Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Αμούρ – αμούρ
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130303 Τραγούδια, 269350 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Αμούρ – αμούρ      
 
Στίχοι:  
Ανδρέας Εμπειρίκος
Μουσική:  
Αμελοποίητα


Κάποτε, προ πολλών ετών, σε μια εκδρομή που έκανα στην Ελβετία, σταμάτησα για να θαυμάσω ένα μεγάλο καταρράκτη, που κυλούσε ορμητικά επάνω από γρανιτώδεις βράχους, μέσα σε πλούσια βλάστησι. Την εποχή εκείνη, που μπορώ να την ονομάσω περίοδο εντατικών αναζητήσεων, ωθούμενος από μία εσωτερική ανάγκη σχεδόν οργανική, προσπαθούσα να βρω, με τα ποιήματα που έγραφα τότε, έναν αμεσώτερο και πληρέστερο τρόπο εκφράσεως. Το θέαμα του καταρράκτου μού εγέννησε αιφνιδίως μια ιδέα. Καθώς έβλεπα τα νερά να πέφτουν από ψηλά και να εξακολουθούν γάργαρα τον δρόμο τους, σκέφθηκα πόσον ενδιαφέρον θα ήτο, αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω και στις σφαίρες της ποιητικής δημιουργίας, το ίδιο προτσές που καθιστά το κύλισμα, ή την πτώσι των υδάτων, μια τόσο πλούσια, γοητευτική και αναμφισβήτητη πραγματικότητα, αντί να περιγράφω αυτό το κύλισμα, ή κάποιο άλλο φαινόμενο ή γεγονός, ή κάποιο αίσθημα, ή μια ιδέα, επί τη βάσει σχεδίου ή τύπου, εκ των προτέρων καθωρισμένου.
Ήθελα, δηλαδή, να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίησι, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν. Και ήθελα να τα συμπεριλάβω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε ένα ποίημα να μην αποτελείται απλώς, από ένα ή περισσότερα υποκειμενικά ή αντικειμενικά θέματα λογικώς καθωρισμένα και αναπτυσσόμενα μόνον εντός συνειδητών ορίων, μα να αποτελείται από οποιαδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στην ροή του γίγνεσθαί του, ανεξάρτητα από κάθε συμβατική ή τυποποιημένη αισθητική, ηθική, ή λογική κατασκευή. Εν τοιαύτη περιπτώσει, συλλογιζόμουν, θα είχαμε ένα ποίημα δυναμικό και ολοκληρωτικό, ένα ποίημα αυτούσιο, ένα ποίημα γεγονός, στη θέσι μιας αλληλουχίας στατικών περιγραφών ωρισμένων γεγονότων, ή συναισθημάτων περιγραφομένων διά της άλφα ή βήτα τεχνοτροπίας.Από την ημέρα που μού γεννήθηκε η ιδέα αυτή, θέλησα να την εφαρμόσω, και άρχισα να γράφω νέα ποιήματα, προσπαθών να επιτύχω αυτό που επιζητούσα. Τα ποιήματα αυτά, παρουσίαζαν, βέβαια, μια μεγάλη εξέλιξι και μια πολύ αισθητή διαφορά, αλλά και αυτά, καίτοι μου ήρεζαν περισσότερο από τα παλαιά μου, δε με ικανοποιούσαν ως προς τις νέες μου επιδιώξεις. Ενώ διέφεραν από τα άλλα στην μορφή, δε διέφεραν αρκετά στην ουσία. Είταν φανερό πως εκείνο που μού έλειπε, ήτο ένα μέσον ανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Σκέφθηκα όμως, πως ο μόνος τρόπος να αντεπεξέλθω σε όλες τις δυσκολίες, είταν να μη παραιτηθώ, μα να συνεχίσω τις αναζητήσεις μου, και εξηκολούθησα να γράφω, με την βεβαιότητα πως η ιδέα ήτο καλή και πως αργά ή γρήγορα, θα εύρισκα τον τρόπο να την κάνω να καρποφορήση. Ποιος ξέρει, ίσως να έψαχνα ακόμη μέχρι σήμερα, αν η συγκλονιστική για μένα επαφή με τον υπερρεαλισμό, δε μου άνοιγε τα μάτια.
Από την ημέρα εκείνη, μπορώ να πω, πως μονομιάς σχεδόν, διέκρινα πού βρισκόταν ο δρόμος και ρίχθηκα με ενθουσιασμό, με αληθινή αγαλλίασι, στο ρεύμα του ιστορικού κινήματος. Είχα ακούσει το κάλεσμά του και το δέχθηκα. Είχα ακούσει τη φωνή του, τη φωνή εκείνη, που τόσο σωστά είπε ο Μπρετόν, στο πρώτο του μανιφέστο, πως εξακολουθεί να ψάλλη, και στις παραμονές του θανάτου, και επάνω από τις καταιγίδες. Με όσα είπα πάρα πάνω, δεν εννοώ πως οι προσωπικές μου προ-υπερρεαλιστικές θεωρίες ήσαν εντελώς όμοιες ή ταυτόσημες με το περιεχόμενο του υπερρεαλισμού, ούτε πρόκειται να ποζάρω, εδώ, ως πρόδρομός του. Βεβαίως, οι θεωρίες αυτές, παρουσιάζουν μία συγγένεια με τις υπερρεαλιστικές, αλλ’ εν τω συνόλω, ο υπερρεαλισμός ξεπερνά τις αρχικές μου επιδιώξεις, και, επί πλέον, μας δίδει τα μέσα μιας πρακτικής εφαρμογής του περιεχομένου του, ανοίγοντας ορίζοντες ακόμη μεγαλειτέρους, από εκείνους που έβλεπα εγώ στις προσωπικές μου δοξασίες. Και τώρα, δράσσομαι της ευκαιρίας, να εκδηλώσω άλλη μια φορά, εδώ, όλο μου τον θαυμασμό και όλη μου την ευγνωμοσύνη στον Ανδρέα Μπρετόν και στους άλλους υπερρεαλιστάς, οι οποίοι, μετά τον Σίγκμοϋντ Φρόϋντ και τους ψυχοαναλυτάς, είναι εκείνοι, που στην εποχή μας, έχυσαν το πιο πολύ και το πιο άπλετο φως, μέσα στα πυκνά σκοτάδια που μας περιβάλλουν.
Και έτσι, ένας νέος κόσμος ανοίχθηκε μπροστά μου, σαν ξαφνικό λουλούδισμα θαυμάτων ανεξαντλήτων. Ένας κόσμος γύρω μου και εντός μου, ατελεύτητος και ακαταμέτρητος, ένας κόσμος αλήθεια μαγευτικός, του οποίου ο υπερρεαλισμός μας έδωσε μια για πάντα τα ολοφάνερα κλειδιά.
Και ιδού που μία φράσις γίνεται κορβέττα και με ούριον άνεμον αρμενίζει, καθώς νεφέλη που την προωθεί μαϊστράλι ή τραμουντάνα. Μία ανταύγεια ηχεί, μία σταγόνα πλημμυρίζει και μία φωνή ανθεί. Ένα παιδί στέκει ορθό σε ξέφωτο άλσους σιωπηλού και ακαριαίως μεγαλώνει μπροστά σε μια γυναίκα. Ένα φουστάνι γίνεται σέλας φωτεινό. Μία φωτογραφία ζει, έχει ολόκληρη δική της δράσι, συνυφασμένη με την ζωή του θεατή, όπως ένα φλουρί, ένα κρύσταλλο, ή ένα γάντι. Ιδού και μία εφημερίς, που γίνεται δάσος μυροβόλον, ή και υψίπεδον με χιονοσκεπείς κορδιλιέρες. Η ποίησις μεταγγίζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι. Η συμμετοχή μας σε οιονδήποτε φαινόμενον ή γεγονός, δεν αποκλείεται πια καθόλου. Ένα συναίσθημα, μία παρόρμησις, μία λέξις, μπορούν να γίνουν χειροπιαστές οντότητες, στιλπνά αντικείμενα με ζωή παλλόμενη και μορφή δική τους.
Με αυτή την ανακάλυψι και την προσχώρησί μου στο υπερρεαλιστικό κίνημα που επηκολούθησε, έθεσα κατά μέρος, όχι μόνο τις παλαιές μου τεχνοτροπίες, μα και κάθε ψωροφιλότιμο και κάθε κομπορρημοσύνη του είδους εκείνου που συναντά κανείς τόσο συχνά σε ωρισμένους ποιητάς και καλλιτέχνας, που δεν μπορούν να παραδεχθούν τίποτε άλλο στον κόσμο, έξω από τον εαυτό τους, και καμιά άλλη προσφορά ή συμβολή στην ποίησι και στην ζωή, εκτός απ’ ό,τι απορρέει από την στενή τους φιλαυτία και τον αφάνταστό τους ναρκισσισμό.
Εδώ πρέπει να πω, πως με βοήθησαν πολύ στην ταχεία κατανόηση και αφομοίωση του υπερρεαλισμού, αφ’ ενός οι ψυχοαναλυτικές μου γνώσεις, και αφ’ ετέρου η φιλοσοφία του Εγέλου. Από την ημέρα εκείνη, ήρχισα να χρησιμοποιώ την αυτόματο γραφή, γράφοντας πυρετωδώς και με αληθινό πάθος νεοφωτίστου, ποιήματα και κείμενα. Αργότερα (στα 1935) συνεκέντρωσα μερικά από τα πρώτα μου υπερρεαλιστικά γραπτά και τα ετύπωσα με τον τίτλον Υψικάμινος. Το βιβλίο αυτό αποτελεί την πρώτη πραγματική εκδήλωσι και την πρώτη πράξι του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αν εξαιρέσω μία διάλεξι που έκαμα περί του κινήματος και των επιδιώξεών του την άνοιξι του ιδίου έτους.
Την εποχή εκείνη, πολλοί κριτικοί εμίλησαν και έγραψαν χλευαστικώς περί του βιβλίου αυτού και του κινήματος που αντιπροσώπευε. Σήμερα μερικοί εξ’ αυτών, ερωτοτροπούν με τους υπερρεαλιστάς, μιλώντας για κάποιον «καλώς εννοούμενον» – ποιος νάναι τάχα ; - υπερρεαλισμό, τον οποίο θέλουν κωμικώτατα να αξιολογήσουν οι ίδιοι, ενώ προ ολίγου ακόμη, διέδιδαν ότι ο υπερρεαλισμός απέθανε και ετάφη. Βεβαίως διατηρούν πολλές επιφυλάξεις πολύ χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των, για όσα ακριβώς αποτελούν την σπονδυλική στήλη και την ουσία της θεωρίας, και δείχνουν –τουλάχιστον οι περισσότεροι- πως ή δεν κατάλαβαν τίποτε, ή, τότε, ότι αποβλέπουν στην αποκατάστασι του κλονισθέντος κύρους των, ενώπιον του κοινού και των νέων ποιητών, των οποίων το ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό αυξάνει κάθε μέρα. Προφανώς τηρούν την στάσι αυτή, για να μη μείνουν έξω από ένα χορό που δεν ηγάπησαν ποτέ αληθινά, και που ποτέ δεν είχαν το θάρρος, σαν ουραγοί που είναι, να σύρουν, όταν ο κόσμος εμαίνετο κατά των όσων θέλουν, οι κύριοι αυτοί να μας παραστήσουν σήμερα [1939] , ως πράγματα που έτυχαν μέχρι τινός (…αν είσθε φρόνιμα παιδιά, θα σας βάλουμε ένα καλούτσικο βαθμό, στην εφημερίδα μας ή στο περιοδικό μας) της ιδικής των εγκρίσεως, τώρα που ο κόσμος, έστω και αμυδρά, αρχίζει να καταλαβαίνη.
Βλέπω όμως ότι το θέμα αυτό με οδηγεί αλλού, και επανέρχομαι γρήγορα σ’ αυτό που με ενδιαφέρει.
Μπορώ να πω, λοιπόν, ότι ο καταρράκτης, περί του οποίου μίλησα στην αρχή, δεν εσταμάτησε στην Ελβετία. Τα νερά του πέφτουν από μεγάλο ύψος, κυλούν και εξακολουθούν να ρέουν. Επάνω και μέσα στον αφρό των αλλεπαλλήλων πτώσεων, βλέπω να παίζουν μεγάλες και διάφανες σαν από κρύσταλλο σφαίρες, που τις κρατούν στα χέρια τους αφροντυμένες μπαλλερίνες. Τις βλέπω να παίζουν και να πηδούν και να συγκρούωνται, πότε παρασυρόμενες από τα ορμητικά νερά, και πότε ξεφεύγοντας και ανεβαίνοντας, καθώς μπαλλόνια που ξεγλιστρούν μέσα από τα χέρια παιδιών εκστατικών σε κήπους ή πλατείες. Και τις βλέπω να ξαναπιάνωνται απ’ τα νερά και να χοροπηδούν πάλι στον αφρό, που άσπρος σαν γάλα, αγάλλεται στο κύλισμά του, ραντίζοντας τον θεατή και τα πέριξ κλαδιά, με την δροσιά του υγρού ψιμυθίου που σκορπά, σαν σύννεφο ελαφράς βροχής, στην βοερή καταβαράθρωσί της, η πτώσις των υδάτων.
Και είναι η δόξα του καταρράκτη αυτού, η δόξα του Ρίο Μπογκότα. Και είναι η μαγεία του, η μαγεία του τριπλού άλματος της κοιλάδος Υοσεμίτα. Και είναι η γοητεία του, η γοητεία όλων των νεροσυρμών των Άλπεων, των Πυρρηναίων και των Απεννίνων. Η δε βοή του, είναι φωνή αγγέλου που πίπτει αεί και εσαεί εντός χαοτικής αβύσσου. Τα τσακισμένα του φτερά συγχέονται και συνυφαίνονται με τους αφρούς της πτώσεως, και ένας αετός ζυγιάζεται ψηλά και ακούει το ασώπαστο τραγούδι της βοής, που αχολογά παντοτινά και λέει, «Αχά-αχά», καθώς ηχώ που αναπέμπεται από σπήλαια και βαραθρώδη βάθη.
Και έτσι, εκ του ύψους προς το βάθος, πέφτει και πέφτει το νερό κυλώντας την βροντή του, και ως πέφτει, σχηματίζεται μπροστά στον μελανό γρανίτη, μια σκάλα ατέρμων από αφρό, που χάνεται μέσ’ στο γαλάζιο, επάνω.
Ο καταρράκτης ηδονίζεται στην μεταμόρφωσί του και μεταβάλλεται από ραγδαίο νερό, σε ρεύμα ανέμποδο, που χύνεται πρώτα σε κοίτη στενή χειμάρρου και έπειτα εξελίσσεται και ελίσσεται στη λαγκαδιά και πέρα από την κοιλάδα, σε ρεύμα ταχύ που βρέχει παχιές όχθες, και όσο φαρδαίνει γαληνεύει και κρύβει την δύναμί του, σιωπηλά, στην ανοικτή του άπλα – την όμοια με αυτήν που εκτείνεται από τα τωρινά στα παιδικά μου χρόνια, τότε που γνώρισα και εγώ τον Δούναβη και τα πλατιά ποτάμια.
Ω, το ωραίο Μπαραγκάν! Μπραΐλα, Ισμαΐλι και Πικέτο! Οι μυρωδάτοι κάμποι της Βλαχιάς την εποχή του θέρους! Οι θημωνιές υψώνονται σαν κάστρα χρυσά, που περιβάλλονται από την θάλασσα του σίτου, και τα δρεπάνια αστράφτουν με τέτοια ορμή και τέτοια ρώμη, που αν είταν νύχτα και όχι μέρα, θα θέριζαν ακόμη και άστρα. Οι μηχανές αλωνίζουν και κοσκινίζουν το σιτάρι, και ο χρόνος, ρευστός, τρέχει και φεύγει, μα δε χάνεται. Τουναντίον, ζη και συσσωρεύεται μέσα στα οράματα, μέσα στις αναμνήσεις. Μια γυναίκα αφήνει τη δουλειά της βιαστικά, για να γεννήση σε ένα αυλάκι. Το τραίνο διασχίζει την πεδιάδα. Ένα πουλί ξαφνιάζεται και φεύγει. Ένας κέλης ιππεύει μια φοράδα.
Γύρω τους αλαλάζουν αγόρια και κορίτσια των τσιγγάνων και οι φωνές των πάλλονται μαζύ με τα τσιρίσματα των τζιτζικιών που πλημμυρίζουν τον αέρα. Το φως είναι θερμό και η πεδιάδα αχνίζει μέσ’ στον ήλιο. Στη σκιά μιας θημωνιάς, μια νέα ξανθή και ξέστηθη από την ζέστη, κουράστηκε πια να διαβάζη τις περιπέτειες του Ποτέμκιν στην Βεσσαραβία και αφήνει το βιβλίο. Όμως, δεν πρόκανε καλά-καλά να το ακουμπήση και το βλέμμα της εγγίζει τον έρωτα των ίππων και τις μιμήσεις που κάνουν γύρω τα παιδιά. Ο κέλης, όρθιος στα πισινά του πόδια, δεσπόζει επάνω στη φοράδα. Σε λίγο πατά πάλι στη γη και τα παιδιά διασκορπίζονται και φεύγουν. Η νέα κλείνει τα μάτια της και βλέπει εμπρός της τον Ποτέμκιν. Δεν είναι ανάγκη καν να του μιλήση. Γυρνά ο Ποτέμκιν και την πιάνει από τη μέση. Αυτή τον δέχεται, όπως εδέχθη τον κέλητα η φοράδα, και οι στεναγμοί που της ξεφεύγουν είναι τόσο γλυκείς, που παύουν τον σκοπό τους τα τζιτζίκια.
Ιδού πώς χύνεται στις αποθήκες το σιτάρι. Ιδού πώς συσσωρεύονται τα οράματα και οι αναμνήσεις. Πλοία λογής- λογής κινούνται στο ποτάμι. Ανήκουν δε σε τόσα κράτη, που πιο πολύ διατηρώ στη μνήμη μου τα χρώματα, παρά τα σχήματα των σημαιών ενός εκάστου. Τα σιλό για τα σιτηρά και οι κρουνοί του πετρελαίου, δουλεύουν καθημερινώς σε πόλεις όπως το Γαλάτσι και η Κωνστάντζα. Πλήθος βαπόρια πάνε και έρχονται. Σε ένα από αυτά, στέκομαι στο κατάστρωμα και ακουμπιστός στην κουπαστή, βλέπω τον Δούναβι και τους αχανείς ορίζοντές του, έκθαμβος πάλι σαν τότε πού `μουνα παιδί και αντίκρυζα πρώτη φορά τον ποταμό και τις αγαπητές, τις πανελεύθερές του πεδιάδες.
Το βαπόρι αυτό με μεταφέρει στη Ρωσσία, έτσι όπως την γνώρισα στην μικρή μου ηλικία, όταν ταξείδευα σε αυτή τη χώρα με τη μητέρα μου, που κατάγεται από εκεί. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης, όπως, άλλωστε, και πολλά άλλα γεγονότα διαφόρων άλλων εποχών της ζωής μου (μεταξύ των οποίων, μερικά, έχουν για μένα υψίστη σημασία, από απόψεως απηχήσεως και αντικτύπου, και έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην διάπλασι και εξέλιξι του ψυχισμού μου), τα βλέπω ως εικόνες εναργείς, αλλά όχι ακίνητες, ούτε τελείως απομονωμένες, όπως θα ήσαν, αίφνης, μέσα σε ένα λεύκωμα, τα αντίτυπα μιας σειράς φωτογραφιών χρονολογικά ταξινομημένα. Οι εικόνες αυτές κινούνται, επικοινωνούν αναμεταξύ των και συναγελάζονται. Έχουν ένα modus vivendi και ένα status quo δικό των. Καμιά δεν περιορίζεται απολύτως, μέσα σε πλαίσια αυστηρώς καθωρισμένα. Οι σχέσεις των δεν προσδιορίζονται από ένα συνειδητό μηχανισμό. Έχουν μια αυτονομία, της οποίας η διάρθρωσις δεν ρυθμίζεται από μια επιβολή θεληματική, μα από μιαν αυτόματη και ασυνείδητη προωθητική ενέργεια, που ξεφεύγει από τον έλεγχο της συνειδητής πλευράς της προσωπικότητος, όπως συμβαίνει κατά τας προ της πλήρους εγρηγόρσεως στιγμάς της αφυπνίσεως, κατά τας στιγμάς της μέθης του ύπνου, ή, ακόμη καλλίτερα, όπως συμβαίνει στα όνειρα. Μία εικών μπορεί κάλλιστα να συνυπάρχη με μίαν άλλην, μπορεί να αποτυπώνεται, ή να επικάθηται επάνω σε μια προηγουμένη, ή επομένη, χωρίς να την εξαλείφη, ή, μπορεί να δέχεται επάνω στην επιφάνειά της, μια νέα εικόνα, χωρίς να εξαφανίζεται η ίδια, όπως συμβαίνει και στις επιτυπώσεις των φωτογραφιών ή των κινηματογραφικών ταινιών.
Οι εικόνες αυτές, μπορούν βεβαίως να έχουν ένα λογικό ή μη λογικό ειρμό, που να αποτελεί, τρόπον τινά, ένα θέμα. Όμως, σε αυτό το θέμα, δεν αποκλείεται να παρεισφρήσει και κάποιος άλλος ειρμός συσχετίσεως, που εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται ξένο, ή παράσιτο στοιχείο, ενώ κατά βάθος είναι σχετικό. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, μπορεί να προκύψει ένα αμάλγαμα δύο ή περισσοτέρων εικόνων, που να αποτελεί μια νέα σύνθεση, ανάλογη με εκείνη που θα παρουσίαζε μία εικών θεατρικού έργου, εις την οποίαν θα εισήρχετο και θα ελάμβανε μέρος οργανικόν εις την εκτυλισσομένη δράση, ένα πρόσωπο άλλου θεατρικού έργου, ή ένα άλλως πως ξένο πρόσωπο, π.χ. ο Οθέλλος στην σκηνή της δολοφονίας του Καίσαρος, ή εγώ στην σκηνή του μπαλκονιού, εις τον Ρωμαίο και την Ιουλιέττα. Τούτο δε συμβαίνει συχνά εις την υπό τον έλεγχο της λογικής διατελούσα ποίηση ή τέχνη, συμβαίνει όμως συνεχώς, μέσα στα συναισθήματα, στα όνειρα, και στις φαντασιώσεις μας. Και θα συμβαίνει τούτο πάντοτε, όχι προς ζημίαν, όπως νομίζουν πολλοί, αλλά προς μέγιστον πλουτισμόν και όφελος της ποιήσεως και των τεχνών, κάθε φορά που ένας ποιητής ή καλλιτέχνης, θα δέχεται να χρησιμοποιήσει ό,τι κατά βάθος αποτελεί αυτό τούτο το γίγνεσθαι και την υπόσταση, όχι μόνο της ποιήσεως, μα και της ζωής εν γένει.
Το βαπόρι που με μεταφέρει στην Ρωσία, αγκυροβολεί στη Σεβαστούπολη. Ύστερα από μια διαμονή ολίγων ημερών σε αυτή την ωραία πόλι της Κριμαίας, αναχωρώ για τα κτήματα που ανήκαν προ της Επαναστάσεως του 1917 στους θείους μου. Το Τσόργκουν, ένα χωριό κατοικημένο κατά το ένα ήμισυ από Τατάρους και κατά το άλλο από Ρώσους, είναι συνυφασμένο, μέσα στη μνήμη μου, με πλήθος αναμνήσεων της παιδικής μου ηλικίας. Ακόμη και σήμερα, όταν ακούω ποδοβολητό αλόγων σε γέφυρα ξύλινη, ή τον θόρυβο που κάνουν τα σιδερένια στεφάνια μιας αμάξης επί ενός σανιδώματος γεφύρας, βλέπω μπροστά μου την παλαιά ξύλινη γέφυρα, η οποία έζευε τον μικρό ποταμό Τσόρναγια, σε ελάχιστη απόστασι από το σπίτι του θείου μου Δημήτρη, που με θερμή αγάπη και άπειρη καλοσύνη με φιλοξενούσε, οσάκις πήγαινα ως παιδί στα κτήματά του. Ανεβασμένος σε μια μεγάλη φουντωτή καρυδιά, στην όχθη του Τσόρναγια, ή σκαρφαλωμένος στα κλαδιά μιας δαμασκηνιάς, που ήτο τόσο φορτωμένη με δαμάσκηνα, ώστε ένα δυνατό τίναγμα αρκούσε για να κάμη κανείς μια πλούσια συγκομιδή, έβλεπα συχνά τα αγόρια των Τατάρων να προχωρούν γυμνά στον ποταμό, κοντά στο ξύλινο γιοφύρι, όπου τα νερά ήσαν βαθύτερα, και , εκεί, να λούζονται μαζύ με τα άλογα, παίζοντας και φωνάζοντας εκφραστικώτατες λέξεις στην γλώσσα των, εκ των οποίων πολλές μοιάζαν με τις τόσο συγκλονιστικά σαφείς άναρθρες κραυγές, που απ’ ευθείας εκπηδούν σαν εκτοξεύσεις σπέρματος μέσα από τα ορμέμφυτα και από τα σπλάχνα των ανθρώπων.
Δύο τάσεις εχαρακτήριζαν κυρίως τα παιχνίδια των αγοριών• η πολεμική και η ερωτική. Ένα παιδί κατέβρεχε ανηλεώς έναν μικρό του σύντροφο. Ένα άλλο προσπαθούσε να πετροβολήση ένα σκυλί. Ένα τρίτο ίππευε ξαφνικά ένα από τα άλογα και ορμώντας μέσα στον ποταμό, παραμέριζε τους άλλους λουομένους και εξέπεμπε φωνή θριάμβου, προσθέτοντας στην επική του δράσι, παιάνα γέλωτος γαργάρου και ύβρεων στιλπνών. Και ενώ μερικά αγόρια επάλευαν στα μαλακά χώματα, κοντά στον ποταμό, άλλα, ιστάμενα επί της όχθης, ηγωνίζοντο ποιο θα εκτοξεύσει τα ούρα του εις απόστασιν μεγαλειτέραν. Άλλα πάλι, προκαλούσαν στύσεις και παρέβαλαν τα γεννητικά τους όργανα εις οξύτατον ανταγωνισμόν. Εξ αυτών μερικά κατέληγαν εις εκσπερματώσεις, δι’ ατομικών ή αμοιβαίων ψαύσεων και θωπειών, ενώ άλλα, πιο φιλικώς διακείμενα στον ρεμβασμόν, απεσύροντο σε ήσυχα και ερημικά σημεία της όχθης, όπου επεζήτουν τον κατευνασμόν, αυνανιζόμενα σιωπηρώς, ή εν μέσω αναφωνήσεων και στεναγμών, πίσω από κλάδους ή πυκνά δενδρύλλια. Τα πιο θαρραλέα και τα κάπως πιο ώριμα αγόρια, προτιμούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της πραγματικότητος, για να φθάσουν σε πληρέστερα, σε πιο ολοκληρωτικά αποτελέσματα. Αυτά άφηναν τους ομοφύλους των και προχωρούσαν σε ένα άλλο σημείο του ποταμού, όχι πολύ μακριά από την ξύλινη γέφυρα, όπου τα νερά ήσαν πιο ρηχά και όπου ήρχοντο συχνά