
έσφιγγεν ο εις τον άλλον, δίδων
ασπασμούς γλυκείς...

"Όστις την απόλαυσιν μ’ έχ’ υφαρπάσει,
δια ξίφους ν’ αποθάνει και πυρός !"
"Εκ Νεοχωρίου, κόρη, έχει φθάσει
των κωδώνων των ο ήχος ο σκληρός:
Έχουν Πάσχα, λέγουν, οι Χριστιανοί
και καλούνται νύκτωρ εις την εκκλησίαν.
Ναι! Της Παναγίας ήτον η φωνή,
την γνωρίζεις συ την Παναγίαν;
Είν’ αυτή, αυτή που σού φθονεί
την ευδαιμονίαν".

Κ’ εις τας εμπαθείς κυμάνσεις του νοός
ο Αλάστωρ παρεμβάς τη υποψάλλει:
Αν δεν ήτον ο αλλόθρησκος ναός,
έτ’ ο έρως ήθελε σε περιβάλλει.
"Μπαλτατζή! Το ρεύμα διαβάς του πόντου
με σκαπανηφόρους ουλαμούς στρατού,
του Νεοχωρίου τον ναόν εξόντου
αλλά σύλησέ του τ’ αγαθά προτού.
Κ’ επιστρέψας, φέρε τον χρυσόν του,
την Εικόν’ αυτού!

"Να γνωρίσω προ πολλού επόθουν ήδη
τις είν’ αύτ’ η περιλάλητος γυνή,
που τιμάς εις τας απίστους κόρας δίδει,
όμως τας πιστάς ημάς δε συμπονεί...
Δεν πιστεύω πώς εγέννησεν αυτόν
τον Θεόν, και πώς διέμεινε παρθένος.
Αλλ’ ανέδειξεν, εξ δούλων ωνητών,
άρχων των ανδρών το θήλυ γένος.
Ό,τι κείτ’ εδώ ψηλαφητόν
δεν τ’ αρνούμ’ ασμένως.

"Δι’ αυτό πλην τη μισώ από ψυχής!
Είμ’ αμείλικτος εχθρός της πάντων πλέον!
Ίνα κάμει μερικάς των ευτυχείς,
κάμνει πλείστας δυστυχείς εκ των θηλέων.
Τι καθήρει τους κοινούς θεσμούς, τους πρώτους,
θείσα νέον τι παρά το παλαιόν!
Θα εκλαίετο τις νυν κατά του σκότους,
του φώτων την αίγλην αγνοών;
Ας της ρίψουν μ’ ύβρεις περικρότους
κάτω τον ναόν!

"Πλην επόθουν να ιδώ και αν, ευγνώμων,
θα εκδράμ’ η γενεά των γυναικών.
Όπως σώσει της σωτήρας της τον δόμον,
την ιδίαν, από τ’ άφυκτον κακόν.
Εις το ρεύμ’ ας καθελκύσουν παρευθύς
την πλουσίαν άκατόν μου, τη μεγάλην.
Φεύγ’ ο ύπνος την αγκάλην μ’ αρνηθείς;
Και εγώ του φεύγω την αγκάλην.
Φέρετέ με, ναύται μ’ ευπειθείς,
'ς την ακτήν την άλλην!

"Εις του Μπεμπεκίου στήτε την Αυλήν
την σκιάδ’ ανοίξατέ μου του πατρός μου.
Πάτερ! Πάτερ! Μίαν πράξιν μου καλήν
σ’ αναγγέλλω. Έλα, γίνε σύντροφός μου.
θα ιδείς πως τα καλά σού του ιδίου,
τα ρωμαιοφθόρα ίχνη σου ζηλώ
ειμπορείς να βλέπεις εκ του ακατίου,
η σκηνή τελείτ’ εν υψηλώ:
Ταύτην την στιγμήν του Νιχωρίου
τον ναόν χαλώ!"

