Warning: session_start(): Cannot start session when headers already sent in /home/stixoi/public_html/core.php on line 23

Warning: Cannot modify header information - headers already sent by (output started at /home/stixoi/public_html/sec.php:2) in /home/stixoi/public_html/gr/Lyrics/index.php on line 364
stixoi.info: Ο Βότσαρης
 
Σύνδεση

Εγγραφή

Πλαίσιο χρήσης
130784 Τραγούδια, 269464 Ποιήματα, 28913 Μεταφράσεις, 26571 Αφιερώσεις
 

Ο Βότσαρης      
 
Στίχοι:  
Γεώργιος Ζαλοκώστας
Μουσική:  
Αμελοποίητα


A'
Ο λέων όταν έξαφνα
την άλυσσίν του σπάσει,
την αλαζόνα χαίτην του
βρυχώμενος τινάσσει
και βλέμματα τριγύρω του
τοξεύει φλογερά.

Με τους αλκίμους όνυχας
τους φύλακάς του
κ’ αιματωμένα, σπαίροντα
τα σπλάγχνα των σκορπίζει
και σημαδεύει με αίματα
τον δρόμον που περά.
Ελλάς! Και συ, του λέοντος
φοβεροτέρα ακόμα,
ηγέρθης περιστρέφουσα
κεραυνοβόλον όμμα,
από τα δούλα δάκρυα
σχεδόν ακόμη υγρόν.

Κ’ ηγέρθη βαρυσίδηρος
η σπάθη της οργής σου
και εθέρισε τα αμέτρητα
καθάρματα της γης σου,
καθώς θερίζει δρέπανον
τους στάχεις των αγρών.

Η φήμη η μυριόστομος,
του λόγου ταχυτέρα,
εις την Τουρκίαν άγγελος
καταστροφής επέρα
και πανταχού διέχυνε
σαλπίσματα φρικτά.

Πας άπιστος ωχρίασεν
από θυμόν και λύσσαν
κ’ εις μιναρέδας, έτοιμα
ενώ να κράξουν ήσαν,
των ασεβών απέμενον
τα στόματα ανοικτά.
Από τη φρίκην έτρεμον
τα χείλη του Μαχμούτη,
αλλά θαρρών εις τ’ άμετρα
της δυναστείας πλούτη
και στόλους και στρατεύματα
ητοίμαζε θρασύς.

Περί την ημισελήνον
πας Οσμανλής εκλήθη,
φυλών βαρβάρων δ’ ένοπλα
συνεπυκνούντο πλήθη,
και στόλοι τον Ελλήσποντον
κατέβαινον δασείς.

και στρατιά τα σπλάγχνα σου
εισέδυεν αγρία
και πανταχόθεν σε έζωνον
αστραπηφόρα πλοία,
να σε σπαράξουν σπεύδοντα
με σίδηρον και πυρ.

Αλλά με πυρ και σίδηρον
η βία της χειρός σου
καθειμαγμένα θύματα
εξήπλονεν εμπρός σου
και δίκροτα κατέστρεφε
με σίδηρον και πυρ.
Παν κατ’ εχθρών σου κτύπημα
εχειροκρότει η Νίκη
κ’ ετρέφοντο με σάρκας των
αλώπεκες και λύκοι
και κόρακες ηλάλαζον
τους ύμνους των νεκρών.

Και των νεών ερρήγνυντο
τα γιγαντώδη σκάφη
και του πυρός τα λείψανα
κατέπινον οι τάφοι,
οπού κοχλάζον ήνοιγε
το κύμα το πικρόν.—

Εν τούτοις αδυσώπητος
ο χρόνος διαβαίνει
κ’ εξόπισθεν εκτείνεται
ψυχρά της λήθης χλαίνη
και των μεγάλων πράξεων
η μνήμη τελευτά.

και μαχηταί περίβλεπτοι,
όσοι ποτέ ρομφαίαν
τυραννοκτόνον έσεισαν
με χείρα ρωμαλέαν,
ή κατοικούν τα μνήματα
ή σπεύδουν προς αυτά.
Εις τ’ άγια σας χώματα,
ανδρείοι, κοιμηθήτε.
η μνήμη των αγώνων σας
εγχαραγμένη κείται
εις των Μουσών τον άφθαρτον,
τον ιερόν βωμόν.

και σύ, Θεά, πού φείδεσαι
των ευκλεών αγώνων,
λάβε την λύραν, πότνια
δαμάτειρα των χρόνων,
και πλήξε τη μ’ ανάλογον
των πράξεων ρυθμόν.

Αν δε τις κούφος λόγιος
εν την ψυχρά καρδία
είπε δεν είναι σήμερον
λύρας χορδή καμία
να συγκινεί μελίφθογγος
τους Έλληνας ημάς.

Ω, συ μη αποκρίνεσαι
τον συκοφαντην, Μούσα,
αλλά πολεμοκέλαδον
την λύραν σου κρατούσα,
απόδωσ’ εις τους μάρτυρας
του Πίνδου τας τιμάς.
Πυρός σπινθήρας κύκλοθεν
ας διαχύσει η χείρ σου
κ’ εγώ θερμός, παράφορος
από το θείον πυρ σου
του χρόνου το προπέτασμα
θα σχίσω το βαθύ

και την Ελλάδα κάθοπλον
θα μεταφέρω οπίσω,
και τον στρατόν τον άγριον
της Σκόδρας θ’ αναστήσω,
όπου λαμπρόν ανέλαμψε
του Μάρκου το σπαθί.

B'
Ο Μουσταφάς με μάχιμον
αγέλην Σκοδριανών
σκηνούται περί τ’ άγρια
βουνά των Ευρυτάνων
και διαρπάζει ποίμνια
και κώμας πυρπολεί.
Μετά πομπής επέρασε
τα χάσματα των βράχων
κ’ ένα δεν είδεν Έλληνα
ακόμη Τουρκομάχον,
και που ποτέ δεν ήκουσε
το βόλι να λαλεί.

Του Βελουχίου αντικρύ,
εις άλλου όρους νώτα,
ο ήλιος διέχυνε
τα δύοντά του φώτα
και φλογερός κατέβαινεν
από τον ουρανόν.

Μυστηριώδης έλαμπεν
ο πύρινος ορίζων,
Κ’ εις κλάδους εξαρτώμενα
πλάτανων βαθυρρίζων,
όπλα χρυσά διέλαμπον
Καθ’ όλον το βουνόν.

Εις την σκιάν καθήμενοι
Οι πρώτοι των Ελλήνων,
ελογομάχουν άβουλοι,
Κ’ η θέα των κινδύνων
την φλογέραν δεν έπαυε
της έριδος ορμήν.
των στρατηγών οι σύντροφοι
εκάθηντο παρέκει
εις εξ αυτών, πότ’ έλεγε
θ’ ανάψει το τουφέκι;
Ω, πότε της πυρίτιδος
θ’ ακούσω την οσμήν;

—Κ’ εγώ ποθώ τον πόλεμον,
εις άλλος απεκρίθη
ο φθόνος πλην εσπάραξε
των στρατηγών τα στήθη
αφού των όπλων έμεινεν
ο Μάρκος αρχηγός.

—Ημείς να τους βιάσομεν
τας έριδας ν’ αφήσουν.
—Ω ναι, να τους βιάσομεν
την μάχην να κροτήσουν
άς ην’ οποιοσδήποτε
της μάχης οδηγός.

—Ο Μάρκος όμως σύντροφον
δεν έχει εις το τουφέκι.
—οπόταν τον αντίπαλον
εις πόλεμον εμπλέκει,
είν’ αστραπή το βλέμμα του
κ’ η χείρ του φοβερά.
—Το Γένος τον ανέδειξε
πρωτεύοντα των άλλων
προς τι καθείς ερίζεται
εμπόδια προβάλλων
αντι να ανάψει πρόθυμος
της μάχης τα πυρά;—

Αυτά με λύπην έλεγον
των μαχητών τα χείλη.
Εν τούτοις οι πολέμαρχοι.
Φωνάζοντες, οργίλοι,
δι’ έριδος εκάλυπτον
του φθόνου την πηγήν.

Ο Μάρκος δεν ημπόρεσε
την έριδα να σβήσει
κ’ εκάθησε παράμερα
εις εν ερημοκλήσι
κ’ εκοίταζε την αντικρύ,
την δουλωμένην γην.

Αρχαϊκούς η όψις του
παρίστα χαρακτήρας
με ατενή τα βλέμματα,
με σταυρωτάς τας χείρας
διενοείτο, τόλμημα
πολέμου μελετών.
"Τούση!" Εξαίφνης έκραξε
και εστράφη περιμένων.
Και ιδού νέος εύμορφος,
με το όπλον χρυσωμένον,
λοξά φορών το φέσι του,
βαρύς περιπατών.

—Προ πάντων σε διέκρινα,
πλησίασε ν’ ακούσεις.—
Κρυφόν δεχθείς το πρόσταγμα
χαμογελά ο Τούσης
και καταβαίνει πρόθυμος
το σκέλος του βουνού.

Ο Μάρκος το παράτολμον
ορίσας σχέδιόν του,
γονατιστός αρχίνισε
να κάμει τον σταυρόν του
κ’ ηυχήθη, την βοήθειαν
αιτήσας τ’ ουρανού.

Ενώ η έρις έφλεγε
τους στρατηγούς ακόμα,
ήλθεν εμπρός ο Βότσαρης
και με το καίον όμμα
και με την ένθουν όψιν του
επέβαλε σιγήν.
—Την νύκτα ταύτην, φίλοι μου,
μόλις κρυφθ’ η σελήνη,
όπου στρατοπεδεύονται
τα Χριστομάχα κτήνη
εγώ με τους ολίγους μου
θ’ αρχίσω την σφαγήν.

Εκ δεξιών φλεγόμενοι
θ’ αντιλαλούν οι βράχοι
αριστερά σεις έτοιμοι,
Χυθείτε νυκτομάχοι,
ν’ ανάψ’ η γη να καίεται,
οι λόγγοι να σεισθούν.—

Αυτά με στόμα πύρινον
ομίλησε κ’ εστάθη.
Ο λόγος του εμάλαξε
των στρατηγών τα πάθη
και πάντες ήδ’ ηγείροντο
τον Μάρκον ν’ ασπασθούν.

Εις εξ αυτων, υπέργηρος
αλλ’ εύρωστος ακόμα,
—μη κυνηγείς, ω Βότσαρη,
είπε μ’ οργίλον στόμα,
μη κυνηγείς αδύνατα
φαντάσματα τιμής.
Υποκλινείς δεν είμεθα
εδώ βεζύρου δούλοι.
Τιμάς αν θέλεις, ύπαγε
να κυβερνάς το Σούλι
με μόνον κυβερνώμεθα
το ξίφος μας ημείς.

Άλλων ν’ ακούω σχέδια
εγώ δε συνηθίζω,
ούτε της αρχηγίας σου
το δίπλωμα γνωρίζω,
αλλά με το τουφέκι μου
υπάγω το στιλπνόν

εις των βουνών τα χάσματα
τους Τούρκους να προσμείνω
και στρατηγού διπλώματα
να γράφωσιν αφήνω
όσοι της μάχης πώποτε
δεν είδαν τον καπνόν.—

Και το βαρύ τουφέκι του
κρατών επί της πλάτης,
εμπήξας εις την ζωνην του
την άκραν της φλοκάτης,
απήλθε κ’ εις το φύλλωμα
εκρύβη το δασύ.
Ο Μάρκος με κατάνυξιν
τους ουρανούς κοιτάζων,
—συ μας ακούεις, έκραξεν,
ο τους νεφρούς ετάζων,
ο βλέπων εις τας φρένας μας
καρδιογνώστης σύ.

Κεραύνωσε τον άθλιον
οπού τιμάς θηρεύει
οπόταν των πατέρων μας
η πίστις κινδυνεύει,
οπόταν πυρ και σίδηρος
την γην μας απειλούν.

Τον ακινάκιν φέροντες
ομού με το Κοράνι
πέραν εκεί τρισμύριοι
σκηνούνται μουσουλμάνοι
και με την απραξίαν μας
οι βάρβαροι γελούν.

Μη, φίλοι, καταπίωμεν
την ύβριν την εσχάτην.
Των Σκοδριανών αντίκρυ
δεν ήλθομεν εις μάτην
ας σείσει την καρδίαν μας
του Γένους η φωνή.
Αλλ’ αν δια το δίπλωμα
οργήν και μίσος πνέων
ο γέρων ανεχώρησεν,
ας μη υπάρχει πλέον
το σκάνδαλον που σήμερον
την έριν προξενεί.—

Κ’ ευθύς τον χάρτην έφερε
με σέβας εις τα χείλη,
και τον ησπάσθη έπειτα
Σχίσας αυτόν, — ω φίλοι,
φίλοι, τους είπε, πρόθυμος
τον τίτλον παραιτώ.

αλλά—θεός μ’ ενέπνευσε—
την μάχην δεν αφήνω.
Εις το πυκνόν στρατόπεδον
των Αλβανών εκείνο
Μαχόμενος το δίπλωμα
της δόξης θα ζητώ.—

Των μαχητών η πράξις του
τα στήθη συνταράσσει,
Κ’ εκλάγγησαν τα μέταλλα
Κ’ εστέναξαν τα δάση,
Σεισθέντ’ απ’ ομοιόφωνον
Κραυγήν πολεμιστών.
Κ’ ηκούσθη Νίκ’ ή Θάνατος
Μία κραυγή μεγάλη,
και πέριξ Νίκ’ ή Θάνατος
το δάσος αντελάλει
και θείον πυρ κατέφλεγε
Τα στέρνα των πιστών.

Γ'
Ακούεις εις την γέφυραν ο χείμαρρος πώς ρέει;
ακούεις εις το φύλλωμα ο άνεμος πώς πνέει
και τι πικρόν παράπονον εκφράζουν τα πτηνά;
Ω, την σελήνην κοίταξε πώς φέγγει λυπημένη
τώρα εις νέφος κρύπτεται, τώρα θολή προβαίνει,
και χίλι’ αλλάζουν χρώματα τ’ απόκρημνα βουνά.

Εις την κοιλάδα απλώνεται λευκού καπνού μανδύας
και υπ’ αυτόν ταράσσονται τα πλήθη της Τουρκίας
και χρεμετίζουν ίπποι.
Παντού βοή και κτύποι
κυμβάλων και φωνών.
Ιδέ πώς φέγγουν τ’ άμετρα πυρά των Αλβανών!
Το ένδυμα παράξενοι, τον οπλισμόν ποικίλοι,
ή δέκα δέκα κάθηνται εις κάθε πυρ οι σκύλοι,
ή σπεύδουν όπου πλέκεται ο τσάμικος χορός.
η λάμψις, κάτω, θλιβερά φαντάσματα υφαίνει
θαρρείς ότι ταράσσονται δραπέται κολασμένοι
και τους διώκουν δαίμονες εν μέσω του πυρός.

Ανήρ τις Έλλην αντικρύ, από κρημνώδες χάσμα,
τον θόρυβον επισκοπεί σιωπηλός ως φάσμα,
ακίνητος ως στήλη.
με χλευασμόν τα χείλη
ο μαχητής κυνών,
κοιτάζει το στρατόπεδον των Τούρκων Αλβανών.

Πλην μετ’ ολίγον ελαφρός τον βράχον καταβαίνει
επέρασε τον χείμαρρον, την όχθην αναβαίνει...
Χορός παρέκει πλέκεται, τον τριγυρνούν πολλοί.
αφήνει το τουφέκι του εις φύλλωμα κρυμμένον,
και ψαύων τα πιστόλια κ’ εκείθεν ολισθαίνων
με τους εχθρούς μιγνύεται, την γλώσσαν των λαλεί.

Εδώ πλην παίζουν κύμβαλα και θορυβούν τα πλήθη
αλλού θρασύς κατάσκοπος ο Έλλην εκινήθη.
ανάμεσα πλατάνων
Εις άθροισμα Σκοδρανών
Πηγαίνει τολμηρός,
και χαιρετά και κάθηται πλησίον του πυρός.
—Καλήν εσπέραν, σύντροφοι.—Καλώς το παλληκάρι,
που τόσον νέος δέχεται του μαχητού τα βάρη,
ζωγραφιστός το πρόσωπον και τη φωνήν γλυκύς.
—Κανείς από το πρόσωπον τον άνδρα δε γνωρίζει
Ποίος γυμνώνει το σπαθί και ποίος κιτρινίζει,
Εις μάχας μόνον φαίνεται εν ώρᾳ συμπλοκής.

—Ω, πώς ανάπτεις εύκολα, πώς εύκολα θυμώνεις!
Είναι καιρός, ανδρείέ μου, αφού την σπάθην ζωνεις;
—Εις νέαν ηλικίαν
ησπάσθην με μανίαν
τον πόλεμον, αφού
το Σούλι με ορφάνευσε πατρός και αδελφού.

—ακόνισε το ξίφος σου και άμα ξημερώση...
—πόσ'είμεθα; —Τρισχίλιοι. —και τι με μελλει πόσοι;
με τους εχθρούς της πίστεως να μετρηθώ μ’ αρκεί.
Διφορουμένην έλεγεν αλήθειαν ο Έλλην.
εγείρεται και χαιρετά και την λοιπήν αγέλην
με θάρρος περιέρχεται περών εδώ κ’ εκεί,

το θορυβώδες θέαμα του έπληξε το πνεύμα.
Παντού φωναί και κίνησις και οπλισμένων ρεύμα
και ᾄσματα ή μεθη
ενώπιον εύρεθη
Σκηνής πολυτελούς,
και όπλα είδε στιλβοντα και φόλακας πολλούς.
Είπεν ο νους του ο πασας εις του στρατού τη μέσην!
και με τα βλέμματα μετρών τα δένδρα και την θέσιν,
οπίσω από ρεύματα πολεμιστών περά.
και εις την όχθην έφθασε με προσοχήν προβαίνων,
ενώ δε κύψας ήπλωσεν εις το όπλον το κρυμμένον,
Εις Μύλον είδεν αντικρύ ανέλπιστα πυρά.

Τον χείμαρρον ακολουθεί και καταβαίνει ψάλλων.
το άσμα ήτο Αλβανόν. Μακράν από τον σαλόν
Μακράν από τους κτύπους
εφύλαττον τους ίππους
Τινές των μαχητών.
—τις είσαι; είπον.—Σύντροφος, τον ίππον μου ζητών.

Μακράν των άλλων, παρεκεί, εις την κοιλάδα κάτω
Δετός είς ίππος έβοσκε, κ’ είς Τούρκος εκοιμάτο.
ο Έλλην εθανατωσε τον Τούρκον μαχητήν.
τις, Τούση, δε σ’ εγνώρισεν από τον μέγαν κτύπον;
Ταχύς την πέδην έκοψες και αναβάς τον ίππον,
εις το βουνόν επέστρεψες με λείαν ζηλευτήν.

Δ'
Απανταχού εκτείνονται εις την κοιλάδα σκότη
εσίγησαν τα κύμβαλα και τ’ άσματα κ’ οι κρότοι,
Κ’ εδώ κ’ εκεί σπαρμένα,
Πυρά ημισβεσμένα
εμφαίνουν απροφύλακτον τον ύπνον του στρατού
ο ύπνος συνεχώνευσε την τύρβην την προτού.

Πλην τινές αντικρύ σκιαί σαλεύουν εις τα δάση;
άκριτος ποία ταραχή το φύλλωμα ταράσσει;
ακούω κούφα βήματα,
σπαθία και τουφέκια παντού φεγγοβολούν
και με χρυσά ενδύματα
οπλίται προς του ρύακος την όχθην ροβολούν.

όπου χωρίζουν το βουνόν και την κοιλάδα βράχοι,
εκεί ομού συνέρχονται γενναίοι νυκτομάχοι,
και μένουν πυκνωμένοι.
Το σκότος το βαθύ
ο Μάρκος διαβαίνει,
και τους μοιράζει σύνθημα, Σκοτάδι και Σπαθί.
Τούρκοι, δεν το προσμένετε το φοβερόν το βράδυ!
Ω, τις κλαυθμός και θρήνος,
Ω, δυστυχής εκείνος,
όστις ερωτηθεί,
και δεν ειπεί Σκοτάδι
και δεν ειπεί Σπαθί.

Νυξ ιερά, που ζωνεσαι μυστηριώδη σκότη,
Πού έχεις τ’ άστρα φόρεμα και την σελήνην στέμμα,
τους κοιμωμένους νάρκωνε με ύπνον μαγικόν,
και πριν χυθεί το αίμα,
πριν εκραγούν οι κρότοι,
νανούριζέ τους μ’ όνειρα λαφύρων και νικών.

Υπό πτελέαν, μεταξύ συντρόφων κοιμωμένων,
αγάς τις δασυγένειος εξύπνησεν εν ζάλει,
τους οφθαλμούς του έτριψε, κ’ ιδών το πυρ σβεσμένον,
με θολωμένα βλέμματα τον δούλον του ζητεί.
—Εξύπνα, ζωον, έκραξεν η χθεσινή κραιπάλη
ακόμα σε κρατεί;—

Λοξά ο Μάρκος θεωρών τον Τούρκον αναστάντα,
τον πλήττει λέγων κάθαρμα, κοιμήσου δια πάντα
και σπεύδ’ εις άλλα θύματα
και άρχεται η φοβερά πανήγυρις των φόνων,
δικάζουσα την αρπαγήν και τας σφαγάς, αιώνων
τεσσάρων αδικήματα.
Και μία επικρέμαται θολή Σκιά... ιδέ την
πώς ανορθεί φρυάττουσα την ημαγμένην χαίτην,
πώς τριγυρνά τα βλέμματα.
Ω, είν’ εκείνη άφησες τον τόπον της σφαγής σου
και ήλθες, Ρήγα, να ιδείς τους μισητούς φονείς σου
πνιγμένους εις τα αίματα.

Οξεία σάλπιγγος φωνή, κραυγαί, πυρά και κτύποι!
Τους αγωγείς των ρήξαντες οι πτοηθέντες ίπποι,
σκάπτουν της γης τα χώματα
και σπινθηρίζουν πέταλα και σπινθηρίζουν λίθοι
και η μεγάλη ταραχή αντίφονος εχύθη
εις άντρα και κοιλώματα.

Όταν την νύκτα καταιγίς ανεμοδέρει πλοίον
και φλέγονται τα σύννεφα υπ’ αστραπών μυρίων,
το πλοίον τότε φαίνεται εις το υγρόν του μνήμα
με τ’ άρμενα σχισμένα
κ’ οι ναυαγοί... ω δυστυχείς! Πώς είν’ απηλπισμένα
τα πρόσωπα κ’ οι τρόποι των...
Κατά σκοπέλων φοβερών τους απωθεί το κύμα,
το κύμα τ’ αδυσώπητον.

Εδώ εκπληκτικότερον μυστήριον τελείται
και όλα είναι φοβερά, η λάμψις η αγρία,
ο θυελλώδης θόρυβος, ο κρότος ο φρικτός
εδώ η γη κλονείται
ως βούβαλοι να σφάζονται, ως να βοούν θηρία
εν μέσω της νυκτός.
Εις την σκηνήν της ταραχής και των σκληρών αγώνων
το παν αναστατόνεται.
Φεύγει καθείς, αλλ’ απαντών τον σύντροφον εμπρός του
θαρρεί ότ’ είν’ εχθρός του
και αδελφόν πληγώνων
απ’ άδελφόν πληγώνεται.

Ούτω και πρόβατα δειλά, αν επιπίπτει λύκος,
με λυπηρά βελάσματα
ωθούνται πυκνωμένα.
Σκληρός ο λύκος, πλην πολλά, αφ’ εαυτών σπρωγμένα,
φονεύονται αδίκως
εις τα κρημνώδη χάσματα.

Ενώ το πυρ το στράτευμα των μουσουλμάνων φλέγει,
εις εξ αύτων ή προσταχθείς ή θέλων να φοβήσει,
διαλαλεί και λέγει.
—Βαρείτε, μουσουλμάνοι!
Ο φέρων κεφαλήν, οκτώ πουγγία θα κερδίσει,
αλλ’ όστις φέρει ζωντανόν κερδίζει και καφτάνι. —

Στηρίζων την παλάμην του εις το βαρύ τουφέκι
εις Έλλην τότε μαχητής τον πόλεμον αφήνει
και από στήθη λάσια
αυτούς τους λόγους χύνει.
—Ο φέρων Τούρκου κεφαλήν κερδίζει εν φυσέκι,
αν ζωντανόν, διπλάσια.—
Και γέλωτος ακούεται ο θορυβώδης κρότος
πνίγων το μίσος προς στιγμήν, πλην πάλιν επιστρέφει
το μίσος φονικότερον.
Ομοίως λάμπει η αστραπή χαράττουσα τα νέφη
και γίνεται το σκότος
ακόμα φοβερότερον.

Φεύγουν, γυρίζουν οι εχθροί ακέφαλοι και κρύοι
εις μάτην τα προστάγματα
και των κραυγών ή ζάλη.
Ο τρόμος, όστις και ψυχήν και σάρκα παραλύει,
τα δένδρα μεταβάλλει
εις λογχοφόρα τάγματα.

Αλλ’ ω τι δράμα παίζεται προ της σκηνής εκείνης!
Ο Μάρκος με τους δέκα του πανήγυριν ανοίγει...
Γυμνός από το στρώμα του πηδά ο Τσαλατίνης
και φεύγει... πού να να φύγει,
πού φεύγων να σωθεί;
Παντού συρίζει η σφαίρα
και λόγοι πλήττουν μυστικοί τον μυστικόν αέρα,
Σκοτάδι και Σπαθί.

Από του ύπνου τιναχθείς την λήθαργον αγκάλην,
ο κρύος Φόβος εμφυσών τον τρόμον και την ζάλην,
φρένας και νουν λυμαίνεται
και δαίμων τις, αόρατος εις της νυκτος τη φρίκην,
μυκτηριάζων τη φυγήν κ’ επικροτών την νίκην,
επιβοά και μαίνεται.
Ακούεις κρότον σύμμικτον βροντών, κραυγών, τραυμάτων;
Ιδέ οποίαι φοβεραί μυρμηκιαί φασμάτων
νυκτοπλανείς κυμαίνονται,
ιδέ πώς μεγαλοποιούν το τερατώδες δράμα
η μαύρη όψις της νυκτός και τα πυρά που άμα
φωτοβολούν και σβένονται.

Πολλοί Σκοδράνοι έπεσαν βάρη της γης και όλοι
σκορπίζουν οι λοιποί,
αλλ’ ένα εκ των ένδεκα Ελλήνων εφορμώντα
τυφλόν ευρήκε βόλι
κ’ οι δέκα τον πεσόντα
κυκλώνουν σκυθρωποί.

Πικράν φωτίζει προπομπήν η δύουσα σελήνη.
Υποχωρούν κ’ οι άλλοι
και παύει η πρώτη ζάλη.
Σπαθία δε συγκρούονται,
όχι Σκοτάδι και ψιθυρισμοί και θρήνοι
σιωπηλοί ακούονται.

Κάποιος μόνον, καθ’ οδόν αν Τούρκον απαντήσει,
πλαγίαν σύρει σπαθιάν και δίχως να συλήσει
το πτώμα, προς την ράχιν
οδεύει σιωπών.
Ούτως ηλίου δύοντος ο θεριστής γυρίζει
και αν που τύχει απαντών μονήρη τινά στάχυν,
ως παιδιάν θερίζει
τον πάρεργον καρπόν.
Και νέος εις πολεμιστής δεν βλέπει τους συντρόφους,
ή δεν νοεί ακόμα
τριγύρω του τι γίνεται
και διαβαίνων ρεύματα και αναβαίνων λόφους
με σπιθοβόλον όμμα
κατά φυγάδων χύνεται.

Εδώ και εκεί μακροσκελής πετά και η σελήνη
πυκνήν νεφέλην σχίζουσα την όψιν μεγαλύνει
με τ’ αμυδρόν της φως.
Κ’ ιδού τα φύλλα θορυβούν και ροβολά με τάχος
εις γέρων νυκτομάχος,
οπλίτης αδελφός.

—Νεότης άφρων... Κάσκαρη, πού σε πλανά ο ζήλος;
Σπεύσον ταχύς Τούρκοι πολλοί, ουδείς τριγύρω φίλος,
δύο ημείς δε φθάνομεν.
—Τι λέγεις; Φεύγουν οι εχθροί, οι νικηταί πού είναι;
—Από της νίκης έσταξαν την ποδίαν οδύναι
ελθέ καιρόν μη χάνομεν.

Ε'.
Διελύθησαν τα σκότη
και δεν πλήττουν τον αιθέρα
οι βαρείς των όπλων κρότοι,
ούτε πλέον αντηχεί
εις τους βράχους η προτέρα
της κοιλάδος ταραχή.

Νικηταί από τη μάχην,
κατηφείς κ’ αιματωμένοι,
αναβαίνουν εις την ράχην
ανά δύο, ανά τρεις,
ως να λέγουν οι θλιμμένοι
χύνε δάκρυα, Πατρίς.

Πτώμα φέρουν εν αγκάλει,
κτήμα τίμιον θανάτου.
Όπου μαίνεται η πάλη,
εις την βίαν του πυρός,
είναι εκεί, τα θύματά του
διαλέγων ο σκληρός.
Ιδέ όψιν ημαγμένην..
Πλύνατέ του, ω ανδρείοι,
την πληγήν την τιμημένην
να γνωρίσω τον νεκρόν,
να ιδώ ποίος θα πίει
το ποτήρι το πικρόν.

Να ο Κώστας εξετάζει
τους γενναίους, καταβαίνων
και ανήσυχος κοιτάζει
μη που τύχει και φανεί,
μεταξύ των οπλισμένων,
κεφαλή τις ποθεινή.

—Τον ζητώ, αποκριθείτε,
διατί τι βωβοί και κρύοι;—
Αλλ’ ουδείς εκεί κινείται
μίαν λέξιν να ειπεί.
Διαβαίνουν οι ανδρείοι
δακρυσμένοι, σκυθρωποί.

Ροβολά κραυγήν υψώνων,
αδελφέ μου, αδελφέ μου!
Και σιγούν οι φίλοι μόνον
τα κατάργυρα νερά
και το πνεύμα του ανέμου
μουρμουρίζουν θλιβερά.
Πλην, φρενήρης καταβαίνων,
εις την βρύσιν είδε πλήθος
μαχητών οδυρομένων
και του έφυγε πικρόν
γογγυτόν από το στήθος,
—ποίον κλαίετε νεκρόν;—

—Ένα μάρτυρα, απεκρίθη
ένας γέρων την Τουρκίαν
κατεπάτησε και ενδύθη
των αγγέλων την στολήν.
Έλα, Κώστα, την αγίαν
να φιλήσεις κεφαλήν.—

Και καθείς παραμερίζων,
οπισθοδρομεί θλιμμένος
ο δε Κώστας γονατίζων
φίλον όνομα καλεί
και το λείψανον, σκυμμένος,
δις και τρις νεκροφιλεί.

Σπαραγμός, απελπισία...
Ω πηγή πολλών δακρύων,
πονεμένη μου καρδία,
συ γνωρίζεις μοναχή
εις το φίλημα το κρύον
πώς σπαράττεται η ψυχή.
Εβαλσάμονον τον πόνον
φίλτρα όμως τότε τρία,
η εκδίκησις των φόνων,
η θρησκεία κ’ η πατρίς
και θεότης ήσαν μία
αι θεότητες αι τρεις.

Και ο Κώστας εσπαράχθη,
αλλ’ έδαμασε τον πόνον.
Ελαφρός ανετινάχθη
και το μέτωπον υψών,
δεν εφαίνετο ή μόνον
την εκδίκησιν διψών.

—Σύντροφοί μου, προσκυνείτε
το σημερινόν μυστήριον.
Μαχηταί ιεροθύται
μη ξεζώσωμεν σπαθί,
πριν το Γένος την σωτήριον
τελετήν λειτουργηθεί.—

Κ’ επανέλαβον τα πλήθη
την θερμήν ορκωμοσίαν.
Μόνος εις δεν εκινήθη
νεανίας ζηλευτός
κ’ εις αυτήν την ηλικίαν
Τουρκομάχος δυνατός.
Τας κραυγάς της συνοδίας
πώς αυτός να μη ακούσει;
Της μεγάλης του καρδίας
τι να κρύπτουν οι μυχοί;...
Πού ρεμβάζουσα του Τούση
Ξενιτεύεται η ψυχή;

Από τ’ άλγος ναρκωμένη,
η ψυχή του της παρούσης
αληθείας είναι ξένη
ξένος πόνων τωρινών,
οπτασίαν βλέπει ο Τούσης
την σφαγήν των Αθηνών.

Δυσμενής ανάπτων δαίμων
του πολέμου τον κρατήρα
και ο τόπος υποτρέμων
συγκινείται... δυστυχή,
ό,τι σου έγραφεν η μοίρα
το προείδεν η ψυχή.

Τούρκοι κ’ Έλληνες εντάμα
και ο θάνατος εκχύνει
την πνοήν του εις το δράμα
αδυσώπητος, σκληρός
κ’ αιματώνεται η σελήνη
κ’ αιματώνεται ο σταυρός.
Φοβερά η οπτασία!
Όλοι έπεσαν οι φίλοι
κ’ η θεά ελευθερία,
σπαραγμένη και θολή,
με τας χείρας, με τα χείλη,
έλα, Τούση, τον καλεί.

Και ιδού το ίνδαλμά του...
είν’ αυτός πού ξεσπαθώνει,
αλλ’ εις δίκτυα θανάτου
περιπλέκεται πικρού
και νεκρόν τον σαβανώνει
η σημαία του Σταυρού.

Τα ονείρατα τα τότε
αυτά ήσαν των ανδρείων
της πατρίδος στρατιώται
πλήρης δόξης και τιμής,
εθυσίαζον τον βίον
ίνα χαίρομεν ημείς.

Αλλά ποίος πατριώτης
είναι σήμερον;... Εξύπνα
ασυλλόγιστη Νεότης
και μη τρίβεις τον καιρόν
εις τους πότους, εις τα δείπνα
και τον Φραγκικόν χορόν.
Ο αγών δεν επεράνθη,
μη δεχθήτε ήθη ξένα
της ελευθερίας τ’ άνθη
είναι δώρα του Θεού,
που αυξάνουν φυτευμένα
εις τα σπλάγχνα του λαού.




 Στατιστικά στοιχεία 
       Δημοφιλία: -
      Αναγνώσεις: 855
      Σχόλια: 0
      Αφιερώσεις: 0
 
   

 Επιλογές 
 
Κοινή χρήση facebook
Στα αγαπημένα
Αφιέρωσέ το κάπου
Νέα μετάφραση
Εκτυπώσιμη μορφή
Αποστολή με email
Διόρθωση-Συμπλήρωση
 
   
 
   KONSTANTINOS @ 13-02-2018


Πρέπει να συνδεθείς για να μπορείς να καταχωρίσεις σχόλιο