μικρές τατάρισσες με φουντωτά σαλβάρια και νεαρές ημίγυμνες τσιγγανοπούλες για να ποτίσουν τ’ άλογα. Εκεί όμως ανεκόπτετο η προς τα πρόσω φορά ωρισμένων αγοριών. Τα παιδιά αυτά εφοβούντο να προέλθουν σε πράξεις πιο λυσιτελείς, αλλ’ αφ’ ετέρου δεν επεθύμουν να παραιτηθούν των μυχιαιτέρων βλέψεών των, επιστρέφοντα τελείως άπρακτα, και εν τοιαύτη περιπτώσει, εζήτουν διέξοδον σε μια συμβολική μέση λύση, περιοριζόμενα σε γαύρες επιδείξεις του πέους των εξ αποστάσεως, ραντίζοντας ενίοτε την χλόη και τον ποταμό, με αλλεπάλληλα αναβρύσματα λευκών σταγόνων. Τουναντίον, τα άλλα αγόρια που ήσαν μαχητικώτερα και πιο αποφασιστικά, ορμούσαν χωρίς να ορρωδήσουν και προσπαθούσαν να έλθουν σε άμεση επαφή με τα κορίτσια, των οποίων τα ράκη επέτρεπαν να φαίνεται καμιά φορά το αιδοίον, ή κάποιο άλλο θέλγητρον του σώματός των, εξ εκείνων που από αμνημονεύτων χρόνων, διδασκόμεθα ότι πρέπει να καλύπτει, εν πνεύματι ενοχής, η αιδημοσύνη. Οι μικρές τατάρισσες και οι τσιγγανοπούλες, οσάκις είχαν να κάμουν με τα αγόρια που επετίθεντο, έμεναν επί τόπου και παρατηρούσαν έκθαμβες τα γεννητικά όργανα των παιδιών, με ένα κράμα λαχταριστού ενδιαφέροντος και εντρόμου περιεργείας. Οσάκις όμως είχαν να αντιμετωπίσουν τα πιο απαιτητικά και τα πιο τολμηρά αγόρια, που δεν εδίσταζαν να ορμήσουν επάνω τους, ετρέποντο εις φυγήν, σαν τρομαγμένα περιστέρια, ή έβαζαν τις φωνές, ζητώντας βοήθεια από γονείς ή διαβάτες, οι οποίοι, καταφθάνοντες, διεσκόρπιζαν τους νεαρούς κατακτητάς, με ιαχάς, πετροβολήματα και ύβρεις. Η ομαδική δράσις, δε διηυκόλυνε όσα παιδιά επιζητούσαν την άμεσον επαφή με τα κορίτσια. Mια τέτοια προσέγγισις καθίστατο δυνατή, μόνον όταν ένα αγόρι έβγαινε δίχως συντρόφους στο κυνήγι και οσάκις συνέπιπτε να συναντά μία παιδίσκη επίσης μόνη. Τότε ο μικρός, υπακούων στη φυσική παρόρμησί του, είχε πολλές ελπίδες να επιτύχη και πράγματι, όχι σπανίως, επετύγχανε εις τας ερωτικάς του επιδιώξεις, δι’ ενεργείας συχνά υποτυπώδους, αλλά πάντοτε πλήρους πάθους, ιδίως αν βοηθούσε κάπως και μία σχετική δεκτικότης της μικρής.
Πέραν των συγκεκριμένων αυτών αναμνήσεων, συγκλίνουν σιγά-σιγά προς τον Τσόρναγια και πάμπολλες άλλες συσχετίσεις, με φόρτον συναισθηματικόν, που ασυνειδήτως συναρμολογούνται με τα εντός και εκτός των αναμνήσεών μου ευρισκόμενα στοιχεία. Οι συσχετίσεις αυτές, τείνουν να μετατρέψουν το μικρό ποτάμι του Τσόργκουν σε μεγάλο ποταμό, που διασχίζει όχι την Κριμαία, αλλά μίαν ήπειρο αυθαίρετα πλασμένη, της οποίας τα σύνορα με την αντικειμενική πραγματικότητα, αρχικώς διαγράφονται σαφώς, έπειτα γίνονται ακαθόριστα, και τέλος ενσωματώνονται, συγχωνεύονται και χάνονται, μέσα στην επικράτεια της υποκειμενικής μου ενδοχώρας, της εσωτερικής αυτής πραγματικότητος, κατά τρόπον όμοιον με αυτόν που ανακαλύπτουμε στους πολυπλόκους μηχανισμούς των ονείρων και των φαντασιώσεων.