Σκυθρωπός ο γηραιός την ατενίζει:
"Ο χαλών του υπηκόου τον ναόν,
επί των ιχνών μου, κόρη, δεν βαδίζει.
Προκαλεί τον ένα του Παντός Θεόν!
Τον Θεόν, προς ον τελούν την προσευχήν,
ως τελούνται προ του θρόνου μας οι φόροι
άπαγ’ έμπροσθέν μου, με ταρσόν ταχύν!
Μόνη καθώς ήλθες αναχώρει
ο Διάβολος, προβλέπω, την ψυχήν
θα σ’ επάρει, κόρη!"

Εξημμέν’ η πείσμων της μορφή δηλεί,
πως ο νους της φέρετ’ εν οργής θυέλλει.
Του σουλτάνου δεν της μέλ’ η απειλή,
τον ναόν πως τον χαλούν να ίδει θέλει,
εις την άκατον εισπίπτει με μανίαν
είν’ ανήσυχα του πόντου τα νερά!
"Κωπηλάτ', εμπρός! Παρά την παραλίαν.
Ας κοχλάζ’ η όχθ’ η αλμυρά!
Μ’ είκοσι κωπών ισχύν και βίαν
τις δεν την περά;"

Τα βαρύγδουπα κωπί’ αστραπηβόλα
τ’ αγριεύον κύμα ρυθμικώς κροτούν
τα φρουρά των Ισαρίων τηλεβόλα
της σουλτάνας τον ανάπλουν χαιρετούν.
Αλλά μόλις ανακάμπτουν προς βορράν
των στοιχείων η δρυάς θαρρείς εμάνη!
Πώς θα διεκφύγει τώρα τη φθοράν,
αν δε φθάσ’ εις το Μπαλτά-Λιμάνι;
Θάρρος! Μετά πάλην φοβεράν,
ο λιμήν εφάνη!

Πριν εισπλεύσουν, λαύρον ρεύμα τους αρπάζει
οργισμέν’ η λαίλαψ εκ βορράν φυσά!
Βρέμ’ η θάλασσα σφοδρώς, σφοδρώς παφλάζει,
ωσεί δέσμιος Τυφών σφαδάζει και λυσσά.
Μεταξύ στροβίλων Δαίμων νεμεσσών
την ολκάδα μετ’ επιμονής επείγει
"όλον μου σας δίδω, ναύται, τον χρυσόν,
η ζωή μ’ εντεύθεν αν εκφύγει!"
Σίφων τους στροφοδινεί λυσσών—
άβυσσος τους πνίγει!..

Τις θα τους βραβεύσει νυν τους σκαπανείς;
Του Νεοχωρίου τον ναόν καθείλον
κ’ έρχοντ’ εκ της όχθης της αντικρινής,
με χρυσόν επτά φορτώματα καμήλων.
Μόνον την εικόνα της την σεβασμίαν
η Παρθένος διεξέσωσ’ ασφαλή.
Κ’ επειδή ευρέθ’ εις τη φυτείαν
των κομάρων ου μετά πολύ,
Κουμαριώτισσαν την Παναγίαν
ο λαός καλεί.

Έπειρμέν’ οι συληταί των ιερών
μετά κόμπων εις τα μέγαρ’ αποβαίνουν.
Βλέμμ’ ανάσης απεκδέχοντ’ ιλαρόν,
τ’ ουρανού τον χόλον δεν προσμένουν.
Αλλ’ ο Σίφων, τα πτερά του περιτείνων,
τους αρμούς των δόμων εξαρθρεί!
Τρίζουν τοίχοι οδαλίσκ’ εγείρουν θρήνον
βλασφημούν ευνούχοι των νωθροί
Καταπίπτ’ ο οίκος... υπ’ εκείνον
θάπτονται νεκροί!..

Έκτοτ’ επονόμασε το λαύρον ρεύμα
ο σουλτάνος το Σεϊτάν-Ακυντησί:
Επειδή εδώ της κόρης του το πνεύμα
μαύροι δαίμονες επήραν και ρυσοί.
Έκτοτ’ έρημ’ απλούται θλιβερά
επί των του Τσιμπουκλί χλωρών λειμώνων.
Εις τα σκότη, οδαλίσκαι κλαυθμηρά
εξ υγρών στενάζουσι κευθμώνων
εις το φως επ’ ερειπίων τα νερά
ψιθυρίζουν μόνον.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 519
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 11-12-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο