Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ραψωδίες του Ιόνιου- Το διάβα του ελαιώνα
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130617 Τραγούδια, 269432 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ραψωδίες του Ιόνιου- Το διάβα του ελαιώνα      
 
Στίχοι:  
Άγγελος Σικελιανός
Μουσική:  


Στὸν Ἰόνιο διάπλατο γιαλὸ διαβήκαμε, περνώντας
τὸν ἐλαιώνα, ἀγαπητό της Ἀθηνᾶς καὶ πλήθια
σὲ ἴσκιους βαθύ, σὰν πέλαγο, καὶ ἀχὸ μὲ τοὺς ἀνέμους.
Καὶ ταξιδέψαμε τὸ νοῦ καὶ τὸ κορμὶ στοὺς ἴσκιους,
ἀνάμεσ᾿ ἀπὸ λούλουδα κι ἀπὸ εὐωδιές, καθένας
στὴν ἁρμονία σὰ σὲ ραβδὶ ἀγριλίδας ζυγιασμένος.
K᾿ οἱ σαῦρες, φωτοπράσινες, ποὺ δίπλα ἀπὸ τὴ ρίζαν
ἐκοίταγαν ἀσάλευτες στὸν ἥλιο, καὶ τὰ φίδια,
σὰ γητεμένα ὅλα βαθιὰ τῆς ἁρμονίας μας ἦταν,
καὶ τὸ ραβδί μου ὡς πιστικοῦ, τὸ φίδι νὰ πατήσει
δὲ σηκωνόνταν, στὸ μακρὺ τοῦ κάμπου μονοπάτι,
μὰ ὡς σὲ κλαδὶ λογίζομουν νὰ τυλιχτεῖ πὼς θά ῾ρτει...

K᾿ ἡ Γλαύκη πρώτη τη σιωπὴν ἔκοψε, πρώτη, ὡς ὅταν
κόβεις ψωμὶ κριθάρινο, στὴ μέση, ἀπὰ στὸ γόνα,
καὶ ἡ εὐωδιά του ξεχειλάει ἀγγίζοντας τὴ φρένα.
Τέτοια καὶ ἡ Γλαύκη ἐμίλησε, πού ῾χε γλυκὰ εὐωδιάσει
μὲ λιόφυλλο τὸ στόμα της κ᾿ ἐλούστη μὲ τὰ φύλλα
καὶ τὸν ἀνθὸ τῆς λυγαριᾶς στὰ χέρια καὶ στὰ χείλα.
Καὶ φούσκωνέ μας ἡ σιωπὴ τὰ στήθη, ὡσὰν τὴν πείνα.
Μὰ ἦταν κι ὁλόδροση ἡ φωνή, νὰ συγκερνάει τὴ δίψα,
σὰν τὸ ψωμὶ ποὺ πότισες σὲ κρύας πηγῆς τὴ φλέβα.
Καὶ τὰ μαλλιὰ τὴ σκέπαζαν, ἂν τα ῾ριχνε, ὡς τὰ πόδια,
μὰ πάντα διαφαινόντανε τὸ μέτωπο, ὡς φεγγάρι
ποὺ φέγγει θεῖον ὁλημερίς, κι ἂς ἀνεβαίνει ὁ ἥλιος.
Καὶ μὲς στὸ νοῦ μου φάνταζε σὰν τὴ στερνὴ τὴν ψίχα
τοῦ δέντρου, ὡσὰν τ᾿ ὁλόχυμο μιανῆς φτελιᾶς μελούδι.
K᾿ εἶπεν ἡ Γλαύκη: «Ὁλονυχτὶς τὰ μάτια σου στὸν ὕπνο
σὰν ἄστρα σου ἀνοιγόκλειναν· καὶ λαγαρὰ εἶναι τόσο
ποῦ, νὰ τὰ ἰδῶ, στὸ μέτωπο τὴν ἀπαλάμη βάνω;»

K᾿ ἐγώ, ποὺ νόμιζα ἡ φωνὴ σὰν κλειστὸς κρίνος ποὺ ἦταν,
ἀπάντησα, καὶ νά, ἡ φωνὴ μέσα μου ἀνοίχτη ὡς κρίνος:
«T᾿ ἄστρι πληθαίνει μέσα μου, σὰν τὸ σπειρὶ στὸ ρόδι,
ὡς ἀναπεύω τὸ κορμὶ στοὺς ἄμμους τοῦ Ἰονίου.
Ἡ νύχτα ἀνοίγει ἀπ᾿ τὸ βαθὺ τὸν πόθο σὰν τὸ ρόδι,
καὶ μυρμηγκιάζει μέσα μου κι ὁλάκερο μ᾿ ἀγγίζει,
πώς, σὰ λουστῶ ἀπονύχτερα, μίαν ἀστραψιὰ ἀναβράει
τριγύρα ἀπὸ φωσφόρισμα - σὰ μέσα ἀπὸ τὸ γνέφι
ποὺ κουφοκαίει ἡ ἀστραπὴ - καὶ ποὺ σπιθίζει ἀκόμα
στὰ χέρια μου, στοὺς ὤμους μου, πάλε ὡς συρτῶ στοὺς ὄχτους...
Κι ἀνοίγουν ἀπονύχτερα τῶν ἄστρων τὰ μπουμπούκια,
κι ὅλη εὐωδὰ ἡ μαγιάτικη νυχτιὰ ἀπ᾿ τὰ τόσα ρόδα,
ἡ Ἀλετροπόδα σὰ φανεῖ κι ὡς βασιλέψει ἡ Πούλια.
Κι ὁ ὕπνος μου εἶν᾿ ἀνάλαφρος, καὶ φτάνει μου νὰ σειῶνται
τὰ βλέφαρα σ᾿ ἀνασασμὸ βαθὺ μαζὶ μὲ τ᾿ ἄστρα,
καὶ μόνο φτάνει μου νὰ πιῶ σὲ μιᾶς σιωπῆς τὴ φλέβα,
κι ἂς εἶναι ὡς νυχτολούλουδα τὰ μάτια μου ἀνοιγμένα...»

K᾿ ἡ ἄλλη, πρασινοΐσκιωτα ποὺ εἶχε τὰ μάτια, ἐσίγα·
κι ἀπὸ τὸ λόγον ἄγγιχτη φαινόντανε, καὶ πλήθια
ν᾿ ἀκούει ἂς ἀναγάλλιαζε, καθὼς τὰ πελαγίσια
πουλιὰ πού, ὡς λούζονται, γλιστρᾶ τὸ κύμα ἀπάνωθέ τους.
Μεγαλομάτα - κ᾿ ἔδειχνε πὼς σὲ βαθιὲς πεδιάδες
εἶχε ἀναπέψει τὴ ματιὰ καὶ σ᾿ ἁπλωτὰ ποτάμια,
γιὰ τοῦτο κι ἀργοσάλευτη σὰν τοῦ βοδιοῦ γυρνοῦσε,
πότε τὸ πέλαο δάμαζε, πότε τὸν κάμπον ὅλο...
Ἀλλ᾿ ὅπως ἐκατέβαινε σὲ τόση ἀγάπη ὁ ἥλιος,
στὸ κύμα ὡς ἐλουστήκαμε καὶ βγήκαμε στὴν ἄκρη,
σὰ γλαῦκες ἐκοιτάζαμε τὴ σιωπηλὴν ἑσπέρα...

K᾿ ἐγώ, βαθιά μου πὄνιωθα πὼς δὲν πεθαίνει ἡ μέρα,
στῆς σιωπηλῆς ἀκούμπησα τὸν κόρφο, καὶ στὴν ἄλλη
τὰ πόδια ἀκούμπησα. Βαθιὰ ἐλογίζομουν, σὰ νά ῾χα
στὸν ἥλιο τὰ ποδάρια μου, στὸν ἴσκιο τὸ κεφάλι...




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 875
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 06-07-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο