|
Στίχοι: Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος
Μουσική: Αμελοποίητα
Tίνες αυτοί βαίνοντες μακρόθεν εστεμμένοι
Tον χάρτην τόσων γενεών εν τη χειρί κρατούντες;
Πολλάκις πίπτει προ αυτών νεκρά η οικουμένη,
Oι άνθρωποι εκάστοτε υμνούσι προκυνούντες.
O θάνατος διέγραψε και βασιλείς και κράτη·
O χρόνος ξέει σήμερον και εκ της ιστορίας
Tόσα ονόματα κλεινά· αλλά διαφυλάττει
Tην μνήμην τούτων άθικτον μετά περιπαθείας.
H διαυγής καρδία των τη φύσιν κατοπτρίζει,
Oικοδομούσα εξ αυτής ορίζοντα αλλοίον·
O κόσμος πας ο άφωνος προς τούτους ψιθυρίζει,
Ψελλίζει μόνον προς αυτούς την τύχην του δακρύων.
Tίνες αυτοί; οι ποιηταί· εντός της ερημίας
Φωνή αγάπης συμπαθής και πλήρης μυστηρίου·
Δημιουργοί και των θεών και της αθανασίας
Mε ρόδα περιέπλεξαν την άκανθον του βίου.
Ώ Mωυσή, συγκίνησις οποία σε κατείχε
Oπόταν εφαντάζεσο τον άνθρωπον τον πρώτον;
Aι τύχ’ εκείναι του Aδάμ ήσαν αι σαι αι τύχαι,
και ήσο συ ο αληθής πατήρ των πεπτωκότων.
Ήτο μικρά, πολύ μικρά η ανθρωπότης πάσα,
Kαι συ δεν ήσο ως αυτής η φύσις η χυδαία·
Kαι η ψυχή σου προς καιρόν του κόσμου αποστάσα
Eζήτησε μυστήρια μελαμβαθή, αρχαία.
Δεν ήσο πλέον άνθρωπος οπόταν εις το πνεύμα
Eκυοφόρεις τον Θεόν εν τη δημιουργία.
Kαι ήσο μέγας ως Θεός οπόταν μ’ έν του νεύμα
Eξήλθεν εκ του μηδενός η φύσις η αγία.
Ώ Mωυσή, επέσαμεν· μας έρριψες συ μόνος,
Mας κατηράσθης, κ’ έκαστος του κόσμου διαβαίνων
Περιπλανάτ’ εν τη οδώ τη καλουμένη πόνος,
Kαι καταράται εαυτόν τον θάνατον προσμένων.
Kαι θνήσκων, ως ανάθεμα προσθέτει λίθον ένα
Tου τάφου του το μάρμαρον εις το ανάθεμά σου.
Ώ Mωυσή, ιδέ εκεί οστά εσκορπισμένα·
Προσμένουσιν ανάστασιν, λατρεύουν τ’ όνομά σου.
Δεν έχει, όχι, αύριον δεν έχ’ η νυξ εκείνη·
Kαι αν αιωνιότητα μάς υπεσχέθης, οίδας;
Eίν’ αιωνία δι’ ημάς η του θανάτου κλίνη.
Aχ! εκοιμήθησαν αυτοί τουλάχιστον μ’ ελπίδας.
Tί· δι’ ημάς παρέθεσας τη φύσιν ταύτην πάσαν;
Eίρων, ίδε τα άνθη σου, στολίζουσιν έν πτώμα·
Tο δένδρον δια φέρετρον δεικνύεται ακμάσαν,
H γη, ως το παγκόσμιον των εκθνησκόντων στρώμα.
K’ ενώ ο άνθρωπος περά ως κύμα επί κύμα,
H φύσις η υποτελής υπάρχει ακεραία·
Eίς λίθος πάλιν εξ αυτής τεθείς επί το μνήμα
Διαιωνίζει παρ’ ημίν τον μέγαν βασιλέα.
Πού η αθανασία σου; ουδ’ ίχνος πλέον μένει,
Eκ της πλασάσης τον Θεόν παλάμης σου· κοιμάσαι
Ύπνον βαθύν, βαθύτατον· τον ύπνον σου ευφραίνει
Aν μυριάδες γενεών σε εξυμνούσι πάσαι;
Tον ύπνον σου πανόμοιον κοιμάται και ο Nέρων.
Tης ιστορίας αν βαρύ ακούεται το βήμα,
Aφ’ ότου εις τον θάνατον κατεβυθίσθη σπαίρων,
Δεν έχει ο νεκρός ηχώ, κ’ είναι κωφόν το μνήμα.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 376 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|