Τα ανδραγαθήματα των μικρών τατάρων και οι ερωτικές των περιπέτειες, βρίσκουν μέσα στο νου μου ένα πεδίον συγκεντρώσεως στις όχθες του Αμούρ. Στην εκλογή αυτού του ποταμού της Σιβηρίας, συνετέλεσε το γεγονός ότι το όνομά του εις την γαλλικήν σημαίνει έρως, και το ότι ο ποταμός Αμούρ διασχίζει χώρες που κατοικούνται από μογγολικές φυλές, στις οποίες ανήκουν και οι τάταροι των παιδικών μου αναμνήσεων. Μα και η αγάπη μου για τις μακρυνές αυτές χώρες, που συμβολίζουν για μένα, άλλα αρχέτυπα αγάπης –Ρωσσία, μητέρα- (η μάνα μου είναι κατά το ήμισυ Ρωσσίς) έπαιξε ένα ρόλο πολύ σημαντικό στην εξεύρεσι αυτού του πεδίου, το οποίον, από την στιγμή που ευρέθη, αποτελεί πλέον σημείον εξορμήσεως και επιστροφής του πλήθους των συσχετίσεων που έρχονται και αποχωρούν απανωτά μέσα στο νου μου, σαν άμπωτις και πλημμυρίς.
Και ο Αμούρ ποτίζει πάντοτε την χώρα αυτή. Το έπος των μικρών τατάρων του Τσόργκουν, το διαδέχεται εδώ, καθώς αντίλαλος των ιαχών αυτών των αγοριών, αλαλαγμός μογγόλων και κοζάκων ζαπορόγων, πέρα από τις στέππες των Κιργκίζ. Τις ατέρμονες ερημικές εκτάσεις, που ενιαχού τις σκεπάζει η τούνδρα, μέσα στη φλόγα του καλοκαιριού, και αλλού τις καλύπτουν πυκνά και παμμεγέθη δάση, τις διασχίζουν τα μικρά νευρώδη ιππάρια των νομάδων και των κατακτητών, ενώ εις τον γλαυκόν αιθέρα, ταξειδεύουν ακοίμητοι και έτοιμοι πάντοτε να επιτεθούν, γύπες και αετοί από τα Αλτάϊα και τα Ιαβλονόϊα όρη, κουρσεύοντας στο διάβα των την πανίδα των υψιπέδων. Αίφνης ένας ήχος οξύς σαν διαπεραστική κραυγή ξεσχίζει τον αέρα. Τούτη τη φορά δεν προέρχεται από ζωο που το χτύπησαν θανάσιμα τα νύχια και το ράμφος ενός αρπακτικού. Μία τολύπη σκάει στον ορίζοντα και ευθύς την ακολουθούν και άλλες πολλές, αμέτρητες –τόσες που σχηματίζουν ένα σύννεφο, που το σπρώχνει και το κατευθύνει η φορά του ανέμου. Μία βοή υπόκωφη πλησιάζει και ένας γδούπος ακούεται σαν να διαβαίνη μια αγέλη από μαμούθ, ή από γιγαντιαία ελάφια του τεταρτογενούς. Έτσι περνά ο Υπερσιβηρικός, ο χαλύβδινος ρήγας της Ασίας.
Και ο Αμούρ εξακολουθεί να ρέει, ποτίζοντας όχι μόνο τις χώρες που διασχίζει, από τα Ιαβλονόϊα όρη μέχρι των εκβολών του στην Οχοτσκική, μα και ολόκληρη την ενδοχώρα εις την οποίαν εισεχώρησε και που ένα μικρό της μόνον μέρος περιέχουν οι σελίδες τούτες.
Και είναι για μένα πάντοτε ο Αμούρ, ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως.
Προς αυτόν θα συγκλίνουν πάντοτε και θα εκτοξεύονται πάλι πάντοτε από αυτόν, οι παλμοί και οι παρωθήσεις μας, και σχετικά και άσχετα με τις συνειδητές βουλές μας. Στις όχθες του, θα πολεμούν και θα ειρηνεύουν, θα καταστρέφουν και θα δημιουργούν, θα κοπιάζουν και θα αναπαύονται, θα θρηνούν και θα αγάλλονται, θα διψούν και θα δροσίζονται, όσοι από μας λέγουν το ναι, και όσοι από μας λέγουν το όχι.
Είπα πάντοτε Ναι. Πάντα και πάντοτε. Πάντα και πάντοτε θα ρέει ο Αμούρ, και εντός και εκτός, με την παντάνασσα ορμή του, όπως και χθες, όπως και σήμερα, όπως και τώρα που πλημμυρίζει μέσα μου και ξεχειλίζει και με αναγκάζει να κραυγάσω με όλη την δύναμη των πνευμόνων μου:
«Αμούρ! Αμούρ!»




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 2245
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 24-02-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο