Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ραψωδίες του Ιόνιου- Τύμβος
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130617 Τραγούδια, 269432 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ραψωδίες του Ιόνιου- Τύμβος      
 
Στίχοι:  
Άγγελος Σικελιανός
Μουσική:  


Στὴν πλάκα ἀρχαία, καὶ τὸ σκυλὶ τὸ χῶμα ἀναρωτοῦσε,
λαγωνικὸν ἀνάγλυφο σὰν τὸ φτενὸ φεγγάρι.
Ὀρτὸς μὲς στὸν ἀνάλαφρο σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
ὁ νέος ἐστύλωνε νεκρὸς τὰ μάτια ἀπ᾿ τὴ γαλήνη
τῆς πλάκας στὴν ἀπέραντη γαλήνη τοῦ θανάτου,
καὶ τὰ ματόκλαδα ἀνοιχτὰ στὸν αἰώνιον εἶχε ξύπνο.
Ἀποκοιμήθη τὸ παιδί, στὰ πόδια του, ἀπ᾿ τὸ κλάμα·
τῆς νιοσκαμμένης ἡ εὐωδιὰ τῆς γῆς, ἐσίγασέ του
τὸ ἀνεβρυτὸ παράπονο, κ᾿ ἡ ἀπέραντη ἠρεμία.
Γυρτὸς τὸ χῶμα ἐρώταγε καὶ τοῦ παιδιοῦ ὁ πατέρας.
Ἀλλὰ ὁ νεκρός, στὸν ἀλαφριὸ σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
τὰ μάτια του ἄφηνε βαθιὰ στὴν ἄβυσσο, σὰ μάτια
ποῦ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι...

Συχνὰ καὶ τὰ ματόκλαδα, μέσα στὸν αἰώνιο ξύπνο,
μοῦ ἀνοίγονται μερόνυχτα, καὶ μήτε συναλλάζει
τὸ ρίπισμα ποὺ παγερὰ βουνίσια μύρα ἁπλώνει,
κ᾿ ἡ ἀνάσα χλιά, σὰν τὴ βουβὴ πλατιὰ ἀστραπὴ τοῦ Μάη,
ἀπὸ λιβάδια ἂν ἔρχεται ἡ ἀπὸ γιαλὸ ἁπλωμένο...
Δίχως ἀγώνα μὲ καλοῦν οἱ ἀνήφοροι τὴ νύχτα.
Τὸ δρόμο κόβω ἀνάμεσα σὲ ξαῖθρες καὶ ἴσκιους, κ᾿ εἶμαι
σὰν τὸ πουλί, ἀρμενίζοντας μεσουρανὶς ποὺ φεύγει,
κι ὡς βούλεται ὕπνο, λάμνοντας, ἀνάερον ἀναπεύει.
Ἀλλὰ ὁ ἀπόγειος ἄνεμος, ποὺ ἀπὸ λαγκάδια χύνει,
χύνει ἀπὸ ξάστερες κορφὲς - καὶ στὴ βαθιὰ ἠρεμία
ἀχεῖ ὡς ἀγέρας τοῦ πελάου στῶν καραβιῶν τὰ ξάρτια,
ὡσὰν ἀποβροχάρικη βροντὴ κυλάει στὰ νέφη,
ποὺ στὰ φαράγγια ἀχεῖ διπλά, βογκάει καὶ στὰ ποτάμια -
σμίγει, ὡς γαλήνιο πέλαγο στρωτό, τὸ φῶς τῶν ἄστρων,
ὡσὰν τῆς λύρας τὶς χορδὲς ποὺ ὡς τὶς ρυθμίσει χέρι
ριπίζονται ὅλες, ἕνα φῶς, καὶ δὲ χωρίζουν ἄλλο.
Ὀρτὸς μὲς στὸν ἀνάλαφρο σὰν καταχνιὰ χιτώνα,
σὰν ὁ νεκρός, τὰ μάτια μου στυλώνω ἀπ᾿ τὴ γαλήνη
τῆς νύχτας στὴν ἀπέραντη θαμπὴ γαλήνη τοῦ ὄρθρου,
καὶ τὰ ματόκλαδα ἀνοιχτὰ στὸν αἰώνιο ἔχω ξύπνο.
Καὶ γαλαζώνει, ξώδερμη, στὰ χέρια ἀπάνω ἡ φλέβα,
σὰν τοῦ νεκροῦ θαμπωτικιά, καὶ στὰ μηλίγγια ἀπάνω,
γλαυκὴ σὰν τ᾿ αὐγινὰ βουνά, ποὺ ὡς φεύγεις τόσο ἀχνίζουν,
φέγγουν βαθιὰ τὴν ἄβυσσο στὸ λογισμὸ τοῦ ἀνθρώπου...

Κι ἄκουσε, ἀπάνω ἀπ᾿ τὴ στρωτὴ γαλήνη τοῦ πελάγου,
τοῦ γλάρου τὸ παράπονο μακριὰ ποὺ ταξιδεύει
κι ἀπ᾿ τὶς ἐλιὲς ἐγλίστρησεν ἀπάνω, ἐδιάβη δίπλα
στ᾿ ἀναπαμένα τὰ βουνὰ ποὺ ἡ θάλασσα ἀντιφέγγει.
K᾿ οἱ γλαῦκες ἐσυρτήκανε μὲς στὶς ἐλιὲς ποὺ ἀκόμα
κοιμῶνται ἀνάλαφρο ὕπνωμα, τὸ λάδι ὡς ἀνεβαίνει
στ᾿ ἀνεβρυτά τους τὰ κλαριά, ὕπνο νοητὸ ποὺ ὁ γκιώνης
ἀπ᾿ τὴν μίαν ἄκρη ἐρύθμισε τοῦ κάμπου ὦσμε τὴν ἄλλη...
Ἀνανογήθη ὁ ἄνθρωπος μὲς στὸ βαθὺ τὸν ὕπνο
τὸ πρῶτο πῶς ἐλάλησε τζιτζίκι μὲ φεγγάρι;
Κι ὡς ἄνθρωπος τὴν ἀγκαλιὰ ποὺ ἀφῆκε τῆς γυναίκας,
γιατ᾿ ἦταν δίκαι᾿ ἡ πείνα του καὶ ἡ δίψα τοῦ θανάτου,
γιατ᾿ ἦταν κάμπος ἄθερος πού, ὡς σκύβουν του τ᾿ ἀστάχυα
ἀνατριχιάζοντας βαθιὰ στὸ ρίπισμα τῆς αὔρας
ποὺ σὰ δρεπάνι ἀθώρητο πετάει ἀπάνωθέ του,
τὸ θεριστὴν ἐπόθησε ποὺ θὲ νὰ θέριζέ του
τὴν παπαρούνα σύρριζα μὲ τὸ μεστὸ τ᾿ ἀστάχυ
- ὅμοια κι αὐτὸς τὴν ἀγκαλιὰ γυναίκεια ἐπόθησέ τη.
Κι ἀλάφρωσε τὸ γαῖμα του, καὶ δρόσισέ του ἡ φλέβα,
καὶ σιωπηλός, ὡς αἰώνιος, γλυκὸς τὸν πῆρε βύθος,
καὶ χύθη μέσα του, βαθιὰ πολύ, τῆς γῆς τὸ πνέμα·
στὰ διάφωτα ματόφυλλα τοῦ γλίστραε τὸ φεγγάρι
ὡσὰν ἀπ᾿ ἀνοιξιάτικα νέφια μπροστά, καὶ τ᾿ ἄστρα
σὰ δάκρυ᾿ ἀπὸ τὰ μάτια του ξαλάφρωναν τὸ νοῦ του,
κι ὡς φύλακες τὰ γαληνὰ βουνὰ μακρὰ ἔνιωθέ τα·
δὲ συνορίζονταν ὁ νοῦς καὶ τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου·
ἀπάνωθέ του εἶχε χαθεῖ τοῦ θεριστῆ κι ὁ ἴσκιος,
κι ὡς μὲ τὴ ράχη ἀνάπευε δὲν ἔβλεπε ἕνα γνέφι,
ἀλλὰ εἶδεν ἄσωτους βυθοὺς στὸ ἀργὸ βλεφάρισμά του
- ὅμοια κ᾿ ἐγὼ τὰ μάτια μου στὸν αἰώνιο μέσα ξύπνο
ἔχω ἀνοιγμένα διάπλατα καί, ὀρτός, ψηλὰ τ᾿ ἀφήνω,
φέγγω βαθιὰ τὰ μέσα μου καὶ τὰ βουνὰ ἀντιφέγγω...

Μέσα μου φέγγουνε ἄσβηστα καὶ τὰ γλαυκά σου μάτια.
Ἄθερος κάμπος καὶ πλατὺς ποιὸς σὰν ἐμένα εὑρέθη;
Μηδὲ τὰ στάχυα μὄσπειρεν ἀνθρώπινο ἕνα χέρι·
μὲ τὴ σιγὴ τὰ θέρισες καὶ μὲ τὴν καλοσύνη.
Κι ἂν κάποτε τὰ μάτια σου μὲ βλέπουνε, σὰ μάτια
ποὺ ἀπάνω ἀλησμονήθηκαν σὲ σιωπηλὸ ποτάμι,
κι ὡς ἀκλουθᾶν τὰ ρέματα, τὸ κλάμα ἀργὰ ἀνεβαίνει
- τὰ μάτια φεύγουν ἀπὸ μὲ κι ἀκολουθᾶν τὸ ρέμα-
σκυμμένα δὲν ἀναρωτοῦν γιὰ μὲ τὴ γῆ, ποὺ πέφτει
ἡ σκιά μου ὡς ἀνοιξιάτικου συννέφου ἀπάνωθέ σου,
καὶ τὸ χαμόγελο ὡς βουβὴ πλατιὰ ἀστραπὴ τοῦ Μάη·
ὡς τὴν καρδιά σου ἀπ᾿ τὸ θαμπὸ τὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου
σοῦ ἀλάφρωσα, καὶ τὸ αἷμα σου στὴ φλέβα ρέει σὰ λάδι,
γαληνομέτωπη, κοιτᾶν τὰ μάτια σου ὡσὰ μάτια
π᾿ ἀλησμονήθηκαν ψηλὰ στὸ ἡμερινὸ φεγγάρι!




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 870
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 06-07-2017


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο