|
Στίχοι: Παναγιώτης Αρβανίτης
Μουσική: Αμελοποίητα
Είχε θυμάμαι πόλεμο εκείνον τον καιρό
οι πυρηνικές κεφαλές είχαν ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου
μαίνονταν άγρια πουλιά στον ουρανό
και καθώς άνοιξα τα μάτια μου
δεν ήμουν εγώ o δειλός ποιητής με τα κομμένα χέρια
κι αν με ρωτούσε κανένας Ευρωπαίος φιλήδονος εραστής
για δοξασμένους ποιητές και τα τοιαύτα,
αν με ρωτούσε κανείς αν έχω νέα απ’ τον Ρεμπό τον Ελιάρ
ή τον Βοκάκιο
θα του απαντούσα πως ποτέ τούτα τα ονόματα
δεν είχα ξανακούσει.
Δεν ήμουν εγώ ο βλοσυρός ποιητής
με τα ευγενή δάχτυλα και τα αιμοβόρα μάτια,
ήμουνα λέει τρανό πρωτοπαλίκαρο του τρίτου τάγματος
του πεζικού.
Υπηρετούσα επιλοχίας και πολεμούσα σθεναρά
στα χαρακώματα της μακρινής Γουατεμάλας.
Στα τροπικά υψίπεδα της χερσονήσου Γιουκατάν
ήταν θυμάμαι τεμαχισμένες μέρες εκείνον τον καιρό,
τα αφρισμένα δάση της Γουατεμάλας έκαιγαν θειάφι και πλουτώνιο .
Μια νύχτα θυμάμαι στεκόταν δίπλα μου
ένας μαυροντυμένος Κύκλωπας
ψηλός σαν κυπαρίσσι
με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο
και το κεφάλι του ντυμένο με πυρίτιδα.
Καθόταν δίπλα μου κι αγνάντευε μακριά ένα φως,
απόρησα και τον κοιτούσα τρομαγμένος.
Μου ιστορούσε μάχες αρχαίες κι ηρωικές των Μάγιας και των Ίνκας
μιλούσε μια γλώσσα απλή ελεύθερη ωραία
κι έλεγε το ψωμί ψωμί
το νερό νερό
το πηγάδι πηγάδι
και το δίκιο δίκιο.
Έκανα να τον ρωτήσω ποιο είναι τ’ όνομά του
μα δεν πρόφτασα.
Ξάφνου ένα μεγάλο κύμα υδρογόνου τον φυγάδευσε στην αιωνιότητα
κι ένα ακέφαλο σώμα με υψωμένα τα φτερά
μου ψιθύρισε με τη σιγουριά του ανέμου
para todos la luz para todos todo
κι ύστερα χάθηκε μες στο μαύρο σκοτάδι.
Ξύπνησα περίτρομος μες τα χαράματα
και καθώς άνοιξα τα μάτια μου
η λάμπα τρεμόσβηνε ακόμη
κι ένα βιβλίο του Ρεμπό στο κομοδίνο
με κοιτούσε καχύποπτα αλαφιασμένο.
|
| | | | | | | Στατιστικά στοιχεία | | | | Δημοφιλία: - Αναγνώσεις: 514 Σχόλια: 0 Αφιερώσεις: 0
| | | | | | |
|