Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο μετανάστης του Landor road
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130737 Τραγούδια, 269450 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο μετανάστης του Landor road      
 
Στίχοι:  
Γκιγιώμ Απολλιναίρ
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Στο χέρι το καπέλο του, δεξιά πατώντας μπρός του,
εμπήκε μες στο ράφτη της Μεγαλειότητός του,
ο τρε σίκ αυτός έμπορος ό,τι είχε κόψει μερικά
κεφάλια μανεκέν ντυμένων εξαιρετικά.

Το πλήθος καθώς σάλευε παντού, μπέρδευε κάτω
ίσκιους που χωρίς έρωτα σερνόντουσαν. Και χέρια
ψηλά κατά τον ουρανό, λίμνες φωτός γεμάτο,
φτερούγιζαν καμιά φορά σαν άσπρα περιστέρια.

Φεύγει το πλοίο μου αύριο για την Αμερική
και θα ξανάρθω από κει
με πλούτη που στους λυρικούς λειμώνες θα κερδίσω,
τυφλή στους δρόμους που αγαπώ τη σκιά μου
να οδηγήσω.

Μόνο οι στρατιώτες νοσταλγούν τη γη
την πατρική τους.
Πούλησαν οι χρηματιστές τα οικόσημά μου τα χρυσά.
Μα θέλω πια να κοιμηθώ με την καινούργια φορεσιά
κάτω από δέντρα με πουλιά βουβά και με πιθήκους.

Τα μανεκέν αφού γι’ αυτόν γδύθηκαν όλα στη γραμμή
τα ρούχα τους τινάξαν και τού `καναν δοκιμή.
Ενός λόρδου που πέθανε το απλήρωτο το ρούχο
τον έντυσε με έκπτωση σαν εκατομμυριούχο.

Έξω τα χρόνια δέσμια
κοίταζαν τη βιτρίνα,
τα θύματα τα μανεκέν
που πέρναγαν κι εκείνα.

Οι χήρες μέρες ήτανε χωμένες στη χρονιά.
Παρασκευές με τις ταφές αργές και ματωμένες,
σταχτιές από τους ουρανούς που βρέχουν νικημένες
όταν τον ερωμένο της δέρνει η κυρά του Σατανά.

Σ’ ένα χινοπωριάτικο λιμάνι μπάρκαρε μετά
όταν τα χέρια του λαού σα φύλλα τρέμανε κι αυτά.
Στου πλοίου τη βαλίτσα του τη γέφυρα την άφησε
και κάθισε.
Φυσώντας τις φοβέρες του, του Ωκεανού τα αγέρια
μακριά κι υγρά φιλήματα του αφήναν στα μαλλιά του.
Προς το λιμάνι οι μετανάστες τα βαριά τους χέρια
άπλωναν κι άλλοι κλαίγοντας γονατιστοί ήταν κάτου.

Εκοίταζε ώρες τις ακτές που σβήναν πέρα. Μόνα
τα καραβάκια των παιδιών τρέμανε στον ορίζοντα.
Ένα μικρό μπουκέτο στην τύχη κυματίζοντας
έκανε τον Ωκεανό απέραντον ανθώνα.

Θά `θελα το μπουκέτο αυτό σ’ άλλους ωκεανούς
σα δόξα μες στων δελφινιών να παίζει τη σωρεία
και του ύφαιναν βαθιά στο νου
μι’ ατέλειωτη ταπετσαρία
με όλη του την ιστορία.

Τότε να πνίξει όλες αυτές τις ανυφάντρες σκέφτηκε

που ψείρες γίνονται οχληρές κι όλο ρωτούν τα πάντα.

Σα δόγης επαντρεύτηκε
μες στις κραυγές μιας σύγχρονης σειρήνας χωρίς άντρα.

Στη νύχτα υψώσου, ω θάλασσα. Πιο πέρα πεινασμένα
τα μάτια των καρχαριών ενέδρευαν ώς την αυγή
τα πτώματα των ημερών απ’ τ’ άστρα φαγωμένα
μες απ’ τους όρκους τους στερνούς και των κυμάτων την
κραυγή.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 456
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   cactus @ 08-01-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο